ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ

Η Μελέκ Ιπέκ βγήκε από τη φυλακή. Για πρώτη φορά στη ζωή της είναι ελεύθερη

@2021 AP Photo/Rebecca Blackwell)

Μετά από 108 ημέρες άδικης κράτησης η Μελέκ Ιπέκ είναι ελεύθερη. Η 31χρονη Τουρκάλα είχε πυροβολήσει τον άντρα της επειδή την κακοποιούσε συστηματικά για 12 ολόκληρα χρόνια. Η ιστορία της, μαζί με τα βαθιά σημάδια βασανισμού στο πρόσωπό της κάνουν εδώ και μήνες τον γύρο του κόσμου. Ενός κόσμου που φώναζε για τη οριστική της απελευθέρωση.

 

 

Η Μελέκ Ιπέκ, η γυναίκα σύμβολο, έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά της τις δύο μικρές της κόρες. Η Μελέκ παρέμεινε στη φυλακή για περίπου 3 μήνες γιατί σκότωσε τον βασανιστή της. Τον άνδρα που λίγο πριν ξεψυχήσει, την κοπανούσε με όλη του τη δύναμη στο πρόσωπο με μια καραμπίνα, κορυφώνοντας έναν βασανισμό που διήρκησε πολλές, πολλές ώρες. Κι όλα αυτά, και πολλά ακόμα, μπροστά στα μάτια των παιδιών τους, δύο κοριτσιών 6 και 8 ετών. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η χώρα της θα αποσυρόταν από τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, την πρώτη δεσμευτική συνθήκη στον κόσμο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, η οποία προέβλεπε ακριβώς αυτό που λείπει δραματικά αυτή τη στιγμή, σε μέρη όπως η Τουρκία: σαφές νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας και παρόμοιων εγκλημάτων με κριτήριο το φύλο.

Μελέκ Ιπέκ, μια γυναίκα σύμβολο στον αγώνα κατά της έμφυλης βίας

Η Μελέκ Ιπέκ ήταν το σαδιστικό υποκείμενο του συζύγου της ο οποίος την κατακρεουργούσε ψυχικά και σωματικά για χρόνια. Η περιγραφή της τελευταίας φοράς που ο Ραμαζάν άγγιξε τη γυναίκα του είναι χαρακτηριστική: «Μου έδειξε το τουφέκι. Τον παρακαλούσα να μην μας σκοτώσει, να πάψει πια. Όταν συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο να πυροβολήσει στ’ αλήθεια, πήγα μπροστά από τα παιδιά μου. Οι δύο κόρες μου έκλαιγαν αγκαλιασμένες. Έσπρωξα το τουφέκι από τα χέρια του, στόχος μου ήταν να διώξω τα παιδιά μου από το δωμάτιο. Εν τω μεταξύ, αυτός πυροβόλησε κιόλας, η σφαίρα ευτυχώς βγήκε έξω από το παράθυρο. Η άντρας μου μού έδειξε ξανά το τουφέκι και τον παρακάλεσα να μην πυροβολήσει ξανά. Αυτή τη φορά κατεύθυνε το τουφέκι προς τα παιδιά μας».

«Με απείλησε ότι πρώτα θα με κάνει να δω τις κόρες μου νεκρές κι ύστερα θα σκότωνε κι εμένα. Φοβόμουν πολύ, έτρεμα. Με χτύπησε στο κεφάλι και στο πρόσωπο με τη λαβή του όπλου. Με έσυρε από τα μαλλιά στο άλλο δωμάτιο και με χτύπησε με τα πόδια του και τα χέρια του κι εκεί, καθώς ήμουν πεσμένη κάτω. Πήρε το τηλέφωνο από την τσέπη μου και συνέχιζε να με βαράει στο πρόσωπο.Μου είπε να κάνω ησυχία, αλλά εγώ ούρλιαζα μέχρι που με έσφιξε τόσο πολύ στον λαιμό που υποθέτω ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Κατάλαβα πως με είχε βιάσει ενώ ήμουν αναίσθητη» περιγράφει η Μελέκ Ιπέκ. «Ο άντρας μου έκανε μπάνιο και καθάριζε τους τοίχους από ίχνη αίματος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ύστερα, άρχισε πάλι τις απειλές, αυτή τη φορά με ένα μαχαίρι που ακουμπούσε κάτω από το στήθος μου, μια κάτω από τον αριστερό μαστό, μια κάτω από τον δεξιό. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Του ζήτησα να αφαιρέσει τις χειροπέδες, αλλά μάταια».

«Εκείνος συνέχιζε τις απειλές ότι θα με σκοτώσει το επόμενο πρωί και τέτοια. Τα κορίτσια μου ήταν στο άλλο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί φοβόμουν και κρύωνα. Το πρωί αυτός έφυγε για την πρωινή προσευχή και με άγριο ύφος μας είπε να τον περιμένουμε. Με δυσκολία σύρθηκα και εντόπισα το όπλο.

Κατάφερα να το κρατήσω στα χέρια μου και τον περίμενα να γυρίσει, με σκοπό να τον φοβίσω και να τον κάνω να σταματήσει. Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, εγώ στεκόμουν στην άκρη, τρόμαξα και το όπλο εκπυρσοκρότησε. Πρώτα, σκέφτηκα ότι μόλις είχα σκοτωθεί μόνη μου. Ύστερα, τον είδα νεκρό, πεσμένο κάτω, να αιμορραγεί.

Πήρα αμέσως τηλέφωνο για να ενημερώσω την χωροφυλακή ότι είχα μόλις πυροβολήσει τον άντρα μου. Η πόρτα χτύπησε, η χωροφυλακή και το ασθενοφόρο ήρθε. Ο χωροφύλακας έβγαλε τις χειροπέδες μου και ντύθηκα. Έχω μετανιώσει που αφαίρεσα μια ζωή, αλλά αν δεν το έκανα θα είχαν χαθεί τρεις: η δική μου και, κυρίως, των δύο μου παιδιών».

Όπως δήλωσε ο δικηγόρος της, όταν την επισκέφθηκε στη φυλακή και τη ρώτησε πώς είναι, η Μελέκ Ιπέκ του απάντησε: «Τουλάχιστον εδώ δεν θα με δείρει κάποιος απόψε». «Ο πατέρας μου δεν θα έρθει ποτέ ξανά, σωστά; Δεν θα με κακοποιεί κανείς πια» ήταν η αντίδραση της κόρης τους. Πλέον καμία τους, δεν έχει να φοβάται τίποτα. Έχουν η μία την άλλη. Είναι ελεύθερες.