OPINIONS

Πώς είναι να βγαίνεις με κάποιον που τρώει λιγότερο από σένα

Στην αρχή, τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα συμβεί. Γνωρίζεις κάποιον, ενθουσιάζεσαι και αρχίζετε να βγαίνετε. Τα γλυκά ραντεβού του πρώτου καιρού έχουν κάτι από Hollywood, οσκαρικό γκλίτερ και προσδοκίες μιας άλλης πραγματικότητας: θα ξυπνάμε αγκαλιά και θα πίνουμε με σταυρωμένα χέρια αχνιστή, μυρωδάτη σοκολάτα, θα μείνουμε σε ένα τέλειο σπίτι σαν αυτά που ανεβάζουν στο Instagram οι bloggers και θα γυρίσουμε μαζί όλο τον κόσμο - ξεκινώντας από τα σοκάκια της Αθήνας.

Σαν κορίτσι που – εκτός από τις όποιες μέρες αποφασίζει να κάνει κράτει και να δηλώνει ότι είναι σε δίαιτα – αγαπά και απολαμβάνει το φαγητό του, όχι μόνο όταν πεινάει, αλλά και όταν έχει λιγούρες, βρίσκω αυτή την ασύγκριτη χαρά της κατανάλωσης θερμίδων ένα από τα καλύτερα συναισθήματα που μπορεί κανείς να μοιραστεί με τον άνθρωπό του. Ξέρεις, παίρνετε μαζί την κρέπα νουτέλα – μπισκότο (ή μπουένο – όρεο), σε ταΐζει, λερώνεσαι με σοκολάτα, σε καθαρίζει με τα χείλη του, γελάτε, τι χαριτωμένοι που είστε και όλοι γύρω σας ζηλεύουν τον παράφορο έρωτα που κάνει ακόμα και τις γουρουνιές μετά τα μεσάνυχτα να μοιάζουν χαριτωμένες.

Διότι το φαγητό, αν δεν το ξέρεις ήδη δηλαδή, μπορεί να σε φέρει πιο κοντά με το έτερόν σου ήμισυ. Θα τσακωθείτε, θα αγοράσεις ένα donut με σοκολάτα, θα το μοιραστείτε και όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Θα ξυπνήσεις από εφιάλτη το βράδυ στις 2 τη νύχτα, θα σου πει “αγάπη μου, δε νομίζεις πως ένα ανάμικτο κρουασάν από τα Ciao θα σε συνεφέρει;”. “Δεν το νομίζω, είμαι σίγουρη, γι’ αυτό σ’ αγαπώ”.

Όταν λοιπόν ο άνθρωπος αυτός τυχαίνει να είναι 20 πόντους ψηλότερος από σένα και να σε περνάει με το ζόρι 10 κιλά, ξέρεις από την αρχή ότι κάτι δεν πάει καλά. Δε μπορεί, άντρας είναι, τρώει και τα καίει, δεν εξηγείται αλλιώς. Όμως όχι. Το κάρμα είναι μεγάλη κατάρα και προκειμένου να ξεπληρώσω όλες εκείνες τις μεταμεσονύχτιες, θερμιδικές βόμβες που φροντίζουν ανενόχλητες και με την συνειδητή συναίνεσή μου, να κάνουν τα skinny jeans μου να υποφέρουν, πρέπει το καινούριο μου φλερτ να είναι από εκείνους τους ανεκδιήγητους τύπους που χορταίνουν τσιμπολογώντας και προτιμούν τη γέμιση λεμόνι από τη σοκολάτα γάλακτος.

Η απομυθοποίηση

Το τολμηρό βήμα έλαβε χώρα μια ταπεινή καθημερινή σε ένα αγαπημένο μπεργκεράδικο του κέντρου. Εγώ, αυτός και το μενού. Όλος ο κόσμος στα πόδια μας. Πήραμε από ένα μπέργκερ (με πατάτες φυσικά) και μια σαλάτα για τη μέση. Πρώτα ήρθε η σαλάτα κι επειδή πεινούσαμε πέσαμε με τα μούτρα. Λίγη ώρα αργότερα φτάνουν και τα κυρίως. Το δικό μου ήταν διπλάσιο σε ύψος, λόγω των έξτρα που είχε μέσα, αλλά δεν έδωσα σημασία. “Δε θέλει να τα μπλέκει”, σκέφτηκα και έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία στον τύπο που επέλεξε ένα ταπεινό cheeseburger.

Λίγα λεπτά μετά, τον ακούω να ξεστομίζει την ανεκδιήγητη ατάκα “Ουφ, έσκασα!”. Κοιτάζω και τι να δω; Το μισό hamburger ήταν στο πιάτο του και πρέπει να είχε φάει 6-7 πατάτες. Γυρνάω να δω το δικό μου πιάτο: μια δαγκωνιά από το μπέργκερ (η δύναμή μου) και ακόμα αρκετός χώρος στο στομάχι για να χωρέσουν σχεδόν όλες οι πατάτες (και φυσικά εκείνο το ξεχωριστό μέρος για το γλυκό παρέμενε άδειο και διαθέσιμο.

Φυσικά και μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας

Τον σκούντηξα κάτω απ’ το τραπέζι και τον παρακάλεσα να φάει έστω όλο το μπέργκερ. Όχι δεν είχε το κουράγιο, ούτε την ευγενή καλοσύνη να μου κάνει αυτή τη χάρη. Όταν ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε το άδειο πιάτο μου και το σχεδόν ολόκληρο γεύμα του, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Μόνη μου, χωρίς αυτόν που με συνόδευε. Μα να βγω εγώ η χοντρή της υπόθεσης;;

 

Μια παρόμοια κατάσταση έζησα και σε ένα εστιατόριο με πίτσες και ζυμαρικά. Είχαμε πάρει από μια μικρή μερίδα ζυμαρικών, την οποία έφαγα ολόκληρη και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό (ήταν δική μου!) και ο συνοδός μου αποφάσισε να αφήσει 2 πιρουνιές παρόλο που τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε (μιλάμε για θράσος!). Έρχεται λοιπόν ο σερβιτόρος να μαζέψει τα πιάτα και του απευθύνεται λέγοντάς του την ατάκα που έκτοτε στοιχειώνει τις νύχτες μου “Δε σας άρεσε το φαγητό; Τι συνέβη; Η κυρία έφαγε περισσότερο από σας”.

Εκείνη τη στιγμή κάτι έσπασε μέσα μου

Φυσικά έφταιγε και ο αγενέστατος υπάλληλος, αλλά στην πραγματικότητα ήξερα πως εγώ δεν γίνεται να το ζήσω αυτό για πολύ ακόμα. Καθόμαστε στον καναπέ και έχουμε παραγγείλει πίτσα. Ναι, όπως το φοβόμουν: στα τρία κομμάτια δηλώνει σκασμένος. Σταματάω κι εγώ να τρώω. Όχι από κορεσμό – φυσικά – αλλά από ντροπή (είπαμε ήταν στην αρχή ακόμα η γνωριμία, μη φανεί πόσο μου αρέσουν οι γουρουνιές!). Λίγη ώρα μετά μου εξομολογείται ότι έχει μια λιγούρα.

Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν!

“Επιτέλους! Δε μπορεί να είχα πέσει τόσο έξω μαζί σου, είσαι τελικά ο άντρας της ζωής μου!”, είπα από μέσα μου και τον κοίταξα με ένα βλέμμα που έσταζε έρωτα και πόθο για το αντικείμενο που θα ικανοποιούσε τη λιγούρα μας. Τη δικιά μας λιγούρα. Όμως όχι, είχα πέσει πολύ, πάρα πολύ έξω. “Έχω κάτι σταφύλια στην κουζίνα, πάω να φέρω να φάμε μερικά”. Σιωπή. Η πιο εκκωφαντική σιωπή του κόσμου. Πρέπει να πέρασε ένας αιώνας από τη στιγμή που σηκώθηκε μέχρι να επιστρέψει με το μπολ με τα σταφύλια. Σ’ αυτό το διάστημα ήλπιζα ότι θα ήταν σταφύλια από σοκολάτα τζαντούγια με γέμιση βανίλια μαδαγασκάρης, όμως ήταν απλά, καθημερινά, διονυσιακά σταφύλια. Και δεν ακολούθησε κανένα όργιο. Μόνο η κοιλιόδουλη φαντασία μου οργίασε.

Έστειλα το κλασικό μήνυμα που αρμόζει σε αυτές τις περιστάσεις σε μια από τις κολλητές μου “πάρε και πες μου ότι πρέπει να βρεθούμε”. Λίγα λεπτά μετά ένας δήθεν τσακωμός της με το αγόρι της αρκούσε για να αποχωρήσω ηττημένη από την όρεξη που δεν είχε κάποιος άλλος και καθόλου ευχαριστημένη με το φαγητό μου.

Να ξέρετε πως το φαγητό θα είναι πάντα εκεί, ενώ οι άντρες όχι. Γι’ αυτό αν είστε με κάποιον με τον οποίο δε μπορείτε να τρώτε ό,τι, όπως και όσο θα θέλατε, μην εγκαταλείψετε το πιάτο σας, αλλά αυτόν τον τύραννο. Ο φασισμός του κάθε ανθρωποειδούς “θερμιδομετρητή”, δε θα περάσει!