ΥΓΕΙΑ

Έτσι εξηγείται η απώλεια όσφρησης στη μακρά COVID

Pexels

Ενώ τα συμπτώματα του COVID-19 μπορεί να περάσουν γρήγορα, μερικοί άνθρωποι έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Ο όρος «σύνδρομο μακρά COVID» περιλαμβάνει τα συμπτώματα, αλλά και τις επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) που εμμένουν ή εμφανίζονται τέσσερις εβδομάδες μετά τη λοίμωξη.

Ανάμεσα στα πιο κοινά συμπτώματα που παρουσιάζουν τα άτομα με μακρά COVID είναι κόπωση (51%), η απώλεια όσφρησης (37%), η δύσπνοια (36%), ακολουθούμενα από δυσκολία συγκέντρωσης (28%). Οι επιστήμονες τώρα ανακαλύπτουν τον βασικό λόγο για τον οποίο οι ασθενείς με μακροχρόνια CoVID παρουσιάζουν μακροχρόνια απώλεια όσφρησης.

Αν και αυτό το σύμπτωμα έχει γίνει λιγότερο συχνό, καθώς εξαπλώνονται νεότερες παραλλαγές, το 2020 μια ξαφνική απώλεια όσφρησης ήταν μια άμεση ένδειξη ότι πρέπει να κάνουμε τεστ για COVID-19. Και παρόλο που αυτή η απώλεια όσφρησης ήταν προσωρινή για πολλούς, για άλλους αυτή η αίσθηση δεν επέστρεψε ποτέ στο κανονικό, με αποτέλεσμα εκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο να παλεύουν με την απώλεια όσφρησης για μήνες ή και χρόνια.

Έτσι εξηγείται η απώλεια όσφρησης στη μακρά COVID Pexels

Για να ανακαλύψει τους μηχανισμούς πίσω από αυτό, μια νέα μελέτη εξέτασε δείγματα οσφρητικού επιθηλίου που συλλέχθηκαν από 24 άτομα, συμπεριλαμβανομένων εννέα ατόμων που παρουσίασαν μακροχρόνια απώλεια της όσφρησής τους λόγω κρούσματος COVID-19.

«Ένα από τα πρώτα συμπτώματα που έχει συνήθως συσχετιστεί με τη μόλυνση από COVID-19 είναι η απώλεια όσφρησης», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας της νέας έρευνας, Bradley Goldstein

«Ευτυχώς, πολλοί άνθρωποι που έχουν αλλοιωμένη αίσθηση όσφρησης κατά την οξεία φάση της ιογενούς λοίμωξης θα ανακτήσουν την όσφρηση μέσα στις επόμενες μία έως δύο εβδομάδες, αλλά κάποιοι όχι. Πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα γιατί αυτό το υποσύνολο ανθρώπων θα συνεχίσει να έχει επίμονη απώλεια όσφρησης για μήνες έως χρόνια μετά τη μόλυνση με SARS-CoV2».

Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2022, έως και το 5% των επιζώντων του COVID-19 αντιμετωπίζουν μακροχρόνια απώλεια όσφρησης, που ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί πρακτικά σε 15 εκατομμύρια ανθρώπους. Και εξακολουθεί να συμβαίνει, ακόμα κι αν το ποσοστό έχει μειωθεί καθώς περίπου το 17% των ανθρώπων έχασαν την όσφρησή τους λόγω της παραλλαγής Omicron το 2021.

Η πραγματική αιτία πίσω από την απώλεια όσφρησης στη μακρά COVID

Σε αυτήν την πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεταξύ εκείνων που έπασχαν από χρόνια απώλεια όσφρησης μετά από μόλυνση από COVID-19, υπήρχε φλεγμονή στον ιστό της μύτης όπου βρίσκονται τα νευρικά κύτταρα της όσφρησης και ότι υπήρχαν επίσης λιγότεροι οσφρητικοί νευρώνες συνολικά σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου, για τις οποίες οι ερευνητές υποπτεύονται ότι μπορεί να οφείλονται σε βλάβη από τη φλεγμονή.

Σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Translational Medicine, οι ερευνητές περιγράφουν πως δεν βρήκαν ανιχνεύσιμο SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί το COVID-19, στα άτομα, αλλά η συνεχιζόμενη φλεγμονή παρ’ όλα αυτά παρέμενε σε άτομα με χρόνια προβλήματα όσφρησης.

Οι ερευνητές έλαβαν επιπλέον δείγματα από εκείνους που υπέφεραν από χρόνια απώλεια όσφρησης για τουλάχιστον τέσσερις μήνες από τότε που προσβλήθηκαν από τον COVID-19.  Διαπίστωσαν ότι στους προσβεβλημένους ασθενείς που είχαν προηγουμένως COVID-19, μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος είχε απορριφθεί. Tα Τ-κύτταρα στα οσφρητικά δείγματα λειτουργούσαν συνεχώς, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη φλεγμονή.

 

 

Η δουλειά των Τ-κυττάρων είναι να επιτίθενται σε συγκεκριμένα ξένα σωματίδια για να βοηθήσουν το σώμα να καταπολεμήσει έναν ιό, αλλά σε αυτούς τους ασθενείς, ο ιός είχε εξαφανιστεί προ πολλού.

«Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά», είπε ο Goldstein. «Μοιάζει σχεδόν με ένα είδος αυτοάνοσης διαδικασίας στη μύτη».

Τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς ουσιαστικά εξηγεί την πραγματική αιτία πίσω από την ανοσμία. Ωστόσο, οι ερευνητές χαρακτήρισαν ενθαρρυντικό ότι, παρά τη βλάβη στους οσφρητικούς νευρώνες, ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς φαίνεται να διατηρούν εν μέρει την ικανότητα αποκατάστασης της λειτουργίας τους σταδιακά. Οι επιστήμονες ελπίζουν επίσης ότι, τώρα που φώτισαν τον βιολογικό μηχανισμό της βλάβης, θα βρουν νέες θεραπείες για το πρόβλημα, ώστε να μπορούν να αποκαθιστούν σε ένα βαθμό τουλάχιστον την αίσθηση της όσφρησης.