OPINIONS

Λένα Κιτσοπούλου: 6 πράγματα που δεν ξέρεις για τη γυναίκα που δίχασε στην Επίδαυρο

Εθνικό Θέατρο

Η Λένα Κιτσοπούλου βρέθηκε στην Επίδαυρο με τους Σφήκες της, που βασίστηκαν στους ομώνυμους Σφήκες του Αριστοφάνη στις 14 και 15 Ιουλίου και η παράσταση της συζητιέται ακόμα. Σπάνιο φαινόμενο νομίζω σε μία επικαιρότητα που περιλαμβάνει και καταστροφικές φωτιές να συζητάμε ακόμα για το θέατρο και τα όρια της τέχνης. Όχι και τόσο σπάνιο φαινόμενο όταν η λέξη θέατρο συνοδεύεται από το όνομα Λένα Κιτσοπούλου.

Στα social media ξέσπασε πόλεμος για τα ιερά και όσια της Επιδαύρου και τα ανίερα της τέχνης της Λένας Κιτσοπούλου. Η ίδια η Λένα Κιτσοπούλου δεν ξέρω πώς θα ένιωθε διαβάζοντας τα σχόλια που αντάλλαζαν πολέμιοι και θαυμαστές του έργου της, ανίδεοι ως προς την προσέγγισή της στο θέατρο και γνώστες, μυημένοι των παραστάσεων της. Δεν θα μαντέψω πώς ένιωσε, αλλά εύχομαι να ένιωσε αδιαφορία ή και ανακούφιση με τη διαπίστωση πως η δική της προσέγγιση στις Σφήκες που ασχολήθηκε και με τα «δικαστήρια» των κοινωνικών δικτύων, μάλλον ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.

Αν η παράσταση ήταν καλή ή κακή δεν μπορώ να σου πω και να εκφέρω άποψη, γιατί δεν την είδα. Οι συνθήκες καύσωνα έκαναν την κάθοδο στο Αργολικό Θέατρο να μοιάζει με αρχαία τιμωρία των Θεών, αλλά κι αυτό να μην είχε συμβεί δεν θα την παρακολουθούσα εύκολα, γιατί μετά τα νεκρά ζώα στη μικρού μήκους ταινία Λάλκα άγγιξα το όριο των όσων αντέχω για την τέχνη και όσων μέσα μου δεν δικαιολογώ.

Αυτό που διαπίστωσα όμως μετά από αυτήν, παρακολουθώντας τον πόλεμο υπέρ του πολιτισμού εκείνων που ουρλιάζουν «Μην ξαναπιάσεις στο στόμα σου τον παππού μας τον Αριστοφάνη μας, Λένα Κιτσοπούλου» αλλά και υπέρ του ελιτισμού εκείνων που απολαμβάνουν το έργο της Λένας Κιτσοπούλου κατατάσσοντας όσους διαφωνούν τσουβαλιαστά σε fans Survivor και Κοκλώνη και αμόρφωτους μικροαστούς, θα το μοιραστώ μαζί σου. Είναι η υποκρισία που διαπερνά σύσσωμη την κοινωνία μας που κατά τα άλλα ψάχνει και αποθεώνει το αυθεντικό.

Η Λένα Κιτσοπούλου έγινε θέμα στην Επίδαυρο γιατί η παράστασή της παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και σε συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και άρα «την πληρώσαμε» και νιώσαμε πελάτες που μπορούμε να θέτουμε τα δικά μας βέτο. Λες και η τέχνη είναι μπριζόλα να μπορούμε να απαιτούμε να τη γυρίσουμε πίσω επειδή δεν είναι το ψήσιμο του γούστου μας. Έγινε θέμα γιατί είχε και προηγούμενη δουλειά, χειμερινή στο Εθνικό Θέατρο. Λες κι αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Λες και δεν αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Τέχνη για να υπάρξει και να επιτελέσει το έργο της πρέπει να είναι ελεύθερη.

Από την άλλη η Λένα Κιτσοπούλου έγινε θέμα στην Επίδαυρο γιατί για τους μισούς αυτό που δεν αντέχουν οι άλλοι μισοί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ανέμπνευστο, αχρειάστο ή αποτυχημένο να επιτελέσει τον σκοπό του. Είναι οι άλλοι μισοί που φταίνε που δεν αντέχουν, που δεν καταλαβαίνουν υψηλά νοήματα της τέχνης και που απαίδευτοι φεύγουν από το μέσον μίας παράστασης κάνοντας φασαρία. Και αγνοούν ότι το θέατρο περιλάμβανε κι αυτό το κομμάτι από την αρχαιότητα. Το γιουχάισμα είναι ίσως η πιο ελαφριά μορφή της αποδοκιμασίας που έχει εκφραστεί από την αρχαιότητα με ρίψη φαγητών, αργότερα με ποδοκροτήσεις, κι ύστερα ακόμα και με ρίψη μαξιλαριών.

Θα μου πεις ο κόσμος προχωράει, αλλά δεν δείχνει να προχωράει κι ιδιαίτερα. Όσο δεν έχουμε λύσει μέσα μας θέματα που θα μας επέτρεπαν να δούμε ότι μία παράσταση μπορεί να αρέσει σε κάποιους, να σοκάρει άλλους, χωρίς να προσβάλλεται προσωπικά κανένας σε καμία πλευρά αυτής της τραμπάλας, βλέπεις εσύ να κάνουμε βήματα; Κι όσο μιλάμε για αυθεντικότητα του πολιτισμού μας και δεν βλέπουμε την αυθεντικότητα ενός καλλιτέχνη που χρόνια τώρα έχει τη δική του μοναδική ταυτότητα, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν είμαστε υποκριτές; Κι όσο υποτιμάμε εκείνους που αντέδρασαν αυθεντικά απέναντι σε ένα θέαμα που δεν τους άρεσε κρυμμένοι πίσω από τη δική μας αυθεντία πάνω στο Κιτσοπουλικό έργο, είμαστε λιγότερο υποκριτές ή λιγότερο εκείνοι που η Λένα Κιτσοπούλου αρέσκεται να ψέγει στο έργο της;

Δεν ξέρω αν υπάρχουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, ξέρω όμως ότι εγώ που δεν είμαι fan της Λένας Κιτσοπούλου δεν μπορώ να γίνω πολέμιός της, γιατί αναγνωρίζω ότι μπορεί να μην απολαμβάνω το έργο της, μπορεί να μην έχω «χημεία» μαζί του, αλλά αυτό είναι αυθεντικό, πιστό στο ύφος της, στο δικό της όραμα, μία ολοκληρωμένη θεώρηση του κόσμου που έρχεται και τον πετάει μπροστά μας με πολλά μικρά σοκ. Προσωπική θεώρηση; Ναι, αλλά κι αυτό είναι μία πρόταση.

Σου αρέσει, χειροκροτείς. Δεν σου αρέσει, ποδοκροτείς.

Μετά, λοιπόν, από την τεράστια αυτή εισαγωγή στο θέμα των ημερών, δεν θέλω πια να απευθυνθώ στους μεν ή τους δε, τους πολέμιους ή τους φανατικούς της Λένας Κιτσοπούλου αλλά σε εσένα φίλε χρήστη των social media, αναγνώστη του internet, άνθρωπε μου, που διατύπωσες αυτές τις μέρες το ερώτημα «Ποια είναι η Λένα Κιτσοπούλου», ως άλλη Χρυσούλα Διαβάτη. Σε σένα απευθύνομαι κι εσένα θα κατατοπίσω, γνωρίζοντας κι εγώ μαζί σου λίγο καλύτερα το πρόσωπο αυτών εδώ των ημερών.

Γιατί αποκαλείται «αιρετική» η Λένα Κιτσοπούλου; Πότε γεννήθηκε και πώς αποφάσισε να γίνει ηθοποιός; Ποια είναι τα έργα της; Και ποια τα όνειρά της; Αυτά είναι 6 πράγματα που δεν ξέρεις για τη Λένα Κιτσοπούλου.

Η Λένα Κιτσοπούλου και η υποκριτική

Η Λένα Κιτσοπούλου γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης (1994) και έκτοτε δουλεύει ως ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η ίδια έχει πει σε συνέντευξή της στο Vice ότι κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι θέλει να γίνει ηθοποιός.

«Το κατάλαβα από τη στιγμή που έμπλεξα με τη θεατρική ομάδα του σχολείου. Εκεί βρήκα την απόλυτη χαρά. Ζούσα όλη την εβδομάδα για να έρθει η Παρασκευή, που είχαμε θέατρο», σημείωνε.

Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει κατά τη διάρκεια της καριέρας της σε παραστάσεις του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, ενώ το 1997 βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου για την ταινία Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο του Δ. Αθανίτη.

Πλέον δηλώνει ότι το χειρότερό της είναι να παίζει σε παραστάσεις όπου κάποιος άλλος τη σκηνοθετεί.

«Όταν με σκηνοθετούν, είναι ό,τι χειρότερο για τη ζωή μου, γι’ αυτό και το αποφεύγω. Εκτός αν συμβεί με κάποιον σκηνοθέτη που να είναι συγγενής μου, να μοιάζουμε πολύ, αλλά και πάλι, πολύ δύσκολα. Δεν μου αρέσει νομίζω πια να παίζω σε παραστάσεις άλλων και γενικά να παίζω στο θέατρο, παρά μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις και για πολύ λίγες παραστάσεις. Όταν σκηνοθετώ εγώ, τα πράγματα είναι ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο ταυτόχρονα, γιατί απ’ τη μία έχω πολλά πάρε δώσε με τον εαυτό μου και γίνονται μάχες μέσα μου, απ’ την άλλη όμως έχω και μεγάλη ανάγκη να φτιάξω κάτι ολόκληρο από το μηδέν και να εκτεθώ με αυτό, οπότε αυτή η διαδικασία για μένα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα», σημείωνε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή της στο popaganda.gr.

Έχει παίξει στην τηλεόραση

Μπορεί να μην το περίμενες, αλλά η Λένα Κιτσοπούλου μπορεί να αγαπά περισσότερο το θέατρο και τον κινηματογράφο αλλά δεν έχει γυρίσει την πλάτη της στην τηλεόραση.

Σύμφωνα με το βιογραφικό της έχει παίξει στις τηλεοπτικές σειρές:

Ίχνη: Ψευδαίσθηση 2007|2007 Mega
Αληθινοί έρωτες: Μυστικό δείπνο 2008|2008 Alpha
Απών 1995|1995 Mega
Εν Ιορδάνη 2002|2002 Star
Ιστορίες από την απέναντι όχθη: Ιδιοκτήτης 2007|2007 ΑΝΤ1
Το 10 2007|2007 Alpha

Η Λένα Κιτσοπούλου κάνει ντεμπούτα που βραβεύονται

Εξέδωσε πρώτη φορά γραπτά της το 2006. Τα πρώτα της διηγήματα με τίτλο Νυχτερίδες, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος και τιμήθηκαν με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Από τότε, έχουν εκδοθεί άλλες δύο συλλογές διηγημάτων της, «Μεγάλοι Δρόμοι» και «Το Μάτι Του Ψαριού» (Μεταίχμιο), καθώς επίσης και η νουβέλα «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», η οποία γράφτηκε ως μονόλογος για το Εθνικό Θέατρο και μέχρι σήμερα έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει παιχτεί σε πολλά θέατρα ανά τον κόσμο (Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία).

Βραβευμένο ήταν και το πρώτο της θεατρικό έργο καθώς η Λένα Κιτσοπούλου γράφει και σκηνοθετεί για το θέατρο. Το έργο της Αθανάσιος Διάκος- Η Επιστροφή παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2012 και κέρδισε σο Stückemarkt της Χαϊδελβέργης το International Authorprize 2013. Είχε κι αυτό διχάσει τότε το ελληνικό κοινό, καθώς ο Αθανάσιος Διάκος της παρουσιαζόταν ως ιδιοκτήτης ψητοπωλείου, ζηλόφθονος που εκδικείται τη μνηστή του, Κρουστάλλω για την απιστία της.

Τραγουδά ρεμπέτικα

Όπως και η υποκριτική έτσι και το τραγούδι είχε μπει από νωρίς στη ζωή της Λένας Κιτσοπούλου που κατά καιρούς προτιμά αντί να παίζει και να σκηνοθετεί να τραγουδά ρεμπέτικα τραγούδια.

«Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι μου άρεσαν από πάντα. Από μικρή τραγουδούσα σε όλες τις γιορτές του σχολείου, όπου μπορούσα. Έπαιζα πιάνο, είχα κόλλημα με την Αλεξίου, ήξερα όλα της τα τραγούδια απ’ έξω. Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι πιο σοβαρά, μεγαλώνοντας, διάβασα, έψαξα πολλά τραγούδια, πολλούς συνθέτες – Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, Βαμβακάρης, Ζαμπέτας. Άκουσα φωνές, από Ρόζα Εσκενάζυ, μέχρι Μοσχολιού, Πόλυ Πάνου, Μπέλλου, Γεωργακοπούλου, Νίνου. Μέσα στο ρεμπέτικο και το λαϊκό, υπάρχουν αριστουργήματα. Η γοητεία αυτού του κόσμου είναι ότι έπασχε τραγουδώντας. Τραγουδούσε το προσωπικό του βίωμα, αγγίζοντας παράλληλα και ένα κοινό αίσθημα.

Οι γυναίκες αυτές, η Εσκενάζυ, η Νίνου, η Μπέλλου, ήταν γυναίκες επαναστάτριες, απόκληρες για την εποχή τους, ακραίες, γι’ αυτό οι φωνές τους και οι ερμηνείες τους είναι αξεπέραστες. Προσωπικά, όταν τραγουδάω, κλέβω λίγο από αυτήν την παλιά ζωή, παραμυθιάζομαι ότι μπορεί και εγώ να είμαι κάτι τέτοιο», είχε εξηγήσει η ίδια.

Η ίδια έχει υπογράψει τους στίχους και σε νέα τραγούδια που όμως φέρουν σίγουρα τον χαρακτήρα του παλιού λαϊκού τραγουδιού, όπως Το τραύμα που θα ακούσεις παρακάτω.

Ερωτεύεται όπως γράφει

Δεν ξέρω αν θα γινόταν ποτέ μία καλλιτέχνης που φέρει μία τόσο ακραία πρόταση με τα κείμενα και τις σκηνοθεσίες της να ζει εντελώς διαφορετικά. Αν γίνεται να έχεις ένα σεντούκι με βωμολοχίες, ποίηση και ακραία συναισθήματα στην άκρη και να το ανοίγεις όποτε γράφεις και μετά να είσαι κάπως εντελώς αλλιώτικη. Η ίδια πάντως πιστεύει στον απόλυτο έρωτα, αυτόν που φτάνει κοντά στην τελειότητα, στο θαύμα την αθανασία, όπως έλεγε στη Vogue. Εκεί παραδεχόταν επίσης ότι ερωτεύεται όπως γράφει, στα άκρα.

«Ναι, εννοείται. Δεν θα μπορούσα να είμαι άλλος άνθρωπος στη γραφή και άλλος στη ζωή. Όπως γράφω, έτσι ερωτεύομαι, οπότε καταλαβαίνεις γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν μακριά. Χαχαχα! Τους κυνηγούσαν μάλλον να τους φάνε τα τρομαχτικά μου λόγια περί απόλυτου έρωτα. Ελπίζω να τρέχουν ακόμα, γιατί τα εννοούσα όλα», είχε πει η Λένα Κιτσοπούλου.

Η Λένα Κιτσοπούλου δεν φοβάται το σοκ, δεν φοβάται το μίσος, δεν φοβάται (μάλλον) τίποτα

«Θέλω με τη γλώσσα μου να δείχνω ότι δεν ντρέπομαι να μισώ, ότι δεν φοβάμαι να εχω κακία απέναντι στη ζωή, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να την αγαπήσω», είχε πει στη Lifo για τους Σφήκες, εκεί όπου ο μονόλογός της περιλάμβανε μεταξύ άλλων τη φράση «Μη ζητάτε ευθύνες από μένα, εγώ έχω ένα ισχυρό συμβόλαιο με το Εθνικό, γι’ αυτό θα κάτσω εδώ δεν φεύγω, κι όποιος έχει αντίλογο ας έλθει κάτω να τον γ@@@@@», που σόκαρε το κοινό. Η Λένα Κιτσοπούλου, σίγουρα δεν φοβάται να εκτεθεί σοκάροντας.

Δεν το φοβήθηκε από το πρώτο της έργο, όταν έκανε έναν ήρωα της επανάστασης, αντιήρωα, δεν το έκανε ούτε με τον Φρανκενστάιν στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση όταν πρόβαλλε σε οθόνη το αιδοίο της μονολογώντας. Δεν φοβάται να εκθέτει τον εαυτό της, τη σκέψη της μέσα από τα έργα της και το δικό της μοναδικό σύμπαν. Κι αν η αισθητική σου ταιριάζει με τη δική της έχει καλώς. Αν όχι, δεν πειράζει. Πάντως η Λένα Κιτσοπούλου σίγουρα δεν φοβάται την απόρριψή σου.

«Δεν φοβάμαι κάτι, γιατί όλα τα φοβιστικά πράγματα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, οπότε δεν προλαβαίνεις να φοβηθείς περιμένοντάς τα», έλεγε κάποτε με αφορμή την πανδημία και τους φόβους που μας γέννησε στο NEWS24/7. Και μάλλον αυτή η φράση της ταιριάζει σε όλες τις εποχές της.