ΥΓΕΙΑ

Πού οφείλεται η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας και πώς γίνεται η διάγνωση σε ένα παιδί;

Pexels

Πολλοί γονείς παραπονιούνται ότι το παιδί τους είναι παραπάνω ζωηρό από τα υπόλοιπα, ότι κινείται συνέχεια, αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να επιτελέσει μία δραστηριότητα με προσοχή. Οι συμπεριφορές αυτές φαίνεται να γίνονται αντιληπτές και από τους δασκάλους, οι οποίοι με τη σειρά τους, αφού αποτύχουν, ενδεχομένως, σε μία σειρά προσπαθειών διευθέτησης της διαταρακτικής συμπεριφοράς του παιδιού, αναζητούν τους γονείς για να λάβουν τα μέτρα τους, κάνοντας σχόλια όπως: «Είναι ταραξίας. Δε συγκεντρώνεται στο μάθημα. Συνέχεια διακόπτει και κάνει φασαρία». Άμεση απόρροια είναι οι γονείς, ενίοτε, να νιώθουν ντροπή και να προσπαθούν με διάφορους τρόπους, ήρεμους και λιγότερο ήρεμους, μέσα από νουθετήσεις, μαλώματα, τιμωρίες και άλλες συναφείς συμπεριφορές, να κατευνάσουν τη ζωηρή στάση του παιδιού τους.

Συχνά κάτι τέτοιο, όμως, φέρνει τους γονείς αντιμέτωπους με μία κατάσταση σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η δική τους συσσωρευμένη ενέργεια που γίνεται εμφανής μέσα από τα παντός τύπου κηρύγματα περί κοσμίας διαγωγής, φαίνεται πως δεν μπορεί να αποτελέσει τον αγωγό όπου θα εκτονωθεί και θα διοχετευτεί η ενέργεια του δικού τους παιδιού, με αποτέλεσμα να επιδεινώνουν αντί να βελτιώνουν την κατάσταση. Από τη μία, το παιδί εξακολουθεί να είναι παρορμητικό και υπερκινητικό. Από την άλλη, οι γονείς νιώθουν ανήμποροι να του επιβληθούν.

Σαφώς, οι εικόνες που μόλις σκιαγραφήθηκαν δεν αναφέρονται στη φυσιολογική ζωηρή συμπεριφορά ενός παιδιού, αλλά σε μία κατάσταση, κατά την οποία η λειτουργικότητα του παιδιού φθίνει λόγω της αδυναμίας του να παραμείνει συγκεντρωμένο. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ). Πρόκειται για μία από τις πιο συνήθεις διαταραχές της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, η οποία, ωστόσο, μπορεί να συνεχιστεί και κατά την ενήλικη ζωή.

Ο εντοπισμός των παρορμητικών συμπεριφορών ξεκινά από την ηλικία των 3 ετών. Ωστόσο, η διάγνωση γίνεται πιο όταν το παιδί εντάσσεται στο σχολείο οπότε και οι επιπτώσεις των εν λόγω συμπεριφορών είναι περισσότερο εμφανείς στο άτομο και στο περιβάλλον του.

Πού οφείλεται η ΔΕΠ-Υ και πώς γίνεται η διάγνωση

Μέχρι και σήμερα δεν έχει βρεθεί η ακριβής αιτία που προκαλεί την εν λόγω διαταραχή. Πολλοί επιστήμονες κάνουν λόγω για κληρονομικότητα, άλλοι υποστηρίζουν το ρόλο του καπνίσματος, της κατανάλωσης αλκοόλ ή της έκθεσης της μητέρας σε μόλυβδο και άλλες τοξικές ουσίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν την επιρροή του υπερβολικού άγχους κατά την ίδια περίοδο.

Όποια και να είναι η αιτία, η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και για να γίνει, θα πρέπει πρώτα να αποκλειστούν τυχόν οργανικά ή άλλα προβλήματα, όπως προβλήματα ακοής ή όρασης, γνωστικές δυσκολίες, νοητική στέρηση, κατάθλιψη, ψύχωση ή κάποια άλλη διαταραχή, η οποία θα μπορούσε να αναπτύξει κάποια από τα συμπτώματα που παρατηρούνται και στη ΔΕΠ-Υ, καθώς και το ενδεχόμενο αντίδρασης σε κάποιο έντονο γεγονός, όπως π.χ. ο θάνατος ενός γονέα κλπ.

Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί εάν το παιδί υιοθετεί τις αναφερόμενες συμπεριφορές για μεγάλο χρονικό διάστημα, πότε πυροδοτούνται, καθώς και εάν συμβαίνουν συχνότερα όταν βρίσκεται σε συγκεκριμένα μέρη.

Πώς μπορεί να βοηθήσει η θεραπεία

Η ΔΕΠ-Υ είναι μία διαταραχή που δεν εξαλείφεται διά παντός. Ωστόσο, με την κατάλληλη θεραπεία, μπορεί να καταστήσει το άτομο σε θέση να διαχειρίζεται τις συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα του δημιουργούσαν πρόβλημα. Ως εκ τούτου, η θεραπεία μπορεί να προσφέρει μία φυσιολογική και ποιοτική ζωή στο άτομο.

Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα ειδικής αγωγής, ψυχοθεραπεία ή ακόμη και φαρμακοθεραπεία, καθώς και αγωγή και συμβουλευτική στους γονείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε παρέμβαση θα πρέπει να είναι προσωποκεντρική, να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ατόμου και, κατά προτίμηση, να λαμβάνει χώρα σε ατομικό επίπεδο, καθώς τα άτομα με ΔΕΠΥ φαίνεται να αποδίδουν καλύτερα σε διατομικές παρά σε διομαδικές καταστάσεις.

Χρήσιμες συμβουλές για γονείς και εκπαιδευτικούς

Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί από την πλευρά τους, θα μπορούσαν να βάλουν το δικό τους λιθαράκι στην αντιμετώπιση, μέσα από την υιοθέτηση μίας κατανοητικής και υπομονετικής στάσης, η οποία θα μπορεί να αποπνεύσει στο παιδί την ηρεμία που χρειάζεται για να επιτελέσει τις λειτουργίες και δραστηριότητες που καλείται να φέρει εις πέρας. Κάποιες χρήσιμες συμβουλές που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν είναι οι εξής:

  • Επιτρέψτε στο παιδί να κάνει συχνά διαλείμματα όταν διαβάζει ή γενικότερα όταν καλείται να ενασχοληθεί με οτιδήποτε.
  • Παροτρύνετέ το όταν διαβάζει να απασχολεί τα χέρια του με δύο μικρά μαλακά μπαλάκια ή επιτρέψτε του να διαβάζει όρθιο, ακόμη και αν χρειάζεται να πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να διοχετεύσει ένα μέρος της ενέργειάς του και να ικανοποιήσει την ανάγκη του να βρίσκεται σε κίνηση, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να συγκεντρωθεί καλύτερα.
  • Ενισχύστε το θετικά όταν καταφέρνει να ακολουθήσει κανόνες ή να μείνει συγκεντρωμένο.
  • Όσον αφορά τις δυσκολίες στη μνήμη, δομήστε μαζί με το παιδί ένα πρόγραμμα κι έπειτα χρησιμοποιείστε μεθόδους, όπως η χρήση alarm, υπενθυμίσεων, postit και άλλων συναφών μέσων προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες να ξεχάσει τελικά αυτό που έπρεπε να κάνει.
  • Διαμορφώστε το χώρο του παιδιού απλά, αποφεύγοντας μια εκκεντρική ή περίεργη διακόσμηση π.χ. με έντονες κουρτίνες ή χαλιά που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διασπαστική συμπεριφορά του.

Σε κάθε περίπτωση, βοηθήστε το παιδί να αναγνωρίσει τις δυσκολίες του επί του πρακτέου, δηλαδή την ώρα που επιδίδεται σε μία παρορμητική, υπερικινητική ή διασπαστική συμπεριφορά, τονίζοντας παράλληλα ότι αν ξεχνά ή δυσκολεύεται να παρακολουθήσει κάτι, δε συμβαίνει επειδή είναι λιγότερο ικανό από κάποιο άλλο παιδί που θα μπορούσε να τα έχει καταφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά επειδή χρησιμοποιεί άλλους τρόπους επεξεργασίας των ερεθισμάτων γύρω του. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι όποιες αδυναμίες δεν έγκεινται σε κάποιο λάθος που έχει κάνει το παιδί ούτε και το καθιστούν κατώτερο από τα υπόλοιπα παιδιά. Όλοι μας έχουμε ελαττώματα και προτερήματα και καλούμαστε να ζήσουμε με αυτά και να τα αγαπήσουμε. Aυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που καλείται να μάθει ένα παιδί!

Φραντζέσκα Καραγιάννη

MSc Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια