ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

O Σπύρος Χατζηαγγελάκης δεν έκανε ακόμα σεξ και αρχίζει τη μουρμούρα

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια βαθύτερη, υποσυνείδητη ανάγκη μου να πρωταγωνιστήσω σε μια κινηματογραφική ταινία, αλλά συνηθίζω να βλέπω αρκετές από τις στιγμές της καθημερινότητάς μου σαν προϊόντα πανάκριβης, χολυγουντιανής παραγωγής και επώνυμης σκηνοθεσίας με χρόνια εμπειρίας στην πλάτη.

Κάτω από αυτή τη σκοπιά, ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης ήρθε να με βρει στην πλατεία της Τεχνόπολης με αέρα Edward Cullen (ο τύπος από το Twilight) – καβάλα στο ποδήλατό του, και έχοντας τον άστατο καιρό με το μέρος του, αφού ο αέρας φυσούσε έτσι ώστε το ανοιχτό μαύρο του πουκάμισο να ανεμίζει με τρόπο τέτοιο που προσέθετε επιπλέον βαθμούς επιβλητικότητας στο σκηνικό, έδωσε μια πεταλιά και φρέναρε πλάι μου. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και μου χαμογέλασε πλατιά, ενώ εγώ αναρωτιόμουν μήπως έχει κρυφτεί ο ήλιος και γι΄αυτό δεν έχει γκλίτερ στην επιδερμίδα του: “Γεια σου Μάριον, δεν άργησα πολύ ε; Απλά θέλω στις δώδεκα να είμαι στο θέατρο για την πρόβα, κατά τ’ άλλα πάμε όπου θες”.

 

Ο Σπυρος βρίσκεται στην Αθήνα τα τελευταία τρισήμισι χρόνια και φέτος είναι η χρονιά που θα του χαρίσει δύο πρώτες φορές: αυτή της συμμετοχής του σε τηλεοπτικό σίριαλ και την πρώτη φορά που θα κάνει σεξ ως νεαρός που ζει το 1978. Η “Μουρμούρα”, το “Σεξ Λεξικόν” και η αγάπη του για τη φωτογραφία είναι τρία πράγματα που συνέβαλαν σημαντικά στο να ζητήσω να πατήσω το REC, ενώ κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον Σπύρο. Το γεγονός ότι είχα το τηλέφωνο της Μαίρης (σ.σ.:Συνατσάκη) και θα μπορούσα να τον βρω πολύ εύκολα, ήταν το τέταρτο, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.

Έχοντας ενηλικιωθεί στην Ορεστιάδα του Έβρου, ο Σπύρος έζησε εκείνα τα παιδικά χρόνια που κάνουν τα σπλάχνα της πόλης να νιώθουν πότε ζήλεια, πότε αμηχανία: αλάνες, κλειδί έξω από την πόρτα, παιχνίδια στη γειτονιά, μπάλα με τα παιδιά. Στη συνέχεια, η ζωή (και το μηχανογραφικό του), πρόσθεσαν στο βιογραφικό του το πτυχίο του Φυσικού. Παρόλο που η επιστήμη αυτή δεν κατάφερε να τον κερδίσει, του σύστησε την υποκριτική, στο πλαίσιο των ερασιτεχνικών, φοιτητικών, θεατρικών ομάδων.

Στα δέκα χρόνια που πέρασε στη συμπρωτεύουσα, ο Σπύρος δεν έγινε δεκτός στο Εθνικό και το Κρατικό θέατρο, δεν θέλησε να φοιτήσει σε κάποια ιδιωτική σχολή, αλλά κέρδισε μια οικογένεια – θεατρική ομάδα που διατηρεί μέχρι σήμερα και αρνείται να εγκαταλείψει, τους C for Circus, καθώς και αρκετά χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας σαν ηθοποιός: “Στην αρχή, το ότι δεν είχα βγάλει σχολή, μου δημιουργούσε εμένα μια αμηχανία ή σε αυτούς που το λέω, όπως σκηνοθέτες κλπ, σίγουρα θα δημιουργεί μια αμηχανία. Το θέμα ήταν όμως να ξεπεράσω τη δική μου αμηχανία για τον εαυτό μου, να αποκτήσω αυτοπεποίθηση για το ότι δεν τρέχει και κάτι, δες με, εδώ είμαι, στην οντισιόν, στο κάστινγκ. Αν αξίζω να πάρω τον όποιο ρόλο, θα τον πάρω“.

 

Με αυτή τη φιλοσοφία και το ταλέντο του, το 2014 ήρθε στην Αθήνα για τον Άμλετ, αλλά βασικά “γιατί δυστυχώς στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα ταβάνι καλλιτεχνικό“. Ερωτεύτηκε την όμορφα άσχημη ή άσχημα όμορφη πρωτεύουσα και επιδίδεται συχνά σε μοναχικούς περίπατους στην οδό Αιόλου και σε ποδηλατάδες. Βγαίνει ελάχιστα και όταν το κάνει θα είναι στα Εξάρχεια, αλλά γενικά δηλώνει σπιτόγατος, αφού προτιμά να μένει μέσα, να παίζει μουσική και να πίνει μπύρες με την παρέα του. Παράλληλα με τα γυρίσματα και τις πρόβες, παίζει cajon στο μουσικό τρίο ValSia, ποδόσφαιρο, λατρεύει τη μαγειρική και τους τελευταίους δέκα μήνες και τη φωτογραφία.

Αυτό το τελευταίο του χόμπι αποτέλεσε και τη βάση της σχέση που έχτισε με τη φωτογράφο μας, τη Φραντζέσκα: “Πήρα το τάδε μοντέλο με τον τάδε φακό, σε τιμή ευκαιρίας. Αφού τα απέκτησα μου είπα “θα γίνεις καλός”. Είδα tutorials για τα μπλιμπλίκια της μηχανής, τι κάνει το καθένα, έμαθα εντελώς μόνος μου και γουστάρω πάρα πολύ να βγάζω ανθρώπους. Το έχω συνδυάσει πολύ με το ότι είμαι ηθοποιός. Ένας φωτογράφος θα κοιτάξει να είναι σωστό το κάδρο και ο φωτισμός. Όταν βλέπω μια φωτογράφιση μόδας, μου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο το πόσο δεν έχει καμία σημασία το μοντέλο. Στησου έτσι κι έτσι κι έτσι, αλλά πάντα έχουν την ίδια έκφραση και είναι σαν ζόμπι. Κούκλες, πανέμορφες κοπέλες και δεν τους δίνεις καμία σημασία γιατί είναι ρομπότ. Για μένα είναι μια διαδικασία πρόβας. Επειδή το μόνο που ξέρω να κάνω είναι θέατρο, αυτό κάνω και στη φωτογραφία: επικοινωνώ με έναν άνθρωπο εκείνη τη στιγμή, οι δυο μας, μόνο, σε ένα κλειστό περιβάλλον που κανένας δεν μπορεί να το διασπάσει και να το επηρεάσει. Δημιουργώ μια ατμόσφαιρα και προσπαθώ να βγάλω ένα αληθινό συναίσθημα από τον άλλο άνθρωπο. Μπορώ να αναγνωρίσω την αλήθεια στα μάτια του και να τον καθοδηγήσω ή να πάμε μαζί κάπου. Βιώνω κι εγώ πράγματα φωτογραφίζοντας. Γίνομαι μούσκεμα και οι σφυγοί μου είναι διακόσιοι. Παθιάζομαι εκείνη την ώρα, είμαι σε ένα άλλο σύμπαν. Από την άλλη, δε μου αρέσει καθόλου να φωτογραφίζουν εμένα. Νιώθω αμήχανα“, λέει και κοιτάζει με απολογητικό ύφος τη Φραντζέσκα, πριν καν ακόμα ξεκινήσει να ποζάρει για χάρη της.

 

Το instagram του είναι γεμάτο από τις εικόνες που τραβάει ο ίδιος – οι οποίες είναι κυρίως γυναίκες. Ανάμεσά τους θα δεις και τη Ντορέττα Παπαδημητρίου, αλλά και την έμπνευσή του, όπως την αποκάλεσε ο ίδιος, τη Μαίρη Συνατσάκη. “Ειδικά με τους ανθρώπους του χώρου αυτού, όλα είναι σωστά, εκτός από την αλήθεια τους. Είναι όλα πολύ μηχανικά και κάτι λείπει. Δεν είναι εύκολο. Στη φωτογράφιση της Ντορέττας, ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία πολύ συγκεκριμένη. Εξελίχθηκε η φωτογράφιση έτσι που με εξέπληξε, γιατί εγώ την είχα φανταστεί κάπως, αλλά η διαδικασία μας οδήγησε σε κάτι άλλο. Της βγήκε ένα πολύ συναισθηματικό τοπίο λόγω της διαδικασίας. Κανονικά, μου αρέσει να είμαι μόνος μου με τον φωτογραφιζόμενο για να μην αποσπάται από τρίτους. Στη φωτογράφιση με τη Ντορέττα όμως, ήταν παρούσα και η Μαίρη, γιατί ήθελε να δει τη διαδικασία που ακολουθώ. Εφόσον ήξερα ότι δε θα είχε θέμα η Ντορέττα, επειδή είναι κολλητές, της επέτρεψα να έρθει. Μου είπε ότι έπαθε σοκ με τη χημεία και τη σχέση που είχαμε αναπτύξει εκείνη την ώρα, γιατί έχουν κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό τους όταν λέμε “φωτογράφιση”, ενώ εμείς είχαμε δημιουργήσει ένα δεσμό που η Μαίρη δε μπορούσε να σπάσει εκείνη τη στιγμή“.

“Οι άνθρωποι του χώρου”, είπε σαν να βγάζει τον εαυτό του απ’ έξω. Τι γίνεται όμως τώρα που η τηλεόραση θα τον κάνει “διάσημο“;

“Ποιος ξέρει τι πάει να πει “διάσημος”; Κάνω ένα επάγγελμα που αφορά πάρα πολύ εμένα, είναι κάτι εντελώς προσωπικό, είναι μια βουτιά μέσα μου, μια τέχνη. Στην Ελλάδα όταν λέμε “διάσημος” για την δική μου τέχνη, μάλλον μιλάμε για ανθρώπους που έχει αναγνωριστεί η δουλειά τους, αρέσει στον κόσμο – γιατί είναι και ένα επάγγελμα το οποίο απευθύνεται στο κοινό και μέχρι εκεί. Εντάξει, είμαι σίγουρος ότι κάποιοι από αυτούς που με ξέρουν στην Ορεστιάδα, συγγενείς κλπ, τώρα που θα με δουν στην τηλεόραση θα αποδεχτούν ότι είμαι ηθοποιός. Οτιδήποτε άλλο φέρει αυτή η δημοσιότητα, δε νομίζω ότι με πολυαφορά. Δεν το φοβάμαι, απλά μου φαίνεται ανούσιο. Δεν το καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω κάποιος άλλος να θέλει να γίνει διάσημος και να τον ξέρει ο κόσμος και να βγουν στην τηλεόραση και να δίνουν συνεντεύξεις και να κάνουν και insta stories και τέτοια, αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Δεν έχω κάνει ποτέ μου insta story. Δεν καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους του θεαμάτος. Έχει ακούσει η Μαίρη…”

 

“Μιλώντας για τη Μαίρη, Σπύρο, τι γίνεται; Καλά;”, τον ρωτάω περιμένοντας να αρνηθεί ευγενικά να απαντήσει για τη σχέση του. Αντ’ αυτού, γυρνάει το κινητό που ηχογραφεί προς το μέρος μου και μου απευθύνεται: “Μάριον είσαι σε σχέση; Όχι; Πόσο καιρό είσαι μόνη; Αυτό που θα πεις ηχογραφείται και μετά θα γραφτεί.

Τον προλαβαίνω και παραδέχομαι ότι το ανακριτικό φως που έριξε πάνω μου ήταν άβολο. “Είναι υποχρέωσή σου και καλά κάνεις και το ρωτάς, γιατί στην κοινωνία που ζούμε, ο κόσμος γουστάρει να δει από την κλειδαρότρυπα, αλλά και πάλι ως ένα βαθμό. Δε θέλουν και πολλά πολλά, γιατί άμα σου πω πραγματικά για την προσωπική και ερωτική μου ζωή, θα αισθανθείς αμήχανα. Κι εκείνος που θα το διαβάσει, το ίδιο. Αυτό το μεσοβέζικο τι πάει να πει; Δεν καταλαβαίνω. Είναι μια παραβίαση της ιδιωτικότητας. Δε θέλω να μιλήσουμε για το προσωπικό κομμάτι. Ο κόσμος το ξέρει, αλλά αφορά εμένα και τη Μαίρη και κανέναν άλλον“, μου λέει εξηγώντας με τον τρόπο του αυτή την αναπάντεχη ανταλλαγή ρόλων.

Το ότι κάνουμε μια συνέντευξη τώρα, μου αρέσει, αλλά το να φωτογραφηθώ για μέσα που δημοσιεύουν τις προσωπικές μου στιγμές είναι σαν να τους δίνω το οκέι να με ξαναβγάλουν στο δρόμο φωτογραφία. Είναι σαν να τους δίνω το πάτημα, ενώ για μένα είναι παραβίαση της ιδιωτικότητάς μου – υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που τα κάνω γιατί με υποχρεώνουν.

Σκέψου να είσαι με το αγόρι ή το κορίτσι σου στο σπίτι, να φιλιέστε και ξαφνικά γυρνάς το κεφάλι σου και βλέπεις έναν στο παράθυρο να σας κοιτάει και να σας χαιρετάει. Είναι νορμάλ; Δε μου έχει τύχει έτσι, αλλά έχει τύχει να περπατάμε στο πεζοδρόμιο και να σκάσει από τη γωνία ο παπαράτσι και να αρχίσει να φωτογραφίζει. Εγώ νευρίασα, θα μπορούσα να του σπάσω την κάμερα. Η απάντηση πάντα σ’ αυτό είναι “φίλε κάνω τη δουλειά μου”. Το πρόβλημα στην Ελλάδα, και γενικότερα στον κόσμο, είναι ότι όλοι κάνουν τη δουλειά τους: ο παπαράτσι κάνει τη δουλειά του, ο μπάτσος κάνει τη δουλειά του και σκοτώνει, ο φαντάρος κάνει τη δουλειά του και σκοτώνει, ο ελεγκτής στο μετρό τη δουλειά του κάνει και κόβει κλήσεις, ο υπάλληλος στη ΔΕΗ που κόβει το ρεύμα σε όσους δεν έχουν να πληρώσουν, τη δουλεια του κάνει κι αυτός“.

Δεν καταλαβαίνω πώς το ότι κάνεις τη δουλειά σου, σου δίνει τη δικαιοδοσία να μη σέβεσαι τον συνάνθρωπό σου. Μην την κάνεις αυτή τη δουλειά. Έχεις δικαίωμα στην τεμπελιά. Είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας η τεμπελιά, να πεις “μου είπαν να κάνω τη δουλειά μου, αλλά εγώ σήμερα δε θα την κάνω, βαριέμαι. Δε θα σου κόψω το ρεύμα”.

Στα επόμενα λεπτά στα οποία θα προσπαθήσω να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου σεβόμενη απόλυτα τα όρια του συνομιλητή μου, θα τον ρωτήσω για το πώς κάνει σεξ. Δε φταίω εγώ, απλά πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση στην οποία επί ογδόντα λεπτά επιχειρεί να κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Τι ψυχή έχει να απαντήσει σε μια ακόμα ερώτηση;

Το σεξ είναι φυσιολογικό. Είναι ένστικτο, είναι στη φύση μας. Υπάρχουν τρία στοιχεία επιβίωσης: ο φόβος, χωρίς τον οποίο δε θα μπορούσες να ξεπεράσεις τα όριά σου και να πας παρακάτω. Σε πάει μπροστά. Είναι το φαγητό, γιατί χωρίς αυτό δε ζεις, και είναι και το σεξ, το στοιχείο αναπαραγωγής. Για μένα το σεξ είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Αν δυο άνθρωποι θέλουν να το κάνουν χωρίς ρομαντισμό, ας το κάνουν, γούστο τους, καπέλο τους. Αν κάποιοι θέλουν να το κάνουν ρομαντικά, έχει καλώς. Είναι κάτι που αφορά αυτούς που παίρνουν μέρος στην πράξη.

Είμαι πάρα πολύ ρομαντικό αγόρι. Εξαρτάται από τη στιγμή και την περίοδο.

Δεν έχω ταμπού και αντιλήψεις στερεότυπες. Ο έρωτας είναι μια βιολογική διεργασία, απελευθερώνεις τα πιο ζωώδη ένστικτά σου, γιατί ένα ζώο είσαι, σε αυτό το κομμάτι τουλάχιστον, αλλά από άνθρωπο σε άνθρωπο διαφέρει το πώς θα το χειριστεί. Το πώς είσαι στο σεξ μπορεί να διαφέρει από αυτό που δείχνεις, αλλά είναι κάτι πάρα πολύ φυσιολογικό και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αισθανόμαστε άσχημα γι’ αυτό“.

 

Η ώρα περνάει με την κουβέντα, ειδικά όταν ο συνεντευξιαζόμενος έχει όρεξη και πράγματα να πει και η δημοσιογράφος ένα κάποιο διερευνητικό πνεύμα. Παρόλ’ αυτά, ήξερα πως αν καθυστερούσαμε και αργούσε στην πρόβα του, θα άρχιζε τη μουρμούρα. Χωρίς καμία προσπάθεια να σε εκπλήξω, η τελευταία μου φράση δε χρησιμοποιήθηκε τυχαία, αφού η σχέση του Σπύρου με τη Μαρία Χάνου στο σίριαλ του Alpha, “Μην αρχίζεις τη μουρμούρα”, είναι κάτι που θα παρακολουθούμε στενά από τις 5 Οκτώβρη: “Έχω πει αρκετά όχι για την τηλεόραση. Περίμενα να έρθει κάτι καλό. Είναι πολύ ωραίο, οικογενειακό περιβάλλον. Νιώθω πολύ οικεία με τους ανθρώπους τριγύρω και την κάμερα. Μου αρέσει και παρόλο που δεν έχω καν τηλεόραση στο σπίτι μου, το έχω δει, γι’ αυτό και πιστεύω πως είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου τύχει, τηλεοπτικά. Μου φαίνεται πως σέβεται απόλυτα τον τηλεθεατή είναι μια κωμική σειρά που θέλει να ψυχαγωγήσει χωρίς χαζό και ευτελή τρόπο. Είναι μια πολύ ωραία κωμωδία“.

Όπως σε κάθε ταινία που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η σκηνοθετική ματιά μέσα μου, διψάει για ένα φινάλε γεμάτο αισιοδοξία, αλλά και μυστήριο και ο Σπύρος, μπορεί να μην το ήξερε, αλλά μου το έδωσε. Έχει παίξει τέσσερις φορές Άμλετ, οπότε το ερώτημα “να ζει κανείς ή να μη ζει;” έχει χάσει τη μορφή του διλήμματος  που ταλάνιζε τον πρωταγωνιστή: “Να ζει κανείς εννοείται. Η καλή ζωή πρέπει να έχει πολλούς και καλούς φίλους, ωραίο φαγητό και αληθινές στιγμές που σου μένουν και δεν τις ξεχνάς”, είπε και κοίταξε την ώρα. “Πρέπει να φύγω, σ’ ευχαριστώ πολύ”. Στις δώδεκα παρά δέκα και με τον ήλιο σχεδόν στο ψηλότερο σημείο του, είδα το γκλίτερ που έλειπε από την πρώτη σκηνή. Δεν έμοιαζε με αυτό του εμπορίου, αλλά ήταν η λάμψη που βλέπεις μόνο στα μάτια όσων παθιάζονται με τις αληθινές στιγμές. Και σου μένουν. Και δεν τους ξεχνάς.

 

*Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης πρωταγωνιστεί στο Σεξ Λεξικόν με τη Φωτεινή Αθερίδου. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο 104. Επίσης, από την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου και κάθε Πέμπτη και Παρασκευή, θα τον βλέπουμε στο “Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα” στον Alpha.

Ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία το Belleville.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson