OPINIONS

Το σποτ της ΓΓΠΠ κόπηκε, αλλά τίποτα δεν κόβει πιο πολύ από την ίδια μας τη γλώσσα

Η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας δουλεύει πυρετωδώς αυτή την εποχή και η δουλειά που κάνει ομολογουμένως αποφέρει καρπούς. Προκειμένου να μας πείσει να μείνουμε σπίτι/φορέσουμε μάσκα/αποφύγουμε τους δημόσιους και ιδιωτικούς συγχρωτισμούς, πήρε βοήθεια από κάποιους αγαπητούς και καταξιωμένους πασίγνωστους ηθοποιούς.
Σπύρος Παπαδόπουλος, Βίκυ Σταυροπούλου, Χρήστος Λούλης και Κατερίνα Λέχου πρωταγωνιστούν στα τηλεοπτικά σποτ της ΓΓΠΠ. Κοιτάζουν την κάμερα και μας απευθύνονται σα να ‘μαστε φιλαράκια. Θέλουν να μας συνετίσουν.

Η γλώσσα του σώματός τους δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει, αλλά να επηρεάσει ώστε να τηρήσουμε όλα αυτά που επιβάλλει πια ο κορονοϊός στη νέα ζωή. Ως διάσημα πρόσωπα, θα τους δώσουμε μια προσοχή παραπάνω, οπότε κι εκείνοι λένε αυτό που «πρέπει» να πουν κάπως πιο θεατρικά που είναι και το στοιχείο τους. Το θέμα είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις, αυτά που ειπώθηκαν με τη γλώσσα (την κανονική, κι όχι του σώματος εννοώ), μας άφησαν εντελώς απροστάτευτους από κάποια άλλα φαινόμενα, που σαφώς μπορεί να βλάπτουν λιγότερο από τον COVID-19 αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά ζημιά κάνουν κι εκείνα όσο να πεις.

Όλα κορυφώθηκαν με το σποτ του Χρήστου Λούλη που έχει ήδη αποσυρθεί, αφού προκάλεσε πολλές μα πολλές αντιδράσεις για τον σεξιστικά σαρκαστικό τρόπο που πήγε να περάσει το μήνυμα να αποφύγουμε τον συνωστισμό στις πλατείες. Οι αντιδράσεις του debate κυμάνθηκαν από το γνωστό «έλα-μωρέ-πώς- κάνετε- έτσι- τώρα- είναι- αστείο», μέχρι το «στο- πυρ- το- εξώτερον- κι- εσύ- Λούλη- και- η- ΓΓΠΠ».

Ήταν απαραίτητο αυτό το performance του Λούλη; Όχι. Από ευελιξία ή από δεν ξέρω τι άλλο o χαρακτήρας του επεδίωξε να γίνει ο “one of us” τύπος με τον οποίο «πολλοί θα ταυτιστούν αφού μιλάει στη γλώσσα τους». Προσωπικά μου θύμισε κάτι ηθοποιούς από ταινίες του ’50. Ο χαρακτήρας του Χρήστου Λούλη μπήκε στα παπούτσια του Βασίλη Λογοθετίδη που το κορίτσι του το ναζιάρικο θέλει τσάρκα αλλά αυτός αντιστέκεται, όχι στα δικά μου που ήταν και το ζητούμενο- φαντάζομαι. Το ότι το εντοπίσαμε γρήγορα σαν κοινωνία και με τη στάση μας απαιτήσαμε να κοπεί να μην το βλέπουμε και πάμε παρακάτω είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι το point.

Είναι παραπάνω από προφανές ότι τα συγκεριμένα σποτ κάνουν μια ενίοτε άβολη υπερπροσπάθεια να μιλήσουν στη γλώσσα του «απλού» κόσμου. Τολμώ να αποκωδικοποιήσω τις λέξεις που ακούω και να φανταστώ πως οι άνθρωποι που τα σκέφτηκαν γι’ αυτή την καμπάνια, έθεσαν την εξής αρχή για να ξεκινήσει το brainstorming:

«Να είναι λαϊκή η γλώσσα βρε παιδιά, να “το πιάσει” κι ο κόσμος, να το πούμε απλά, όχι περίπλοκα».

Το σποτ του Σπύρου Παπαδόπουλου δεν ξεφυγε γιατί ο τελικός αποδέκτης ήταν οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, οπότε ο σεβασμός τέθηκε ως βασικός κανόνας. Τη Βίκυ Σταυροπούλου την έσωσε το χιούμορ της, συν ότι για τις αυτοσαρκαστικές ατάκες «Βίκυ μου θα κρύψεις τέτοια ομορφιά;» «Ναι αυτό είναι η φανέλα μου, όχι σεντόνι» μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι πρόκειται περί αυτοσχεδιασμού κι όχι περί σεναρίου, οπότε είναι κάπως πιο δύσκολο να τα χρεώσεις αλλού.

Το «Μάλλον είστε για μάζεμα τους απάντησα» της Κατερίνα Λέχου ήταν βαρύ όμως. Κι ας έκανε λογοπαίγνιο με τους φίλους που θα μαζευτούν. Και πάλι, ο υπαινιγμός ότι θα μας μαζέψουν aka μπουζουριάσουν/μπαγλαρώσουν αιωρείται επικίνδυνα ως υπαινιγμός και παραπέμπει σε απογορευτικές πρακτικές και τελειωμένες εποχές με τις οποίες δεν επιτρέπεται να παίξεις.

Τα κείμενα των σποτ, δεν τα ‘γραψε ούτε ο/η ηθοποιός που μας απευθύνεται, πιθανότατα ούτε το δυναμικό της ΓΓΠΠ, αλλά κάποιοι επαγγελματίες που έχουν εκπαιδευτεί σε αυτό, πες τους διαφημιστές, επικοινωνιολόγους, copywriters, στους οποίους ανατέθηκε η συγκεκριμένη δουλειά. Όλοι έχουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, το οποίο υπαγορεύεται από την προσωπική θέση κι αντίληψη του καθενός. Και να που φτάνουμε στο πρόβλημα λοιπόν. Κολλήσαμε ξανά στις λεπτομέρειες- και πολύ καλά κάναμε- αλλά τελικά οι λεπτομέρειες αυτές είναι κολλημένες πάνω σ’ ένα μεγάλο ψιφιδωτό, στο οποίο τα λιθαράκια μπαίνουν χωρίς σταματημό.

Έχει ποτίσει η γλώσσα μας πια. Από «γκομενάκια», «άντρες παντελονάτους», «κουβέντες αντρίκιες» «πατσόχοντρες», «χαζοξανθιές», και πόσους ακόμα ρόλους που αντιστοιχούν σε στάσεις τις οποίες δεν μπορείς να επικρίνεις λίγο ή πολύ ή όσο σε συμφέρει κάθε φορά.

Είναι λάθος που υπάρχουν ακόμα, έτσι κι αλλιώς. Είτε ως κουβέντες, είτε ως συμπεριφορά που υπονοείται, γεννήθηκαν στον αστερισμό της προσβολής, και είναι λάθος να θεωρούμε πως νομιμοποιούμαστε να κάνουμε χρήση τους όταν μιλάμε με τους φίλους μας- εκεί που θεωρούμε ότι δεν μας ακούει κανείς και άρα λέμε ό,τι θέμε. Ή να τις επικαλούμαστε για να εκφραστούμε και να στηρίξουμε τα επίχειρήματά μας εναντίον αυτού που όλα αυτά τα στερεότυπα πρεσβεύουν. Δεν είναι δύσκολο να κάνεις το λάθος, κι ας μην το θες. Παράδειγμα, η δήλωση της πρώην Γενικής Γραμματέως της Ισότητας των Φύλων, κας Φωτεινής Κούβελα, η οποία επικρίνοντας τη διαφήμιση της ΓΓΠΠ είπε τα εξής: «Με τον Χ. Λούλη να αντιστέκεται και να συνετίζει, με το υφάκι του γκόμενου και σώφρονα άνδρα, τη δικιά του που είναι μια απερίσκεπτη χαζογκόμενα και η οποία συνήθως τον κάνει ότι θέλει, να τον πάει το βράδυ πλατεία». Η λέξη «χαζογκόμενα» είναι μία απ’ αυτές στις οποίες αναφέρομαι. Ο άξιος σκοπός δεν νομιμοποιεί τη χρήση της.

Ας το παραδεχτούμε λοιπόν, είναι και λίγο υποκριτικό εκ μέρους μας να βγάζουμε τους εαυτούς μας τόσο στην απ’ έξω και να περιοριζόμαστε στο να κουνάμε το δάχτυλο, όταν πλάκες, προσβολές, συμπεριφορές ολόκληρες κι ολοκληρωτικά δικές μας είναι βουτηγμένες ως τον λαιμό σε «ανώδυνα» σεξιστικά κλισέ. Σ’ αυτές τις κουβέντες δεν υπάρχουν φίλτρα, μας έρχεται ό,τι λέμε αλλά έχουμε την άνεση και το περιθώριο να ανακαλέσουμε απευθείας.

Ασυνείδητος, καθημερινού τύπου σεξισμός που σε πολλούς δεν χτυπάει άσχημα γιατί «δεν προσβάλλει κανέναν». Η πιο συγκαλυμένη μορφή.

Εν προκειμένω βέβαια, μιλάμε για ένα κρατικό διαφημιστικό προϊόν που προφανώς το έχουν δει δεκάδες επίσημα μάτια πριν φτάσει στις οθόνες μας. Το ότι κανείς μα κανείς, παρατηρώντας το περιεχόμενο του σποτ που είναι ξεκάθαρα βγαλμένο από λεξιλόγιο και attitude καφενείου (άλλη μια φράση που γενικεύει, εγώ δεν το έκανα με δόλο, αλλά η αλήθεια είναι πως τα καφενεία από καταβολής τους στηρίζουν την «αντροπαρέα» που πάντα έχει δίκιο) δεν σκέφτηκε πως, τα όσα και όπως λέγονται, βαλμένα στο τρέχον πλαίσιο μιας κοινωνίας που παλεύει ακόμα για έμπρακτη ισότητα και ειπωμένα από έναν «μυαλωμένο» άνδρα προς μια «ξεμυαλισμένη» γυναίκα, θα ερεθίσουν και θα διχάσουν αντί να ενώσουν, είναι η απόδειξη πως στον σεξισμό, όπως στον ρατσισμό ή την ομοφοβία και σε όλα τα βασικά μας στερεότυπα συντηρούμε μία καθ’ όλα «νόμιμη» πλευρά που δύσκολα θα απαρνηθούμε γιατί εξακολουθεί να πείθει. Δεν ξεμπερδεύεις με εμβόλιο από αυτό, αυτο-ίαση θέλει.