ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ

Λίγες λέξεις στη μαμά μου, που έφυγε από καρκίνο του μαστού

Είναι πάντα όμορφο να χρησιμοποιείς δυνατές, αληθινές ιστορίες προκειμένου να περάσεις ένα αισιόδοξο μήνυμα. Ο καρκίνος του μαστού μας "χαρίζει" πολλές νικήτριες και άλλες τόσες συνεντεύξεις που δείχνουν πόσο δυνατές μπορούν να σταθούν οι γυναίκες μπροστά σ' αυτον. Η αλήθεια όμως είναι ότι δε στέκονται όλες το ίδιο τυχερές. Η Παυλίνα είναι μια πολύ καλή μου φίλη. Έχασε τη μαμά της πριν πέντε χρόνια από καρκίνο του μαστού. Τα τελευταία τρία χρόνια, της γράφει από ένα γράμμα στην επέτειο του θανάτου της. Της ζήτησα να μου στείλει το φετινό γιατί δεν έχουν όλες οι ιστορίες happy end κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει και αυτή η πλευρά της αρρώστιας.

“Γεια σου, μαμά.

5 χρόνια αφού έφυγες, είναι το τρίτο γράμμα που σου γράφω και κάθε φορά το μυαλό μου κατακλύζεται από γεγονότα της τελευταίας οχταετίας της ζωής σου. Αυτής που –με το χειρότερο τρόπο- μας έφερε κοντά και μας βοήθησε να γνωριστούμε.

Ήταν το 2003 που διαγνώστηκες με καρκίνο του αριστερού μαστού. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα… μαστεκτομή, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες… Ήμουν 20 χρονών κι όταν μου το ανακοίνωσες κατάχλωμη στην κουζίνα η αντίδρασή μου ήταν απαθέστατη. Πόσο λυπάμαι και ντρέπομαι, μαμά… δεν ξέρω αν έφταιγε η άγνοια ή η άρνηση να συνειδητοποιήσω ότι ίσως σε έχανα που με έκαναν να αντιδράσω λες και είχες μια απλή ίωση. Ήρθα στην κλινική μετά την μαστεκτομή και νομίζω είπα «έλα, όλα καλά τώρα, περδίκι θα γίνεις». Πού να ήξερα η ανόητη!

Έπειτα μπήκαν οι χημειοθεραπείες στη ζωή σου. «Ισχυρό κοκτέιλ φαρμάκων που θα προκαλέσει τεράστιο σοκ στον οργανισμό σου» σε προετοίμασε η ογκολόγος σου στην Αθήνα, όπου κατέβαινες κάθε τρεις εβδομάδες με τον αφανή ήρωα, τον μπαμπά.

Δεν είχα καταλάβει, ρε μαμά. Κι ας γέμισε ξαφνικά το ψυγείο μας ενέσιμα φάρμακα κι ας άλλαζες δωμάτια στο σπίτι με την τσάντα φαρμάκων πάντα ανά χείρας.

Όταν άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά σου, αποφάσισες να τα κόψεις αμέσως κι αγόρασες περούκα κοντά στο σχήμα των μαλλιών σου. Ευτυχώς ήταν ανέκαθεν κοντά, οπότε δεν ήταν μεγάλη η διαφορά. Ωστόσο, κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι στο σπίτι έτρεχες να τη βάλεις. Δεν ντρεπόσουν για την εικόνα σου, ο φόβος σου ήταν μην τυχόν σοκαριστούν οι επισκέπτες, μην «τρομάξουν». Επέμενα για καιρό να μου δείξεις την τομή σου και να μη φοράς σκουφάκι στο σπίτι, παρόλο που αρνιόσουν αρχικά. Τότε νόμιζα πως δεν ήθελες να μας προκαλεί οίκτο η όψη σου. Άργησα να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελες να μας στενοχωρείς. Ένιωσα, όμως, υπέροχα όταν σταδιακά χαλάρωνες. Το απαλό, μωρουδίστικο κεφαλάκι σου πήρε όσα χάδια δε σου έδωσα όλα τα προηγούμενα χρόνια. «Ροδακινάκι μου» σε έλεγα και χαμογελούσες. Πόσο περίεργο, έγινες εσύ ξαφνικά το μωρό μου και πρώτη φορά σε αντιμετώπιζα με τόση τρυφερότητα, αντιστράφηκαν οι ρόλοι μας.

Στο μεταξύ, πήρα τη μεταγραφή για να σπουδάσω Αθήνα. Ήξερες ότι ήθελα όσο τίποτα να φύγω από την επαρχιακή μας πόλη, μπήκα όμως σε δίλημμα: Και τώρα τι; Απλά φεύγω; Κι αν με χρειαστούν; Με ενθάρρυνες, όμως. «Ευτυχώς θα έχω ένα σπίτι να μένω όταν θα κατεβαίνω για θεραπείες». Πάντα οι άλλοι πρώτα, ρε μαμά, να είναι καλά τα παιδιά σου και να μην αγχώνονται για εσένα.

Στην πρωτεύουσα έφαγα το πρώτο ηχηρό χαστούκι. Μια ημέρα ήρθα μαζί σας για τη χημειοθεραπεία σου και για κάποιο λόγο επιστρέψαμε με το λεωφορείο στο σπίτι μου. Γεμάτο συνομήλικούς μου φοιτητές κι ανάμεσά τους εσύ, μια μικροκαμωμένη, ετοιμόρροπη φιγούρα με βαμβάκι στο χέρι και μισόκλειστα μάτια, σε ανεβάσαμε με κόπο στο όχημα και σε στηρίζαμε σε όλη τη διαδρομή. Έξαλλη εγώ με τους συνομήλικους συνεπιβάτες που ενώ σε έβλεπαν σε αυτή την κατάσταση γυρνούσαν απαθείς το βλέμμα έξω από το παράθυρο στρογγυλοκαθισμένοι στις θέσεις που όφειλαν να σου παραχωρήσουν στην μπροστινή πλευρά του λεωφορείου. Γάβγισα σε μια κοπελίτσα να σηκωθεί για να κάτσεις, αυτή με κοίταξε λοξά και σηκώθηκε απρόθυμα. Σε αφήσαμε να καταρρεύσεις με την ησυχία σου στο κάθισμα με τον μπαμπά.

Οι συνεπιβάτες σε κοιτούσαν με περιέργεια κι εγώ τους κοιτούσα αγριεμένη. Δεν είστε σε freak show, γαμώτο! Είναι η μαμά μου και είναι άρρωστη, οκ; Κοιτάξτε τις δουλειές σας τώρα!

Άλλη μια φορά παραλίγο να βγάλω νύχια σε νοσοκομείο της Β. Ελλάδας όπου έκανες τις ακτινοβολίες. Ενώ είχες προτεραιότητα, η γιατρός σε αγνοούσε επιδεικτικά επειδή δεν έδωσες φακελάκι. Έγερνες στην καρέκλα, τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια σου και η χειρότερη έκφραση που έχω δει ποτέ σε πρόσωπο απλώθηκε στο δικό σου: απόγνωση. Δύο ώρες μετά ούρλιαζες από τον πόνο και ο μπαμπάς αναγκάστηκε να με κρατήσει με το ζόρι για να μην μπω στο ιατρείο και τα σπάσω όλα, επειδή «δε θα μας προσέξουν την επόμενη φορά και δε θα την προσέξουν οι νοσοκόμες αν κάνεις σκηνή ή καταγγελία, κάνε το για τη μαμά, πουλάκι μου». Πνίγηκα από θυμό, θλίψη και ανημποριά. Θα έκανα τα πάντα για εσένα και το κατάλαβα εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Τη στιγμή που συνειδητοποίησα πόσο πολύ σε αγαπάω και πόσο μαρτυρικό και μοναχικό ήταν το ταξίδι που έκανες. Εμείς ήμασταν απλά άχαροι κομπάρσοι την ώρα που εσύ πολεμούσες τον ίδιο σου τον εαυτό.

Τα χρόνια πέρασαν με τηλεφωνήματα κι επισκέψεις εκατέρωθεν, εξετάσεις, γιορτές, φάρμακα, συζητήσεις μεταξύ μας. Πόσο τραγικό, μαμά, που έπρεπε να νοσήσεις για να πούμε επιτέλους «σ’ αγαπώ» και να αγκαλιαζόμαστε συνέχεια. Το «δεδομένο» έγινε ευχάριστη έκπληξη. Καθάρισε ο οργανισμός σου μας είπε η ογκολόγος, οπότε πλέον οι εξετάσεις γίνονταν ανά εξάμηνο. Πάει, πέρασε κορίτσι μου ο εφιάλτης!

Ώσπου τον έβδομο χρόνο ένιωθες πόνο στο σημείο της τομής. Δεν έκανες ποτέ επέμβαση αποκατάστασης, το είχες θεωρήσει περιττό στα 54 σου που έκανες τη μαστεκτομή. Δεν ένιωσες λιγότερο γυναίκα με το ένα στήθος σου και σε θαυμάζω γι’ αυτό, εγώ στη θέση σου θα την είχα κάνει άμεσα. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να αστειευόμαστε με την όψη σου Αμαζόνα μου!

«Μετάσταση». Οι δυο μας στο ιατρείο. Έχασα την όρασή μου για δευτερόλεπτα. Έφταιγαν τα δάκρυά μου που πλημμύρισαν τα μάτια μου; Πέθανα για λίγο κι επανήλθα; Η καρδιά μου πάντως είμαι βέβαιη ότι σταμάτησε για λίγο. Εσύ φαινομενικά ανέκφραστη, αλλά διάβασα στο πρόσωπό σου «Γιατί; Τα έκανα όλα σωστά. Γιατί;». Με αδιανόητη ψυχραιμία άκουγες το νέο πλάνο εξετάσεων και θεραπειών. Και μέσα στη θολούρα είχες το 27χρονο μυξιάρικο δίπλα σου να παρηγορήσεις, μην τυχόν αντιλαμβανόταν για άλλη μια φορά το φόβο σου.

Η μετάσταση ήρθε στο κεφάλι και στα οστά. Ήταν η πρώτη φορά που η οικογένειά μας ήρθε τόσο κοντά. Μεγαλύτερες πλέον και οι δυο σου κόρες, επιτέλους αντιληφθήκαμε πως αυτό το βάρος δεν μπορούσε να το επωμίζεται μόνο ο βράχος σου, ο μπαμπάς. Επέμβαση με λέιζερ στο κεφάλι για να συρρικνωθούν οι όγκοι, φώσφορος για τα οστά, χημειοθεραπείες ξανά (οπότε το ροδακινάκι έκανε τρυφερή επανεμφάνιση) και πολλή αγωνία κάθε φορά που έβγαιναν τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου για 9 μήνες.

Δυο μήνες πριν φύγεις κοιμόσουν στον καναπέ και σου χάιδευα το κεφάλι ενώ καθόμουν πίσω σου κι έκλαιγα σιωπηλά μην τυχόν ξυπνήσεις, με δεις έτσι και καταλάβεις κάτι.

Γιατί το Πάσχα του 2011 η αγωνία έφυγε και πήρε τη θέση της η παγωμάρα. Η γιατρός με κόμπο στη φωνή μας ενημέρωσε από το τηλέφωνο ότι πρέπει να σε αφήσουμε φύγεις «αξιοπρεπώς», να μην σε ταλαιπωρήσουμε μάταια με άλλα φάρμακα και ταξίδια. Τι; Όχι, όχι, κάποιο λάθος έγινε. Η μαμά μου είναι ο δυνατότερος άνθρωπος που ξέρω από μόνη της, τώρα που είμαστε τέσσερεις αυτό που υπονοείτε δε γίνεται να συμβεί.

Δύο μήνες αεροπορικά ταξίδια στο πατρικό κάθε Παρασκευή βράδυ κι επιστροφή στην Αθήνα τις Κυριακές, καθώς Δευτέρα δούλευα. Νεκροζώντανη. Δύο μήνες και οι αλλαγές που έβλεπα από εβδομάδα σε εβδομάδα στο σώμα και το πρόσωπό σου με τσακίζουν ακόμα και τώρα. «Αξιοπρεπώς», είπε η γιατρός. Μου είχε πει ένας γνωστός πριν χρόνια ότι ο καρκίνος είναι δυστυχώς η αρρώστια που σου παίρνει κάθε αξιοπρέπεια και μου έμελλε να καταλάβω τι εννοούσε. Ακινησία, ανορεξία, απώλεια βάρους και συνείδησης. Έγινες εσύ το μωρό μας: προσωπική υγιεινή, μπάνιο, τάισμα, μάλωμα όταν δεν έτρωγες τα γεύματά σου σε υγρή μορφή, χαδάκια, αγκαλιές, χαμόγελα, υπομονή όταν δεν μας αναγνώριζες.

Μπροστά σου πλατιά χαμόγελα, αισιοδοξία («φάε να δυναμώσεις για να πάμε στη γιατρό, σε περιμένει!»), θέατρο μέχρι τη στιγμή που γυρνούσα απλά την πλάτη μου χωρίς να προλαβαίνω να βγω από το δωμάτιο. Τα δάκρυα έτρεχαν ανεξέλεγκτα και ασταμάτητα. Ερμηνείες για Όσκαρ, σου λέω. Για να μην καταλάβεις μέχρι την τελευταία στιγμή πόσο πονούσαμε και στενοχωρηθείς κι εσύ που μας προκάλεσες πόνο. Εσύ, που ήξερες να κάνεις μόνο το καλό, να μη νιώσεις στιγμή ενοχές που αρρώστησες κι έφευγες.

Δύο μήνες πριν φύγεις κοιμόσουν στον καναπέ και σου χάιδευα το κεφάλι ενώ καθόμουν πίσω σου κι έκλαιγα σιωπηλά μην τυχόν ξυπνήσεις, με δεις έτσι και καταλάβεις κάτι. Αναστέναξες και σε ρώτησα χαμηλόφωνα «τι δώρο θέλεις για τη γιορτή σου, Ειρηνάκι μου;». Μια έκφραση ελπίδας στο πρόσωπό σου, φωτίστηκε. Άργησες να μου απαντήσεις και υπέθεσα ότι κοιμήθηκες πάλι ή ότι δεν με άκουσες. Κι όμως, τελικά μου απάντησες: «Να ζήσω».

Κάθε χρόνος που περνάει είναι μια πιο βαθιά μαχαιριά στην καρδιά μου. Μεγαλώνω και αντιλαμβάνομαι αυτό που συνέβη με άλλα κριτήρια. Βλέπω τι θα μπορούσα να είχα κάνει αλλιώς, με μαστιγώνω ενίοτε, μου λείπεις αφόρητα, θα ήθελα αν κάνω ποτέ παιδιά να σε γνωρίσουν, πόσο τυχερά θα ήταν! Θέλω να μου πεις πώς θα φύγει ο τάδε λεκές και πώς έκανες τον πιο τέλειο κορμό έβερ! Ψάχνω τις συνταγές σου, τα πράγματά σου και σε μυρίζω παντού. Είναι ειρωνικό το πόσα μου έμαθε ο καρκίνος σου, μαμά. Και πάνω από όλα το πόσο πολύ σε χρειαζόμουν και δεν το ήξερα. Ήσουν και θα παραμείνεις το πρότυπό μου για τη δύναμη που έδειξες σε αυτή σου την προσπάθεια, η αγάπη σου για εμάς και την ίδια τη ζωή παραμένει συγκλονιστική όταν σκέφτομαι ποια ήσουν.

Μου λείπεις πολύ, συγγνώμη για την ανεπάρκειά μου.

Μακάρι να μπορούσα να χαϊδέψω πάλι το καραφλό σου κεφαλάκι και να το γεμίσω φιλιά.

Πάντα μέσα μου, ροδακινάκι μου.”