ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ο πραγματικός λόγος που ποστάρεις φωτογραφίες με το μαγιό

Pexels

Αν χρησιμοποιείς social media, είτε παθητικά και απλά κάνεις το scroll σου ρουφώντας εικόνες, είτε ενεργητικά ανεβάζοντας και στιγμές από τη δική σου ζωή, τότε σίγουρα οι φωτογραφίες με μπικίνι (όχι αυτές με τις φίλες, οι άλλες με τις πόζες) είναι ένα είδος περιεχομένου με το οποίο είσαι εξοικειωμένη.

Εδώ και αρκετά χρόνια που προσπαθώ να αγαπήσω τον εαυτό μου και να τον διαμορφώσω εσωτερικά και εξωτερικά με τρόπο τέτοιο που θα με φέρει πιο κοντά στα επίπεδα της αυτοεκτίμησης και αποδοχής του που επιθυμώ, με πιάνω συχνά να πέφτω στην παγίδα των φωτογραφιών με μαγιό. Να καταναλώνω περιεχόμενο με μπικίνι, γνωρίζοντας ότι δεν είναι αληθινό, ότι έχει υποστεί επεξεργασία ή φταίει το φως και η συγκεκριμένη πόζα για την ανυπαρξία ψεγαδιών, αλλά παράλληλα να ζηλεύω που δεν είμαι έτσι και να θέτω ως στόχο αυτά τα μη ρεαλιστικά κορμιά. 

Ένα άλλο κομμάτι της ασυνείδητης κατανάλωσης του μπικίνι-περιεχομένου, είναι και η παραγωγή αυτού, στην οποία μας ωθεί. Όταν όλα γύρω μας φωνάζουν «αγάπα τον εαυτό σου όπως είναι» και «αποδοχή του σώματος» και «θετικότητα για όλα τα κορμιά», εύλογα οδηγείται κανείς στη λήψη εικόνων με το μαγιό του. Το αγαπώ, γιατί να μην το δείξω;

Γιατί το κάνουμε αλήθεια; Αν εμείς οι ίδιοι δεν αγαπάμε αρκετά το σώμα μας, τι περιμένουμε ότι θα συμβεί με τυχόν επιβεβαίωση που μπορεί να έρθει από αγνώστους; Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που ανεβάζουμε φωτογραφίες με μαγιό – όσοι/ες δεν πληρωνόμαστε γι’ αυτό τέλος πάντων; Μίλησα με την ψυχολόγο, Αγγελική Τζάνου και μου έδωσε τα επαγγελματικά της φώτα σχετικά με τα πιο μύχια κίνητρα γύρω από αυτή μας την «ανάγκη». 

«Οι περισσοτεροι ζούμε στα social media τόσο απορροφημένα και καθημερινά, που είναι πολύ έντονη και η επίδρασή τους, τόσο στο παρόν όσο και στην εικόνα που δημιουργούμε για τον μελλοντικό μας εαυτό. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν άπλετο χώρο να δείξουμε τον εαυτό μας όσο και όπως εμείς θέλουμε να μας δουν οι άλλοι. Και είναι αληθινά εθιστικό να βλέπεις αντίστοιχα και τους άλλους. Είναι άλλωστε τόσο μεγάλο το ποσοστό όσων επιλέγουν να εκθέσουν και να μοιραστούν μέρη της ζωής – και του σώματός τους – online.

Ποιο είναι άραγε το κέρδος σε αυτό τελικά;

Με αυτές τις σκέψεις, τα πρώτα συμπεράσματά μου, με ευκολία μπορούν να υποστηριχθούν από τις παλιές θεωρίες στην ψυχοθεραπεία, αλλά και από τις σύγχρονες και πραγματικά πάρα πολλές ερευνητικές μελέτες της επιστημονικής κοινότητας των ψυχολόγων. Πιο συγκεκριμένα, η δύναμη που έχει η εικόνα μας και η βαρύτητα που έχει για να μας αγαπήσουν οι γύρω μας, ειναι γεγονός.

Χρησιμοποιούμε πλέον τα σύγχρονα Μέσα (βλεπε μεσα κοινωνικής δικτυωσης, κάμερες και φωτογραφικούς φακούς, φιλτρα και ποζες) με την ελπίδα πως θα διασφαλίσουμε την αποδοχή και την αγάπη των αλλων.

Όμως, τις περισσότερες φορές οι προσπάθειες είναι μάταιες ή δεν έχουν αποτελέσματα μεγάλης διάρκειας.

Προκειται για μια πραγματικότητα, αυτή της πόλωσης, όπως υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Δηλαδή, χωριζόμαστε σε δυνατούς και αδύναμους, σε όμορφους και άσχημους, σε δημοφιλείς και έχουμε έναν καθρέφτη να μας διαχωρίζει, να συντηρεί και να ενισχύει όλη αυτή τη διαμάχη. Πώς θα γίνει να μην είμαι άσημος και ασήμαντος και χωρίς δύναμη κοινωνικά/εργασιακά/ερωτικά/κλπ; Με ποιον τρόπο θα καταφέρω να είμαι και εγώ στην ομάδα των λαμπερών και δημοφιλών προσώπων; Μέσα από τα πρότυπα που αναπαράγονται αδιάκοπα, η συνεχής σύγκριση και οι εξιδανικευμένες φαντασιώσεις που δημιουργούνται, είναι οι πιο συχνές, δυσφορικές συνέπειες αυτής της έκθεσης.

Όσο ενισχύεται αυτός ο τέλειος και ψευδής εαυτός, τόσο πιο βαθιά και ντροπιασμένα κρύβεται η πραγματικότητά μας, με τις αδυναμίες και τις ατέλειες, με τα ψεγάδια και τα σκοτεινά μας σημεία.

Δημιουργείται λοιπόν ένας διαχωρισμός μεταξύ των όσων είναι αποδεκτό να έχω και όσων είναι απαραίτητο να κρύψω. Και πάνω σε αυτό, έχουν βρει χώρο και χρόνο να αναπτυχθούν φίλτρα και φωτογραφικές πόζες που εγγυώνται τα καλύτερα και πιο ψευδή αποτελεσματα.

Για να συμβαίνουν αυτά στο παρόν μας βέβαια, και χωρίς μάλιστα να αναγνωρίζουμε εύκολα τα δυσάρεστα συναισθήματα που βιώνουμε με κάθε νέα φωτογραφία παραλίας που ανεβαζουμε εμείς ή κάποιος άλλος, οι ρίζες ειναι αρκετά βαθιές. Μεγαλώνοντας σε ενα περιβάλλον συνεχούς σύγκρισης (με αδελφια, ξαδελφια, φίλους, συμμαθητές και με την προσοχή μας στο «τι θα πει η γειτονια/οι άλλοι», ειναι φυσικό επακόλουθο να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με αγνωστους στα social media. Αναζητούμε την αποδοχή και την αναγνώριση από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε πραγματικά, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε στα πρότυπα που επιβάλλουν. Και αυτό είναι που έχουμε μάθει να κάνουμε από την παιδική μας ηλικία. Προκειται για μια ενήλικη έκδοση της τότε αυτόματης σκέψης και συμμόρφωσης “αφού) ο μπαμπάς/η μαμά θαυμάζουν και αγαπούν και λένε τόσο καλά λόγια για τ@ Χ, θα κανω ό,τι και εκειίν@ και ακόμα καλύτερα για να με δουν και εμένα!“. Ο λόγος; Θα μπορούσαμε να συνδέσουμε όλα τα παραπάνω με το ναρκισσιστικό πλήγμα – αυτή την τραυματική εμπειρία που μας έμαθε συνειδητά ή ασυνείδητα να αποκρύπτουμε τις αδυναμίες μας και να παρουσιάζουμε έναν τέλειο (δηλαδή ψευδή εαυτό, στον οποίο δεν επιτρέπεται λάθος, αλλά δεν αποδίδεται και αναγνώριση ή/και αποδοχή. Γιατί είναι αναγκη μας πολύ σημαντική να μας βλέπουν, να μας αποδέχονται και να μας αγαπούν και όταν αυτό δεν γίνεται, αυτομάτως μπαίνει σε λειτουργία ο μηχανισμός άμυνας για να μην πληγωθούμε – ξανά. »

Αγγελική Τζάνου
Ψυχολόγος – Gestalt & Γνωσιακή-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεύτρια