ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αμαλία Αρσένη, πόση ειλικρίνεια χωράει μια οικογένεια;

Η Αμαλία Αρσένη είναι ηθοποιός και δασκάλα. Και πάντα ήθελε να είναι ακριβώς αυτά τα δύο. Εγγονή του Πέλλου και της Αλέκας Κατσέλη, κόρη της Λούκας Κατσέλη και του Γεράσιμου Αρσένη, ανιψιά της Κίττυς Αρσένη και της Νόρας Κατσέλη, το γενεαλογικό της δέντρο είναι γεμάτο από ονόματα αναγνωρίσιμα. Η πισίνα γονιδίων της περιείχε μαζί τέχνη και πολιτική. Στη δική της περίπτωση το καλλιτεχνικό γονίδιο επικράτησε. Μαζί με αυτό της διδασκαλίας.

Είχα παρακολουθήσει την Αμαλία Αρσένη στο παρελθόν στο θέατρο, αλλά τίποτα δεν με προετοίμαζε για τη στιγμή που την είδα στα «170 Τετραγωνικά (Moonwalk)» που φέτος θα παιχτούν για τρίτη χρονιά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκη. Η Αμαλία Αρσένη σάρωνε τη σκηνή. Ο ρεαλισμός είναι ένας είδος θεάτρου που της πηγαίνει πολύ. Η ομάδα αυτή που έβλεπα ήταν δεμένη, ήταν ένα, ήταν μια οικογένεια, που υποδυόταν μία άλλη οικογένεια γεμάτη μυστικά και ψέματα στην ελληνική επαρχία.

Φέτος, η Αμαλία Αρσένη ετοιμάζεται να υποδυθεί ξανά την έγκυο κόρη μιας οικογένειας που μόλις έχει βιώσει την απώλεια του πατέρα. Από πέρσι στον θίασο έχει ενταχθεί η Ελένη Τσιμπρικίδου στον ρόλο που κρατούσε την πρώτη χρονιά η Άννα Πατητή και φέτος η Ήβη Νικολαΐδου αναλαμβάνει τον ρόλο που υποδυόταν η Βάλια Παπακωνσταντίνου. Τον θίασο συμπληρώνουν ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και ο συγγραφέας του έργου, που απέσπασε φέτος το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση, Γιωργής Τσουρής. Τη ρωτάω πώς προέκυψε στη ζωή της η παράσταση κι από εκεί πιάνουμε το νήμα της συζήτησης. Μια συζήτηση που περιλαμβάνει την οικογένεια, την ειλικρίνεια, τη μεγάλη της αγάπη στη διδασκαλία, το σχολείο τον καιρό του κορονοϊού και την αγάπη της για τη ρουτίνα. Αυτά είναι τα δικά της λόγια.

Αμαλία Αρσένη

«170 Τετραγωνικά»

«Είχαμε συνεργαστεί με τον Γιωργή Τσουρή στο Εθνικό το 2016 και με είχε προσκαλέσει να δω τον “Χαρτοπόλεμο”. Βλέποντας το, μου άρεσε αυτό το είδος ο ρεαλισμός και το γεγονός ότι ο ίδιος και ο Βαγγέλης Ρωμιός, είχαν γράψει ένα νεοελληνικό έργο, το θεώρησα πολύ αξιέπαινο, πέρα από το ότι ήταν μια καταπληκτική παράσταση. Καθώς συνεργαζόμασταν λοιπόν, στο Εθνικό, μπόρεσα και του είπα “Να σου πω Γιωργή σε παρακαλώ θέλω πάρα πολύ να είμαι στην επόμενη δουλειά”. Αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε ιδέες. Είχε συμπέσει τότε και ο θάνατος του πατέρα μου, οπότε αποφασίσαμε να γραφτεί κάτι με αυτό το θέμα και να είναι πιο γυναικεία η προσέγγιση σε σχέση με τον “Χαρτοπόλεμο”. Μετά και ο Γιωργής είχε πολλά θέματα που ήθελε να θίξει και ο καθένας από εμάς, έφερε στο τραπέζι δραματουργικές ιδέες που κάτι σήμαιναν μέσα μας. Για μένα το βασικό ήταν αυτό, ότι με ενδιέφερε η ελληνική δραματουργία και ότι υπήρχε αυτό το γεγονός για το οποίο ήθελα να μιλήσω».

«Ήταν πάρα πολύ λυτρωτικό για μένα. Ενώ δεν το ανακαλώ συνειδητά στη σκηνή, υποσυνείδητα, έτσι όπως λειτουργεί το θέατρο με αυτούς τους μηχανισμούς τους κάπως πιο λεπτούς και ψυχολογικούς, το αισθάνθηκα μέσα μου. Τη δύναμη του να μπορώ να μιλώ γι’ αυτό κάθε βράδυ με αυτή τη μαγεία που έχει το θέατρο μέσω της ενσυναίσθησης. Όταν μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου, καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι πολύ μεγάλο το προσωπικό σου δράμα, αλλά συμβαίνει σε όλους γιατί έτσι είναι η ζωή. Οπότε αυτή η λεπτή ανακάλυψη, ότι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα παντού και πάντα, κάνει τον πόνο κάπως πιο διαχειρίσιμο».

«Όταν το κείμενο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα ανακαλύπτεις κάθε φορά καινούργια πράγματα. Είναι από τις παραστάσεις, που επειδή θεωρώ ότι έχουμε πραγματικά πολύ σπουδαίο κείμενο στα χέρια μας, δεν έχει υπάρξει μέρα που να έχω πει κάτι με τον ίδιο τρόπο, ρομποτικά. Αυτό έχει να κάνει με την ομάδα και με το δέσιμο, ότι δεν το αφήνουμε ποτέ. Είμαστε πάντα σε μία πρόβα. Είναι σαν μια σχέση μακροχρόνια. Προσπαθείς να ανακαλύπτεις τα μικρά, που δεν είχες παρατηρήσει στο παρελθόν, και να τα ερωτευτείς».

Αμαλία Αρσένη O θίασος της παράστασης αποτελείται από τους Αμαλία Αρσένη, Ήβη Νικολαΐδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Ελένη Τσιμπρικίδου και ο Γιωργής Τσουρής.
O θίασος της παράστασης αποτελείται από τους Αμαλία Αρσένη, Ήβη Νικολαΐδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Ελένη Τσιμπρικίδου και ο Γιωργής Τσουρής.

Το βραβείο Χορν και η ομαδική ευθύνη

«Αντικειμενικά και λογικά ναι, είναι ευθύνη η βράβευση του Γιωργή Τσουρή, γιατί υπάρχει μια προσδοκία στον κόσμο. Ο κορονοϊός μας βρήκε αμέσως μετά τη βράβευσή του, που περιμέναμε να δούμε κατά πόσον μπορεί ο κόσμος να έρθει με μία παραπάνω περιέργεια. Είναι πραγματικά μεγάλη αίσθηση ευθύνης το να ικανοποιήσεις και να επαληθεύσεις αυτά που έχουν ακουστεί γι’ αυτό το έργο. Το βραβείο το πήρε ο Γιωργής και το άξιζε εννοείται, αλλά είναι κι ένα βραβείο μιας συλλογικής προσπάθειας, όπως είχε πει κι ο ίδιος, γιατί είμαστε όλοι σαν αλληλένδετοι κρίκοι. Είναι μόνο θετικό. Η ευθύνη δεν έχει να κάνει μόνο με το βραβείο, έχει κυρίως να κάνει με την αποδοχή και την αισθανόμασταν από πριν»

Ειλικρίνεια και οικογένεια

«Δεν είναι πάντα εύκολο να υπάρχει απόλυτη ειλικρίνεια σε μία οικογένεια γιατί οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές. Αλλά είναι κάτι που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να καλλιεργηθεί πρώτο απ’ όλα. Και μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώ ότι είναι αυτό που αποτελεί τη βάση για τις καλές σχέσεις μετά, στον χώρο της εργασίας ή κοινωνικά. Αν μπορείς να κοιτάξεις τον άλλο και να του ασκήσεις μια κριτική εποικοδομητική, αληθινή, με το χέρι στην καρδιά, τότε πάρα πολλά πράγματα θα ήταν λυμένα στην κοινωνία. Το να μην προσπαθούμε να κρύψουμε κάποια πράγματα για λόγους status ή για να μην πληγώσουμε τον άλλο –κίνηση κάτω από την οποία κρύβεται συχνά ένας εγωισμός ή ένας φόβος- είναι το πιο τίμιο, το πιο καθαρό και το πιο ειλικρινές.

Οι δικοί μου ωραιοποιούσαν την αλήθεια για μένα. Από την άλλη βέβαια κι εγώ σαν γονιός, δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να πω τα πράγματα που έζησα εγώ σαν παιδί, ακριβώς όπως ήταν.

«Πάντοτε λεγόταν η αλήθεια, απλώς επειδή εγώ είμαι μια πιο ειδική περίπτωση που έζησα γεγονότα δυσανάλογα της ηλικίας μου, δεν μπορώ να πω ότι μου έλεγαν ακριβώς τι συνέβαινε. Θα μπορούσα να καταλάβω, αλλά θα ήταν αρκετά δύσκολα για την ψυχοσύνθεσή μου. Πώς να μπλέξεις ένα παιδί 6 χρονών τώρα με την πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας; Ακόμα και τώρα δεν την καταλαβαίνω καμιά φορά (Γελάει)

Τα ψέματα στον εαυτό μας

«Προσπαθώ συνεχώς, πολύ συνειδητά να είμαι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό μου. Νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο ταξίδι αυτογνωσίας, αυτό προς την αυθεντικότητα. Δεν το βρίσκουμε από τη μία μέρα στην άλλη γιατί μας παρασύρει ο έξω κόσμος και λοξοδρομούμε. Δεν είναι ακριβώς κάτι το οποίο το έχω καταφέρει, αλλά είναι κάτι το οποίο συνειδητά προσπαθώ, απ’ όταν αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός»

«Ναι μεν ήταν κάτι που το έλεγα από μικρή, αλλά όταν πήρα συνειδητά την απόφαση και κυνήγησα το όνειρό μου στην πράξη, είπα ότι δεν μπορώ να βάζω τα θέλω μου κάτω από αυτό το οποίο με κάνει να αισθάνομαι χαρούμενη. Πρέπει να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου απέναντι στο προς το τι θέλω και τι δεν θέλω. Το δεύτερο μου είναι πιο δύσκολο, γιατί λέω περισσότερα ναι από ό,τι θα έπρεπε».

Αμαλία Αρσένη

Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα με γονείς πολιτικούς

«Είναι πάρα πολύ δύσκολο να μεγαλώνεις στην Ελλάδα ως παιδί δύο πολιτικών. Από την άλλη έχει κάποια μεγάλα προτερήματα, που όμως δεν είναι καθόλου αυτά που φαντάζεται ο κόσμος. Για μένα το μεγαλύτερο προτέρημα ήταν το ότι οι γονείς μου μπόρεσαν να με συστήσουν σε συγγραφείς που θαύμαζα. Μπόρεσα να γνωρίσω ακαδημαϊκούς από πολύ μικρή ηλικία και να μπω σε όλο αυτό το ταξίδι της γνώσης και της παιδείας. Μπόρεσα να γνωρίσω ηθοποιούς. Στο θέατρο ήμουν στην πρώτη σειρά οπότε έβλεπα και καλύτερα (γέλια). Ήταν πράγματα πολύ πιο ουσιαστικά για μένα, αλλά ο κόσμος δεν πιστεύει ότι οι πολιτικοί είναι αυτό».

«Πιστεύουν ότι όλοι οι πολιτικοί είναι πλούσιοι, ότι είναι κλέφτες και ότι φταίνε για όλα. Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Για να το λέμε αυτό, και χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί κι εγώ μέρος του κόσμου είμαι, κάτι έχει συμβεί. Κάποια λάθος δείγματα έχουν υπάρξει. Απλά η γενίκευση που παίρνει μπάλα και τους λίγους είναι κάτι που με ενοχλεί, γι’ αυτό το λόγο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης ήταν που ήρθα αντιμέτωπη με δυσκολίες. Όχι, ότι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μπορεί να σκέφτεται κανείς έτσι, είναι λογικό».

Αμαλία Αρσένη Με την μητέρα της, Λούκα Κατσέλη, στην περσινή πρεμιέρα της παράστασης «170 Τετραγωνικά». / NDP Photo Agency
Με την μητέρα της, Λούκα Κατσέλη, στην περσινή πρεμιέρα της παράστασης «170 Τετραγωνικά».

«Γι’ αυτό τον λόγο ήθελαν οι γονείς μου να πάω στο εξωτερικό, ενώ εγώ δεν ήθελα(σ.σ., σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στο Smith College της Μασαχουσέτης και στο London Academy of Music & Royal Academy of Dramatic Art της Μεγάλης Βρετανίας). Πριν από 10 χρόνια η κατάσταση δεν ήταν έτσι ακριβώς, προ κρίσης, η φούσκα ακόμα υπήρχε. Και για τους πολιτικούς υπήρχε άλλη αντιμετώπιση, που ήταν και πολύ ευνοϊκή κάποιες φορές. Οπότε οι γονείς μου θέλοντας να με προφυλάξουν από αυτό, επειδή ήξεραν ότι το θέατρο είναι κάτι πολύ δύσκολο και πως μια ευνοϊκή μεταχείριση θα έκανε κακό μόνο σε μένα, ήθελαν να πάω στο εξωτερικό εφόσον ήθελα να σπουδάσω θέατρο. Για να υπάρχει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου χωρίς να με ξέρουν»

«Εγώ ήθελα να μείνω εδώ. Όταν όμως έμαθα ότι μπορώ να κάνω σπουδές για δύο πτυχία μέσα σε τέσσερα χρόνια αυτό κάπως μου άρεσε, οπότε το έκανα. Αυτό είναι από τα πράγματα που προσπαθώ να δω μέσα μου γιατί μου συμβαίνει. Αν μπορούσα να σπουδάζω όλη μου τη ζωή θα σπούδαζα. Θα μου πεις γιατί χρειάζεσαι τα πτυχία για να το κάνεις αυτό (σ.σ. είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος και εκπονεί το διδακτορικό της); Εκεί μπαίνει μέσα το μικρόβιο της διδασκαλίας, το οποίο για μένα είναι το αδελφάκι του μικροβίου της υποκριτικής. Δίνεις μια παράσταση κι έχεις ένα κοινό από κάτω και προσπαθείς να το κερδίσεις με τον ίδιο σκοπό, να ποιήσεις ήθη, όταν είναι και σε μικρότερα παιδιά, για να τους βάλεις τη βάση. Όλες μου οι σπουδές στοχεύουν στη διδασκαλία».

Η δασκάλα Αμαλία Αρσένη

«Διδάσκω σε δύο ιδιωτικά σχολεία θέατρο, σε μαθητές Β’ και Γ’ Λυκείου. Τα σχολεία ακολουθούν Ελβετικό σύστημα όποτε το θέατρο είναι μάθημα κατεύθυνσης σε αυτά, καθώς έχουν τη φιλοσοφία οτιδήποτε κι αν θέλουν να ακολουθήσουν τα παιδιά να πάρουν οπωσδήποτε και ένα μάθημα τέχνης. Οπότε έχω μαθητές που μπορεί να θέλουν να σπουδάσουν νομική ή διοίκηση επιχειρήσεων ή οτιδήποτε, αλλά κάνουν θέατρο υποχρεωτικά και με πολύ δύσκολα πράγματα»

Για το θέατρο ειδικά το ζήτημα με τις μάσκες στο σχολείο είναι πολύ δύσκολο αλλά αυτό που τους λέω είναι ότι το θέατρο πάντα επιβιώνει και πάντα βρίσκει τους τρόπους να εξελίσσεται.

«Αυτή η χρήση της φαντασίας για να μπορέσουμε να βρούμε τρόπους να αγγιζόμαστε χωρίς όμως να υπάρχει σωματική επαφή, είναι πολύ ωραία πρόκληση και για τους μαθητές και για μένα. Δεν είναι το αγαπημένο μου, γιατί εμένα μου αρέσει ο ρεαλισμός και το κλασικό θέατρο με την έννοια του αγγίγματος, δεν μου αρέσει το αποστασιοποιημένο, το θέατρο που είναι μόνο του λόγου. Αυτό μου λείπει, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι ακατόρθωτο και αυτή η ευελιξία της σκέψης είναι κάτι που ειδικά τα παιδιά είναι καλό να την έχουν. Τα πάει μπροστά γενικότερα».

«Νιώθω πάρα πολύ τυχερή και ευγνώμων γιατί σε δύσκολους καιρούς έχω κάθε χρόνο δουλειά στο θέατρο. Ήθελα να ζω από το θέατρο και το έχω καταφέρει, με πολύ κόπο και δουλειά προσωπική. Δεν νομίζω ότι μου έχει χαριστεί κάτι, οπότε είμαι πολύ υπερήφανη και ευγνώμων γι’ αυτό. Όσον αφορά στη διδασκαλία επίσης με τον ίδιο τρόπο εντελώς ανεξάρτητα κινήθηκα και με βρήκε αυτός ο δρόμος. Από τη μία είναι μια ασφάλεια και μία σταθερότητα, αλλά από την άλλη είναι κάτι που θέλει πολύ δουλειά και πολύ ψάξιμο. Όταν βρεις αυτό που θέλεις πραγματικά, έρχεται και σε συναντά και κουμπώνει».

«Πάντα ήθελα να είμαι ηθοποιός και δασκάλα. Και έγινα ηθοποιός και δασκάλα θεάτρου. Ήρθε και κούμπωσε κάπως σαν όλες μου οι σπουδές να στόχευαν εκεί χωρίς να το ξέρω όταν σπούδαζα. Δεν ήξερα ότι θα είμαι ποτέ σε σχολείο και θα διδάσκω. Όλο αυτό απλά κάπως βγήκε. Είχε δουλειά από πίσω, δεν ήταν τύχη ούτε όνομα».

Η καλλιτεχνική κληρονομιά

«Δεν ένιωσα ποτέ βάρος την κληρονομιά μου ως προς τους καλλιτέχνες της οικογένειας. Ως προς την πολιτική υπήρχε πολύ πιο έντονα γιατί ήταν και πολύ πιο πρόσφατο. Αν οι παππούδες μου ήταν πολιτικοί δηλαδή, δεν θα ήταν το ίδιο με το να είναι και οι δύο μου γονείς πρώην υπουργοί. Ο παππούς μου ήταν και δάσκαλος κι έτσι τον θυμούνται και οι μαθητές του, που τώρα είναι σπουδαίοι ηθοποιοί και τους θαυμάζω. Και μάλιστα το συζητούσαμε και με τη μητέρα μου πρόσφατα, ότι από εκεί πρέπει να ήρθε το μικρόβιο της διδασκαλίας σε μένα και σε εκείνη που υπήρξε επίσης καθηγήτρια. Αγαπούσαμε και οι δύο πολύ το θέατρο και τη διδασκαλία. Δεν τον είχα γνωρίσει αλλά αυτός ο κύκλος κάπως έτσι έχει συμπληρωθεί. Το ίδιο ήταν και η Κίττυ Αρσένη. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της ήταν μόνο δασκάλα θεάτρου σε ερασιτέχνες και σε φοιτητές. Δεν πήγε σε επαγγελματίες, ακριβώς αυτό που κάνω κι εγώ».

«Η Κίττυ Αρσένη ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά με έβαλε σε όλο αυτό το σκεπτικό με το οποίο μιλάω τώρα. Πίστευε και μου το έλεγε ότι η διδασκαλία είναι ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος με το θέατρο, και πως είναι και τα δύο πολύ πιο πολιτικά με την έννοια της κοινωνικής προσφοράς».

Η διδασκαλία είναι η πιο ουσιαστική πολιτική

«Ναι, έτσι νιώθω. Αυτό που αισθάνομαι είναι πως τα νέα παιδιά και το βλέπω και στην τάξη μου, στρέφονται πάρα πολύ προς το Netflix, το internet και τα media. Όταν προσπαθώ να τα πείσω ότι το να διαβάσουν ένα βιβλίο ή να δουν μια καλή παράσταση θα τους κάνει καλύτερους ανθρώπους, είναι για μένα σαν να προσπαθώ να δικαιώσω εκείνη τη στιγμή όλο το θέατρο. Τους συναδέλφους μου, τα “170 τετραγωνικά”, ό,τι έχω κάνει, τα φαντάσματα του Άμλετ, όλα. Είναι μεγάλο στοίχημα γιατί εκεί βλέπεις πώς όλο αυτό που εγώ έχω κάνει και που έχω αγαπήσει και αγαπά και τόσος κόσμος και το κάνει μέσα σε δύσκολους καιρούς, αξίζει να συνεχίσει να υπάρχει. Αλλά αυτό πρέπει να πάει στην εκπαίδευση».

Ρουτίνα VS Αλλαγής

«Μου αρέσει πάρα πολύ η ρουτίνα. Κάποτε έλεγα για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι περιπετειώδης και ότι έπρεπε να αλλάξω. Πλέον το έχω αποδεχτεί ότι είμαι πάρα πολύ της ρουτίνας. Θέλω τα ίδια πράγματα κάθε μέρα αλλά όταν μου αρέσουν πάρα πολύ και όταν μέσα σε αυτά μπορείς να εξελιχθείς. Δεν μου αρέσει η στασιμότητα αλλά η σταθερότητα».

Οι αλλαγές δεν μου αρέσουν. Τώρα με την πανδημία ζω ένα δράμα. Είναι τα “170 τετραγωνικά” στο θέατρο και το δικό μου παράλληλο δράμα με την αβεβαιότητα. Αλλά κι αυτό μάθημα είναι. Πρέπει να μάθω ότι δεν γίνεται να τα προγραμματίζουμε όλα.

 

Info: 170 Τετραγωνικά (Moonwalk) στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκη. Κάθε Σάββατο στις 18:00, Κυριακή στις 21:00, Δευτέρα στις 20:00 και Τρίτη στις 21:00 από 24/10. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.

Η Αμαλία Αρσένη από τέλη Οκτωβρίου, θα βρίσκεται και στο θέατρο Σταθμός, στην παράσταση «Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ornela Vopsi. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Ένκε Φεζολλάρι.