ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Πόσο καθοριστική μπορεί να είναι η σχέση της μητέρας με τον γιο της για την ενήλικη ζωή του;

Unsplash

Συχνά βλέπουμε άντρες που ενώ στις επαγγελματικές και κοινωνικές τους σχέσεις είναι δυναμικοί και ανεξάρτητοι, στη σχέση με τη μητέρα τους διατηρούν μια ιδιότυπη εξαρτητική σχέση. Ίσως η πιο έντονη και εξελικτική σχέση των ανθρώπων είναι αυτή με τη μητέρα τους, η οποία άλλωστε διαδραματίζει και τον πιο καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. 

Η σχέση μητέρας – γιου είναι μια σχέση πρότυπο. Τα αγόρια μαθαίνουν μέσα από τη σχέση αυτή, πώς να συμπεριφέρονται στο άλλο φύλο, αν θα είναι ισότιμα, υποταγμένα ή κυρίαρχα. Έτσι, αγόρια που έχουν γαλουχηθεί από τη μητέρα ότι αξίζουν να είναι «οι αφέντες του σπιτιού», ενώ η ίδια ήταν διαρκώς εκεί για να ικανοποιεί ακόμη και την πιο παράλογη επιθυμία τους, περιμένουν συνήθως στις αισθηματικές τους σχέσεις να τους δίνονται τα πάντα χωρίς εκείνα να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο. Αντίθετα, αγόρια που μεγαλώνουν με μια δοτική μητέρα που θέτει όρια στη σχέση τους, μαθαίνουν να αποδέχονται την αξία του αντίθετου φύλου, να διαχωρίζουν τις προσωπικές τους επιθυμίες από αυτές του συντρόφου τους και να τις σέβονται ακόμα και αν δεν συμφωνούν. 

Το υπόβαθρο στη σχέση μητέρας- γιου

Το αγόρι συχνά «γονεοποιείται» προκειμένου να προστατεύσει τη μητέρα του. Το αίσθημα της προστασίας είναι μεγαλύτερης διάρκειας και ιδιαιτέρως πιο έντονο όταν ο πατέρας είναι απών από το σπίτι. Σε οικογένειες όπου οι γονείς δεν έχουν στενή σχέση και επικοινωνία, το παιδί, ακόμα και υποσυνείδητα, διαισθάνεται από τη μητέρα ότι πρέπει να καλύψει το κενό. Όταν αυτή η αίσθηση ενδυναμώνεται από φράσεις όπως «μόνο εσένα έχω», το παιδί αισθάνεται μια μεγάλη ευθύνη και ενοχές απέναντι στη μητέρα. Συχνά οι μητέρες αναφέρουν με μεγάλη υπερηφάνεια «είσαι ο άντρας του σπιτιού» επιφορτίζοντας τους γιους τους με ρόλους που δεν είναι ώριμοι να δεχτούν και χάνουν το ρόλο τους ως παιδιά. 

Επίσης, μια μητέρα προκειμένου να νιώσει αποδοχή και επιθυμητή όταν ο σύζυγός της δεν της συμπεριφέρεται όπως θα ήθελε τον υποκαθιστά με το γιο της, χωρίς βέβαια να διαισθάνεται πόσο μεγάλο βάρος είναι αυτό για το παιδί ή ενήλικα αργότερα και πως αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλες νευρώσεις στο μέλλον. Το γεγονός ότι η μητέρα θέλει να προβάλει στα παιδιά της τις δικές της επιθυμίες φτάνοντας στα όρια της καταπίεσης, καθιστά το παιδί εγκλωβισμένο υπό τον έλεγχό της χωρίς αυτοτελή προσωπικότητα.

Η έλλειψη ορίων

Η έλλειψη ορίων στη σχέση μητέρας-γιου επιφέρει σοβαρότατα προβλήματα και στην έγγαμη ζωή καθώς έρευνες δείχνουν ότι τα έγγαμα ζευγάρια έρχονται συχνότερα στον ψυχολόγο για βοήθεια αναφορικά με την παρεμβατικότητα της μητέρας του άνδρα από ό,τι τα άγαμα ζευγάρια. Ενώ η παρεμβατικότητα της μητέρας οδηγεί το ζευγάρι σε συναισθηματική αποξένωση και προβλήματα επικοινωνίας.

Η μητέρα που έχει οριοθετήσει τη σχέση με τον γιο της, τον βοηθάει να νιώθει αυτάρκης, να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να μην είναι εξαρτημένος πάντα από μια γυναίκα, να τον φροντίζει και συμβάλλει στη διαμόρφωση της ψυχικά υγιούς προσωπικότητάς του. 

Χρήσιμα tips στη σχέση μητέρας- γιου:

  • Η μητέρα δεν πρέπει να βλέπει τον γιο της ως υποκατάστατο του ανεπαρκούς συζύγου
  • Ο γιος οφείλει να εκτιμά την προσφορά της μητέρας αλλά να θέτει όρια στην παρεμβατικότητά της
  • Ο έγκαιρος απογαλακτισμός του παιδιού έχει αμφίδρομα θετικό αντίκτυπο, η μεν μητέρα συνειδητοποιεί ότι το παιδί μεγαλώνει και ανεξαρτητοποιείται το δε παιδί αρχίζει τα πατάει στα πόδια του 
  • Η σχέση μητέρας-γιου δεν πρέπει να βασίζεται στην εξάρτηση και την υποχρέωση αλλά στον σεβασμό του ενός για τη ζωή του άλλου
  •  Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει ένας γιος να σέβεται τις άλλες γυναίκες είναι η μητέρα να εμπνέει  σεβασμό για τον εαυτό της
  • Όταν ο γιος  δεν έχει μάθει να θέτει όρια με τη μητέρα του, δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε μια συντροφική σχέση, εμφανίζοντας είτε συμπεριφορές υπερβολικής ευαισθησίας και δειλίας είτε αυστηρότητας και εγωκεντρισμού.
  • Κάθε σχέση μητέρας παιδιού οφείλει να την διέπουν τα όρια  έτσι ώστε να προστατεύσουν αυτή τη σχέση

*Ευχαριστούμε τη Φραντζέσκα Καραγιάννη, MSc Κλινική Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια