OPINIONS

11 χρόνια χωρίς τον μπαμπά μου, κι όμως του μοιάζω πιο πολύ από ποτέ

7 Ιανουαρίου 1986, ο πατέρας μου είχε αμυγδαλίτιδα και την έβγαζε πίνοντας τσάι κάπου κοντά στο μαιευτήριο ΗΡΑ όπου γεννιόμουν εγώ και πόσα άλλα μωρά αυτής της χώρας. Δεν ήξεραν τι φύλο είμαι, η μαμά μου ενθουσιασμένη τραγουδούσε «μάρε γιε μου κανακάρη, ποια γυναίκα θα σε πάρει» στην κοιλιά της τους προηγούμενους μήνες υποβοηθούμενη από την αδερφή – θαύμα μου που όπως έχω πληροφορηθεί 15 μηνών έλεγε ολόκληρες προτάσεις. Ίσως γι’ αυτό ο μπαμπάς μου έπαθε αμυγδαλίτιδα κι έπινε τσάι, που δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή του να πίνει. Δεν ήθελε με τίποτα να αποκτήσει γιο.

 

Τα νέα ήταν τελικά ευχάριστα, ο μπαμπάς μου έδινε τα πεντοχίλιαρά του, ο παππούς μου φώναζε «τι τα δίνεις, πάλι κορίτσι έκανες;» και η μαμά μου έκλαιγε για τον ίδιο ακριβώς λόγο. 7 Ιανουαρίου 2010 ήταν η τελευταία φορά που χτύπησε το τηλέφωνο μου και είδα το «Ντούντι» (κάποια παράφραση του daddy) να με καλεί για να μου πει τα χρόνια τα πολλά. 18 μέρες μετά ξεκίνησε η ζωή μου χωρίς μπαμπά. Στο ενδιάμεσο περάσαμε 24 ευτυχισμένα χρόνια.

Ζω 11 χρόνια χωρίς τον μπαμπά μου. Χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων, άλλαξα χώρες, δουλειές, έκανα ταξίδια, μεγάλωσα, «άνοιξα σπίτι», ράγισε το δέρμα μου κι έκανα τις πρώτες μου ρυτίδες. Κι όλο του μοιάζω. Φοράω γυαλιά και κοιτάζομαι στον καθρέφτη, μισοκλείνω τα μάτια μου με τις σακούλες τους, σηκώνω τα φρύδια μου, έχω τις πρώτες μου τενοντίτιδες κι είναι σαν να τον βλέπω μπροστά μου.

Δουλεύω πολύ και φωνάζω ταυτόχρονα «η δουλειά είναι δουλεία» και του μοιάζω ακόμα περισσότερο. Έχω σταματήσει να προσπαθώ να αλλάξω τη γνώμη ανίκητων ηλιθίων, τους λέω «ναι, έχεις δίκιο» κι απεμπλέκομαι δειλά και θαρραλέα ταυτόχρονα και του μοιάζω και σε αυτό. Έχω τις πεποιθήσεις μου, ένα μάτσο ιδεολογία σφυρηλατημένη με τη σύγχρονη ιστορία μέσα από τα μάτια του και τα βιβλία του, εμποτισμένη με αγάπη κι ανθρωπισμό και δεν διαπραγματεύομαι καμία. Και με ορίζουν, στην καθημερινότητα, στο γράψιμο μου, στη στάση ζωής μου και του μοιάζω κι άλλο. Είμαι μια εσωστρεφής κοινωνική, όπως κι εκείνος, με πολλούς φίλους κι ωραίες ατάκες και ρητορεία κι αστεία και πολλές, πάμπολλες σιωπές μόνο δικές μου.

Περπατάω ενίοτε σαν πάπια, με τα πέλματά μου να βγαίνουν λοξά προς τα έξω, με τα χέρια χούφτες πίσω από την πλάτη μου, σαν μπάρμπας σε καφενείο, και δεν ξέρω αν του μοιάζω αβίαστα, αν φταίει που προσπαθούσα να τον μιμηθώ από μικρή ή εκείνο το «μάρε γιε μου κανακάρη» που γράφτηκε στο DNA μου. Όταν είμαι ανέλπιστα χαρούμενη σφυρίζω. Κι όταν σφυρίζω του μοιάζω πιο πολύ από ποτέ.

Προέρχομαι από ένα σπίτι σμιλεμένο στις απώλειες, ούτως ή άλλως. Είμαι κι αιγόκερως, παιδί Κρόνιο, ο χρόνος ήταν το φόρτε μου και το τέλος των πραγμάτων και των ανθρώπων έγινε η ρεαλιστική πραγματικότητα της οποίας ήμουν μέρος από την αρχή. Όση κι αν ήταν η προετοιμασία της ζωής (και του ζωδίου) όμως, δεν είναι ποτέ αρκετή για τον θάνατο του μπαμπά. Ιδιαιτέρως αν είσαι κόρη, ο μπαμπάς σου είναι, συνήθως, ο μόνος εκπρόσωπος του άλλου φύλου που σε αγαπάει ανιδιοτελώς από την πρώτη μέρα της ζωής σου, χωρίς να προσδοκά να του το ανταποδώσεις κάνοντας προβολές πάνω σου. Τουλάχιστον ο δικός μου δεν το έκανε.

Ήμουν τυχερή, βαθύτατα, που είχα τον πατέρα που είχα. Κι αυτό γιατί με μεγάλωσε έτσι ώστε να νιώθω ότι είμαι ισότιμη κι ας έμαθα τελικά ότι στον κόσμο των άλλων δεν είμαι καθόλου ίση.

Δεν μου διαχώρισε ποτέ τα πράγματα που ήταν μόνο για άντρες ή μόνο για μεγάλους, όλα ήταν για όλους κοντά του. Οι σφεντόνες, το ψάρεμα, τα τόξα αλλά κι οι κοτσίδες (είχα κι εγώ, είχε κι αυτός), το “Μάτια Ερμητικά Κλειστά” και o «Ροζ πάνθηρας», οι Beatles και το ρεμπέτικο, η επιστημονική φαντασία και η ποίηση. Πάνω απ’ όλα ήταν οι ιστορίες του. Ιστορίες για το χωριό και πώς ήρθε στην πόλη στα 8 του, το ξύλο στο σχολείο επειδή έγραφε με το αριστερό, τις γυναίκες που ερωτεύτηκε, τις πλάκες με φίλους, την κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου, το Balthazar όπου δούλευε ως φοιτητής, τους καλλιτέχνες που γνώρισε, τις new age φιλοσοφίες των 70s, τις αστρικές προβολές και τους δασκάλους του, το πρώτο ραντεβού με τη μαμά μας, τους τσακωμούς τους, τους δικούς μας. Τα πάντα εξιστορούνταν και αναλύονταν σε εκείνο το τραπέζι της κουζίνας, το μικρό, το υπολογισμένο από την αρχή το πολύ για 4 άτομα.

Η σημερινή ημέρα, η γιορτή του πατέρα, με πληγώνει, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι παλιά. Τα social media, αυτό το βάσανο, γεμίζουν με φωτογραφίες μπαμπάδων και με ευχές και σκέψεις κι εγώ που ποτέ δεν του πήρα δώρο για τη γιορτή του πατέρα, νιώθω να με πονάει πάλι το κλειδί του γραφείου στη χούφτα που μου κρατούσε σφιχτά μαζί με το μπρελόκ του, για να περάσουμε τον δρόμο ακόμα κι αν ήμουν κοτζάμ γαϊδούρα.

Με πονάει που δεν χρειάστηκε να συζητήσω για τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου μαζί του, με πονάει που ποτέ δεν χρειάστηκε να τσακωθούμε για κάτι άλλο πέρα από το ότι μου απαγόρευε να έχω κινητό ως το Πανεπιστήμιο λες και ήμουν Άμις ή την ώρα που θα γύριζα στο σπίτι, με πονάει που δεν γνώρισε ποτέ τον άνθρωπό μου, με πονάει που δεν θα γελάσουμε παρέα ποτέ ξανά. Με πονάει που δεν με γνώρισε ως «μεγάλη». Ο χρόνος δεν γιατρεύει όλες τις πληγές, απλά τις κάνει συνηθισμένες, από αυτές που πονάνε όταν αλλάζει ο καιρός και τον υπόλοιπο χρόνο τις ξεχνάς. Η σημερινή ημέρα είναι σαν να αλλάζει ο καιρός. Αλλά μόνο για λίγο.

Ζω 11 χρόνια χωρίς τον μπαμπά μου. Και σε αυτά τα χρόνια έμαθα να αναγνωρίζω πέρα από το προφανές της τρωτότητας του, την ανθρώπινή του διάσταση. Τις αγκυλώσεις του και τα χούγια του, που πιθανολογώ ότι ίσως μια μέρα τα κληρονομήσω κι αυτά. Τα πάθη του που ίσως δεν έβλεπα, τα λάθη του που βίωσα, τους φόβους του που κάποιες φορές τον περιόριζαν κι εμάς μαζί του, αλλά και την ελευθερία που του χάριζε η αυτογνωσία του και η αυτοαποδοχή του. Κι αυτό είναι που κρατάω από εκείνον, μαζί με τις αναμνήσεις μας. Γι’ αυτό κι ο καιρός μέσα μου αλλάζει μόνο για λίγο.

Όπως θα έλεγε κι εκείνος όποτε τον καλούσαν κάπου που δεν είχε καμία όρεξη να πάει: «Εκτός σοβαρού απροόπτου, δεν θα έρθω» κι αυτή είναι η πραγματικότητα τα τελευταία 11 χρόνια. Αλλά αν κάτι μου έμαθε ο θάνατός του, πέρα από το να μην είμαι πλέον «κλαψοκεφτές», όπως με φώναζε μικρή, είναι πώς ο μπαμπάς μου είναι μέσα μου κι είναι ακόμα εδώ με έναν τρόπο. Ο μπαμπάς μου είμαι κι εγώ. Ο μπαμπάς μου είναι κι η αδερφή μου και μοιραία ο μπαμπάς μου θα είναι και ο γιος της αδερφής μου. Γιατί ο μπαμπάς μου για μένα είναι ο τρόπος που μας μεγάλωσε. Είναι εν μέρει αυτό που είμαστε σήμερα.

Βλέπεις, ο μπαμπάς μου είχε την τύχη και την εσωτερική ανάγκη να μην μείνει σε αυτά που ήξερε, στις λιγοστές προσλαμβάνουσες που του χάρισαν οι συνθήκες ζωής σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αλλά να ανοίξει την ψυχή, την καρδιά και το μυαλό του σε ένα άγνωστο τότε και σε ένα ακόμα πιο άγνωστο αύριο και να ρουφήξει με ευφυΐα και ενσυναίσθηση ό,τι καλύτερο είχε να πάρει από την εποχή του.

Ο μπαμπάς μου έγινε αυτό που έγινε, το αποδέχτηκε, το αγάπησε και προχώρησε με αυτό. Κι αυτό το παράδειγμά που έθεσε για μένα, είναι αρκετός λόγος να γιορτάζω ακόμα και τις μέρες σαν κι αυτή, που με πληγώνουν λίγο.

Με αυτό που έγινε μας μεγάλωσε με ευαισθησία κι ελευθερία, ακόμα κι αν ταυτόχρονα μας επέβαλε γελοίους περιορισμούς. Μας μεγάλωσε χωρίς τη μικροαστίλα της «αποκατάστασης», χωρίς δεσμεύσεις της σκέψης, χωρίς στερεότυπα. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη του νίκη απέναντι στον παππού μου και κάθε άλλο που τον ρωτούσε γιατί μοιράζει πεντοχίλιαρα, αφού πάλι κόρη έκανε. Στα δικά του μάτια έκανε έναν ακόμα άνθρωπο. Θέλω να ελπίζω καλό.