Νέλλη Γκίνη: “Ο,τι έκανα στη ζωή μου ήταν επιλογή μου. Δε μετανιώνω για τίποτα”
- 31 ΙΑΝ 2019
Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την ενέργεια της Νέλλης Γκίνη; Μιας ηθοποιού που δουλεύει ακούραστα στο θέατρο από τα 15 της, κι αργότερα στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο αλλά και τα νυχτερινά κέντρα; Είναι η παιδική σχεδόν διάθεση που φαίνεται στα λόγια και τις κινήσεις της από το «χαίρω πολύ» ακόμα. Συναντηθήκαμε στο Μοναστηράκι, και ο αυθορμητισμός της με συνεπήρε. Η διάθεσή της να κάνει πράγματα, να κανονίσει ραντεβού, να φωτογραφηθεί και μου μιλήσει, όλα μαζί την ίδια ώρα, ήταν το λιγότερο εντυπωσιακή. Και κάπως έτσι, πριν ακόμα ξεκινήσω να τη μαγνητοφωνώ κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη επιλογή από εκείνη για τον ρόλο της τρομερά δραστήριας και σύγχρονης γιαγιάς στην παράσταση «Το πιο τρελό τριήμερο» στο θέατρο Ήβη.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
«Η Κέλλυ Σταμουλάκη θεωρώ ότι ξέρει πάρα πολύ καλά το παιδικό θέατρο, είναι σκηνοθέτης και συγγραφέας της παράστασης και την εκτιμώ πολύ. Όταν με πήρε τηλέφωνο και μου το πρότεινε μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα και το κείμενο, είναι πολύ επίκαιρο έχει να κάνει με το Internet και την επιρροή που ασκεί πάνω στα παιδιά μας και το βρήκα πολύ όμορφο» μου λέει για την παράσταση η ίδια και ρωτώ πώς τα πάει η ίδια με την τεχνολογία. «Στο Instagram μόνο δεν είμαι, θέλω να κάνω, άλλα γενικά μια χαρά τα καταφέρνω. Είναι ανάγκη της εποχής. Απλά είμαι υπέρ του μέτρον άριστον κι αυτό νομίζω ότι πρέπει να διδάξουμε και στα παιδιά μας. Γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η παράσταση, γιατί αυτό διδάσκει. Ότι ναι μεν χρειάζεται, δεν υπάρχει περίπτωση, η τεχνολογία τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και δεν μπορούμε να μένουμε πίσω, αλλά ας έχουμε ένα μέτρο» θα μου πει.
Την ρωτάω αν πάντα την διέκρινε αυτό το μέτρο στη ζωή της και μου λέει ότι είναι κάτι που το έχει διδαχθεί από τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε. Εκτός από μέτρο, το μεγάλωμά της είχε και πολλή μουσική, και θέατρο σχεδόν από πάντα.
«Έχω ξεκινήσει από το παιδικό θέατρο, 12 χρονών παιδάκι. Το τραγούδι ήρθε πολύ πολύ αργότερα στη ζωή μου. Υπήρχε πάντα δηλαδή αλλά μέσα από τον πατέρα μου ο οποίος ήταν παλιά μουσικός, Κερκυραίος ον. Θυμάμαι πολύ όμορφα κάτι καλοκαίρια να καθόμαστε και ο πατέρας μου είτε με το ακορντεόν είτε με την κιθάρα μαζί με κάποιους θείους να παίζουν και να σιγοτραγουδώ παιδάκι δίπλα του. Το τραγούδι όμως σαν επάγγελμα ήρθε πολύ αργότερα. Ξεκίνησα με το παιδικό θέατρο και έδωσα πολύ πιτσιρίκα στα 15 μου στα ταλέντα στο θέατρο Βέμπο. Κριτική επιτροπή για να καταλάβεις ήταν η Έλλη Λαμπέτη, ο Χορν, ο Χρήστος Ευθυμίου, η Σοφία Βέμπο, ο Τζώρτζης Βέμπο, ο Γιάννης Φλερύ, η Λίντα Άλμα, τέτοιες προσωπικότητες. Πέρασα και μπήκα στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, όπου είχα κάνει και την προετοιμασία μου. Ο δάσκαλός μου είχε ιδρύσει το Athens Drama Company και μου πρότεινε με τη συγκατάθεση των γονιών μου να πάμε περιοδεία Αυστραλία – Νέα Ζηλανδία, με Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Λυσιστράτη και με το χορόδραμα Το Μοναστηράκι. Έκανα και την πρώτη μου εμφάνιση, λοιπόν τότε, και το πρώτο μου υπερατλαντικό ταξίδι μαζί. Από τότε νομίζω ότι η ζωή δεν σταμάτησε ποτέ. Πάνω σε ένα αεροπλάνο, σε ένα αυτοκίνητο, να τρέχω από δουλειά σε δουλειά. Κάπου το 71 έρχεται η τηλεόραση και ο κινηματογράφος και κάπου στο 74- 76 έρχεται και το τραγούδι», διηγείται και με συνεπαίρνει σε αυτό το ταξίδι.
Η ζωή μου ήταν μια δημιουργική, ευχάριστη τρεχάλα.
Η ίδια είχε από νωρίς αντιληφθεί την καλλιτεχνική φύση της. «Το ήθελα από μικρή, στα 8 μου η δασκάλα μου είχε προτείνει στους γονείς μου να ακολουθήσω τον καλλιτεχνικό δρόμο. Μου άρεσε, μου αρέσει, και εύχομαι ο θεός να μου χαρίζει υγεία να τρέχω όπως τρέχω όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν ένα τυχερό παιδί. Ήμουν τυχερή και όταν ξαφνικά ήρθε ο Πρετεντέρης που με είχε πάρει για ένα πέρασμα ένα μικρό ρολάκι στον Κύριο Συνήγορο, και μου είπε «Δεν έρχεσαι να κάνεις έναν ρόλο στη “Γειτονιά”, τη γυναίκα του Γιασού, η οποία ήταν και η τραγική γυναίκα της ζωής του. Μπαίνω, λοιπόν, στη Γειτονιά και στην πρώτη σκηνή ο Γιασός με αγκαλιάζει και μετά πάει να με πνίξει. Αυτή η σκηνή έγινε αιτία να παιχτεί και να ξαναπαιχτεί το επεισόδιο και για κάποιο λόγο εγώ έγινα μέσα από αυτό η Μαρίνα της Γειτονιάς. Γι’ αυτό λέω ότι ήμουν πολύ τυχερό παιδί», εξηγεί.
Μέσα από την Γειτονιά αλλά και αργότερα τα νυχτερινά κέντρα η Νέλλη Γκίνη γίνεται σταρ και οι φωτογραφίσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ανάμεσά τους και κάποιες φωτογραφίσεις προκλητικές για την εποχή. Πώς και δεν είχε ταμπού να τις κάνει; «Έκανα στο Φαντάζιο φωτογραφίσεις που είχαν μια αισθητική δεν ήταν βρώμικες σε καμία περίπτωση, άλλωστε πολλές από αυτές τις έχω και στις φωτογραφίες προφίλ μου στο Facebook. Η φωτογράφος ήταν η Ευσταθία Ναυπλιώτου, ήταν εκπληκτική στη δουλειά της και είχαμε κάνει πολλά εξώφυλλα μαζί. Μου έδινε τη ζεστασιά και την άνεση να κάνουμε πολύ ωραία πράγματα που μπορεί να έδειχναν προκλητικά αλλά δεν ήταν πρόστυχα», θα μου πει και θα μοιράστω μαζί της την εντύπωση για την αθώα της αντιμετώπιση απέναντι στα πράγματα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν πέφτεις έξω. Θέλω να βλέπω με θετικό μάτι τη ζωή. Δεν ήταν πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα ο δρόμος μου, ούτε στη ζωή μου ούτε και στην καριέρα μου. Έχω περάσει πολλές δύσκολες στιγμές. Στο δικό μας επάγγελμα υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα», σημειώνει και συνεχίζει:
Εκεί που είσαι up, εκεί δε χτυπάει το τηλέφωνο, δεν έχεις δουλειά, έχεις υποχρεώσεις κι εκεί χάνεσαι και μπορεί να ενδώσεις σε δουλειές πιο δεύτερες από αυτές που έχεις συνηθίσει για να ανταποκριθείς και να επιβιώσεις.
Αργότερα θα μου εξηγήσει ότι εκείνη επένδυσε δύο φορές στο θέατρο, έχασε εκατομμύρια δραχμές και συνειδητοποίησε ότι δεν έχει καμία σχέση με τις επιχειρήσεις. Εκείνη όμως η εποχή της τηλεόρασης και της πίστας δεν είχε πολλά χρήματα; «Στην πίστα υπήρχαν χρήματα. Γι’ αυτό και την έκανα», μου λέει και συνεχίζει: «Εγώ το τραγούδι ναι μεν το αγαπάω, και βέβαια το σπούδασα γιατί πάντα ήθελα με ό,τι ασχολούμαι να το βλέπω πιο υπεύθυνα, οπότε πήγα στο εθνικό ωδείο με δασκάλα μου την κα Μαίρη Κωνσταντάρα και έκανα φωνητική, αλλά δεν με τσίγκλαγε ποτέ ιδιαίτερα η πίστα». Αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που την απομάκρυνε από εκεί. «Πρόσεχα τις δουλειές μου, ήταν πολύ καλά τα μαγαζιά της παραλίας που δούλευα, Νεράιδα, Στορκ, Φαντασία και η πίστα σαν πίστα ήταν μαγευτική και τώρα μου λείπει, αλλά ο κόσμος ήταν λίγο διαφορετικός. Από μια στιγμή και μετά, όταν υπάρχει ποτό κάτω υπάρχει μια άλλη αντιμετώπιση και εγώ σαν πιο νέα κοπέλα είχα μια άλλη αντιμετώπιση από τους άνδρες που γίνονταν πιεστικοί κάποια στιγμή. Ένιωθα δυσάρεστα. Βέβαια φαινόταν όμορφο να σου στρώνει ο άλλος την πίστα με κόκκινα γαρύφαλλα, και στη μέση να είναι ένα καλαθάκι με το μονόπετρο μπριγιάν μόνο μέσα. Ήταν ένα δώρο από έναν εφοπλιστή, που το έκανε μία, το έκανε δύο, εγώ δεν το δεχόμουν ποτέ και εκείνος το έπαιρνε πίσω. Αλλά από την άλλη ήταν και πολύ προκλητικό. Αυτός θεωρούσε ότι έτσι θα δείξει την αγάπη του αλλά εγώ το θεωρούσα άσχημο. Ένας άλλος με κυνηγούσε με καδένες χρυσές, τις έστελνε στο καμαρίνι με τον σερβιτόρο και πάλι και πάλι και σου λέει κάποτε θα βαρεθεί να τις στέλνει πίσω. Όχι ποτέ δεν τα δεχόμουν. Δεν μου άρεσαν αυτά, δεν με ενδιέφερε» σημειώνει.
Αυτά που λένε για τα κλειστά μικρόφωνα, εκείνη τα συνάντησε; «Εννοείται υπήρχαν όλα αυτά. Είναι πικρές αλήθειες που τις περισσότερες φορές δεν τις λέμε. Εγώ δεν είμαι και κακοπροαίρετη, ότι με πληγώνει το διαγράφω από τη μνήμη μου και εννοείται ότι έχω πληγωθεί πάρα πολύ δυνατά στη ζωή μου, και από συναδέλφους μου, από ανθρώπους που τους θεωρούσα και φίλους μου αλλά μου γύρισαν την πλάτη σε δύσκολες στιγμές μου, αλλά ok, κοιτάζω μπροστά. Πίσω κοιτάζω μόνο για να διδάσκομαι από τα λάθη μου. Αυτό είναι καλό κι αυτό δίδαξα και στο παιδί μου. Έχω πέσει πολλές φορές κι έχω γονατίσει, βρήκα τη δύναμη και ξανασηκώθηκα».
Κι αν σήμερα ένας άντρας «φοβάται» μια δυναμική γυναίκα, αναρωτιέμαι πόσο εκείνη κάνοντας τρεις δουλειές και ούσα ανεξάρτητη εκείνη την εποχή δυσκολεύτηκε στην προσωπική της ζωή. «Σήμερα όλες οι γυναίκες είμαστε δυναμικές και καλά κάνουμε. Εγώ δεν έζησα τον έρωτα έτσι όπως θα έπρεπε να τον ζήσω στην ηλικία των 18 των 20 των 30 γιατί δεν είχα χρόνο. Ο χρόνος που μου έμενε ήταν από τις 3.30 τη νύχτα που τελείωνα από την πίστα ως τις 7.30 την άλλη ημέρα που είχα και πάλι γύρισμα. Σε αυτές τις ώρες πως να κρατηθεί μια σχέση; Έπρεπε και να κοιμάμαι κάποια στιγμή. Οι σχέσεις μου, λοιπόν, δεν ήταν εύκολες και δεν μπορούσαν να έχουν και διάρκεια. Το καταλαβαίνω όμως αυτό. Όχι πώς δεν ήρθε αργότερα ο έρωτας στην ζωή μου, ήρθε, αγαπήθηκα και αγάπησα πολύ. Αλλά δεν είχα πολύ χρόνο να διαθέσω γι’ αυτό το κομμάτι, ούτε και στην οικογένεια, που θα ήθελα πολύ να έχω δημιουργήσει κι εγώ μία. Δεν το κατάφερα αυτό, έτσι όπως θα ήθελα».
Την κούραση εκείνης της εποχής την θυμάται; «Πολλές φορές προσπαθώ να τα θυμηθώ, γιατί γίνονταν παράλληλα όλα αυτά, από το στούντιο στο θέατρο και από εκεί την πίστα. Δόξα το Θεό δεν έπαθα ποτέ υπερκόπωση. Κοιμόμουν όμως όρθια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την Άννα Κυριακού με την οποία παίζαμε μαζί στη Γειτονιά να λέει κάποια στιγμή “Το κακόμοιρο μωρέ, όρθιο κοιμάται”, που εκείνη το έλεγε με πολλή αγάπη αλλά εμένα μου ακούστηκε πολύ άσχημο γιατί έλεγα “Μα τι κακόμοιρο; Εγώ το αγαπάω πολύ όλο αυτό που κάνω”», θα πει γελώντας.
Την γυρίζω στο θέμα οικογένεια και στον γιο της τον Μάριο και τη ρωτάω αν ήρθε στη ζωή της συνειδητά εκείνο το παιδί. «Έχω έναν γιο δόξα το θεό, ο οποίος ήρθε και με την προτροπή της Ρένας Βλαχοπούλου. Κάποιοι άνθρωποι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας που μου έδωσε το χέρι παίρνοντάς στις ταινίες που έκανε τότε, η Ρένα που μου είπε κάποια στιγμή “Κάνε ένα παιδί μωρή, για ποιον δουλεύεις; Δεν θα μπορείς μετά και θα κοιτάνε οι συγγενείς να στα φάνε”. Είχε τις δικές της εμπειρίες εκείνη και τα έλεγε. Οπότε το σκέφτηκα κάποια στιγμή, και μετά ήρθε εντελώς ξαφνικά στη ζωή μου. Είχε προηγηθεί μια άτυχη στιγμή που είχα μείνει πάλι έγκυος τότε με τον Μιχάλη Ζαμπέτα και δεν το κράτησα . Είχα θεωρήσει ότι δεν θα μου ξαναδωθεί η ευκαιρία και με ευλόγησε η Παναγιά γιατί εκεί γύρω στον Δεκαπενταύγουστο τον έπιασα γι’ αυτό και τον έβγαλα Μάριο και τον βάφτισα Δεκαπενταύγουστο».
Το παιδί άλλαξε τη ζωή μου. Είχα πια στόχους, είχα σκοπό, δεν ήμουν μια κοπέλα που απλά δούλευα και ζούσα την οικογένεια μέσα από τα αδέρφια και τα ανίψια μου. Όταν ήρθε το παιδί μου, εκεί απόλαυσα κι εγώ επιτέλους αυτό το πράγμα που λέγεται οικογένεια. Μονογονεϊκή οικογένεια, αλλά οικογένεια.
Τη ρωτάω γιατί δεν αποκάλυψε τότε το όνομα του πατέρα του Μάριου. «Αργότερα το αποκάλυψα , ήταν ο Βασίλης Ραγκάνης που δεν ζει πια. Ο Μάριος έχει άλλα τέσσερα αδέρφια στη Θεσσαλονίκη με τα οποία συναντιούνται κάτι που επεδίωξαν μόνα τους. Δεν ενόχλησα ποτέ και έπρεπε να γίνει έτσι, κι έτσι έγινε. Αλλά ήρθα ένα παιδί από έρωτα. Το θεώρησα ευλογία», θα μου πει. Σήμερα ο γιος της είναι 31 ετών, «ασχολείται και αυτός με το τραγούδι, κατά κόσμον είναι Boem, και η δουλειά αυτη είναι αγάπη και ανάγκη του. Το βλέπω ότι το αγαπάει πολύ, προσπαθεί μόνος του, δεν θέλει να τον βοηθάω και καλά κάνει και το σέβομαι πολύ. Αγωνίζεται μόνος του, κάνει 100 διαφορετικές δουλειές προκειμένου να κάνει αυτό που αγαπάει» λέει με περηφάνια.
Γιαγιά θέλει να γίνει; «Πολύ. Ειλικρινά τα τελευταία χρόνια νιώθω έντονα την ανάγκη να είχα γίνει και γιαγιά. Όσο με κρατάει ο θεός στα πόδια μου και είμαι γερή για να το πάρω να το τρέξω, να φανώ χρήσιμη. Αλλά και πάλι δεν επεμβαίνω καθόλου στη ζωή του. Σήμερα, δυστυχώς, στα νιάτα δεν έχει δοθεί το δικαίωμα να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα, στα παιδιά που είναι στην ηλικία του Μάριου δηλαδή. Την αγαπάει ο Μάριος την οικογένεια, θα ήθελε να αποκτήσει αλλά οικονομικά δεν μπορεί να σταθεί ακόμα. Και θέλει να σταθεί στα δικά του πόδια και έτσι πρέπει», εξηγεί.
Το κομμάτι των σχέσεων παραμένει πάντως ανοιχτό στη ζωή της και η ίδια δηλώνει πώς θα καλωσόριζε έναν σωστό σύντροφο στη ζωή της. «Θέλω αν έρθει καλώς να έρθει στη ζωή μου. Είμαι πολλά χρόνια μόνη μου και το διαχειρίζομαι μια χαρά. Τώρα που έφυγε τελείως ο Μάριος που εδώ και έναν χρόνο ζει με το κορίτσι του, υπάρχουν αρκετές στιγμές μοναξιάς. Υπάρχουν περίοδοι που τρέχω πολύ όπως τώρα αυτή την εποχή, υπάρχουν και στιγμές που είναι πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Κι επειδή δεν είμαι άνθρωπος και του έξω πολύ και οι φίλοι μου είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, έχω φιλίες 30 και 35 ετών, μένω πολλές ώρες στο σπίτι. Εκεί νιώθω τη μοναξιά έντονα να μου χτυπά την πόρτα. Θα ήθελα να έχω έναν σύντροφο και αυτό το νιώθω τώρα κανά δυο χρόνια έντονα αλλά είναι να σου τύχει και δεν νομίζω ότι είναι εύκολο», σημειώνει.
Περί μετάνοιας μιλώντας μετά θα μου πει: «Πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου έπαιζε η δουλειά μου, μέχρι που ήρθε ο Μάριος, να κι ένας άντρας που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου. Δεν μετανιώνω όμως για τίποτα. Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου ήταν επιλογή μου και δεν μετανιώνω τίποτα κι αν γύρναγα πίσω ίσως πάλι το ίδιο θα έκανα. Γιατί; Επειδή αγαπώ πολύ αυτό που κάνω τελικά. Κάνω ένα υπέροχο επάγγελμα που δεν σε αφήνει να πλήξεις ποτέ», θα μου πει απόλυτα σίγουρη.
Πλέον εκτός από το παιδικό θέατρο θα βρίσκεται και στο Μαριχουάνα Stop!. Η νοσταλγία της εποχής εκείνης του κινηματογράφου είναι πανταχού παρούσα στην παράσταση του Γιώργου Βάλαρη. Πώς της φαίνεται που «επιστρέφει» σε αυτή την εποχή; «Με τον Τόλη Βοσκόπουλο είχαμε συναντηθεί κάπου το 1981 στο κέντρο Στορκ στον Άγιο Κοσμά με μία καταπληκτική δουλειά. Και ποιοι δεν ήταν εκεί. Ο Ζαμπέτας , ο Πασχάλης, ο Λιδάκης στα πρώτα του βήματα, ο Αδαμαντίδης και η Σόφη Ζανίνου. Ήταν να είναι και η Μοσχολιού και έφυγε και πήρα εγώ το ρόλο της ντάμας. Πήγα λοιπόν προχθές σε μία πρόβα του Μαριχουάνα Stop! και κάθισα να δω δεύτερη φορά την παράσταση. Άκουσα τον Τόλη και ξέχασα τα πάντα και αφέθηκα. Είναι τόσο σημαντικό να βλέπεις έναν καλλιτέχνη σαν τον Τόλη, μια ζωντανή ιστορία, να είναι το ίδιο χαριτωμένος, το ίδιο κομψός, με φωνή αναλλοίωτη, και πραγματικά επειδή είμαστε και αγαπημένοι φίλοι είμαι πολύ χαρούμενη που θα είμαι πάλι μαζί του» περιγράφει η Νέλλη Γκίνη. Και σε ότι αφορά τα όσα γράφτηκαν για την αντικατάσταση της Φωτεινής Ντεμίρη από την ίδια θα πει: «Η Φωφώ Ντεμίρη είναι φίλη μου, την αγαπάω και με αγαπά και είχαμε κάτσει τις προάλλες και μου έδειχνε τις σημειώσεις της. Είχε μέχρι τώρα συμφωνία, και εφόσον πήρε παράταση ως τον Απρίλιο το έργο έγινε και η αντικατάσταση. Έχουν αρχίσει να διαδίδουν διάφορα πράγματα, θεωρώ ότι αυτό το παιχνίδι είναι το αλατοπίπερο που τσιγκλάει και τον κόσμο και οι δημοσιογράφοι το κάνουν γιατί πουλάει και το θέλει και ο κόσμος. Κι εμείς έχουμε εγκλιματιστεί λίγο σε αυτό. Απλά να είναι κι αυτό με μέτρο».
Ευχαριστούμε για την φιλοξενία το Cafe Avissinia.
Info: Το πιο τρελό τριήμερο, από Τρίτη μέχρι Παρασκευή για σχολεία και κάθε Κυριακή στο θέατρο Ήβη./ Μαριχουάνα Stop!, κάθε Κυριακή στο Gazi Theater.