ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Μαντώ: Η γυναίκα πίσω από την κρυστάλλινη φωνή

Συναντηθήκαμε ένα πρωί του Ιανουαρίου, κάπου στα νότια της Αθήνας. Η πρώτη λέξη που σου έρχεται στο μυαλό μόλις την δεις είναι “radiant”. Λάμπει. Όση ώρα ακούει τις ερωτήσεις σου, όση ώρα κουβεντιάζει, όση ώρα στέκεται περιμένοντας να ανοιγοκλείσεις το δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, η Μαντώ ακτινοβολεί.

Κάποιες γενιές, όπως η δική μου, μεγαλώσαμε με τα ποπ τραγούδια της. Τα ακούγαμε στα πάρτι, ζητούσαμε από τους γονείς μας λεφτά για να αγοράσουμε τις κασέτες των άλμπουμ της και αγοράζαμε το περιοδικό “Κατερίνα” για να μάθουμε για τη ζωή της.

Γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη. Ο μητέρα της ήταν λυρική σοπράνο στην όπερα και αργότερα καθηγήτρια φωνητικής, ενώ ο πατέρας της ήταν πιανίστας και έπαιζε κυρίως τζαζ. Φοίτησε στο Εθνικό Ωδείο και έμαθε πιάνο, αλλά μέχρι και σήμερα προτιμάει την κιθάρα, στην οποία είναι αυτοδίδακτη. Εκεί συνθέτει και πιστεύει ότι παίζει καλύτερα. Την πρώτη της κιθάρα της την χάρισε ένας θείος της, ο οποίος ήταν δικηγόρος και της είχε προτείνει να ακολουθήσει εκείνη την επαγγελματική πορεία. Η Μαντώ, όμως, αγαπούσε από παιδί τη μουσική κι έτσι δεν θα διάλεγε να ασχοληθεί με κάτι άλλο.

Ήταν γύρω στα πέντε όταν, επηρεασμένη από τη μητέρα της, έμαθε απέξω την άρια της  Βασίλισσας της Νύχτας από τον Μαγεμένο Αυλό. Δυο χρόνια μετά τραγούδησε στο σπίτι της μπροστά σε κόσμο το “I don’t know how to love you”, το τραγούδι της Μαρίας Μαγδαληνής από το Jesus Christ Super Star. Η αγάπη της για το μιούζικαλ είχε φανεί από πολύ νωρίς, ιδίως για τα έργα του Andrew Lloyd Webber, αλλά και για παλιότερα, όπως το My Fair Lady.

Όταν ήταν 13 χρονών αποφάσισε να πάει σε μια οντισιόν στο Θέατρο Καλουτά. Έτσι, έπιασε την πρώτη της δουλειά στο πλάι του Μίμη Πλέσσα. Πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο ξεκίνησε να κάνει πολλά διαφημιστικά και φωνητικά δίπλα σε καλλιτέχνιδες όπως η Μαρινέλλα και η Αλέκα Κανελλίδου. Η πρώτη της δισκογραφική δουλειά ήταν μαζί με τον Τζίμη Πανούση στο κομμάτι “Granny Motorcycle”, γνωστό και ως “Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν”.Το 1985 κυκλοφόρησαν με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο δυο κομμάτια, το Fill me up, που ήταν δικό του, και το Love me baby, το οποίο είχε συνθέσει η ίδια και κυκλοφόρησε παγκοσμίως.

 

Όσο η δισκογραφική της καριέρα προχωρούσε με σταθερά βήματα, η Μαντώ δούλευε πάνω στη τζαζ. Συνεργαζόταν με τον Μανώλη Μικέλη, έναν από τους καλύτερους πιανίστες παγκοσμίως. Δούλεψε στο τρίο του ως βασική τραγουδίστρια και μόλις τελείωσε το λύκειο έφυγε για την Αμερική. Μετά το Berklee College, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε ιδιαίτερα μαθήματα με τον καθηγητή της Barbra Streisand. Μέχρι τότε η μουσική πάνω στην οποία δούλευε ήταν η τζαζ και η fusion. Η ποπ ήρθε αργότερα.

Όσο η Μαντώ βρισκόταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες παρακολουθούσαν την καλλιτεχνική της πορεία από μακριά. Μια μέρα δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από την MINOS. Ήθελαν μια κοπέλα να τραγουδάει χορευτική ποπ στα ελληνικά κι έτσι της έκαναν πρόταση για άλμπουμ. Η Μαντώ συμφώνησε υπό την προϋπόθεση ότι θα έκανε τον δίσκο, αλλά θα εξακολουθούσε να ζει στην Αμερική. Τι άλλαξε τα σχέδιά της;

Ήταν τέτοια η ανταπόκριση του κόσμου εδώ και η αγάπη και το πώς με αγκάλιασε το κοινό και η επιτυχία, που με κράτησε εδώ. Ήταν εντελώς απροσδόκητο.

”Είχα στο μυαλό μου ότι θα κάνω ένα άλμπουμ με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο και τον Γιώργο Μίτσιγκα και θα επιστρέψω στη βάση μου. Στην Αμερική είχα πρόταση να υπογράψω με την GRP Records. Ο πρόεδρος μου είχε προτείνει συνεργασία τότε. Επειδή παρέμεινα εδώ, δεν μπορούσα να κάνω και τα δυο. Ουσιαστικά χάθηκε μια ευκαιρία, αλλά δεν το μετανιώνω. Ήθελα να κάνω καριέρα στη χώρα μου.”

Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, η Μαντώ κυκλοφόρησε 8 άλμπουμ,τα οποία έγιναν χρυσά και πλατινένια, συνέθεσε κομμάτια, έγραψε στίχους, έγινε αφίσα σε εφηβικά δωμάτια και το 1997 έδωσε ένα τραγούδι της στην Jessica Simpson. Το “Where You Are” έγινε μεγάλη επιτυχία και μπήκε στο soundtrack της ταινίας “Here on Earth”.

Για χρόνια αναρωτιόμουν αν υπήρξε ποτέ κάποιο “αντίπαλο δέος” της Μαντώς, τον καιρό των μεγάλων ποπ επιτυχιών. “Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Εξάλλου το είδος που τραγουδούσα ήταν πιο διεθνές. Αργότερα έκανα και πιο ελληνικά πράγματα, πιο λαϊκά πράγματα, ήταν της μόδας και αποτελούσαν και επιθυμία της δισκογραφικής. Αλλά το είδος που υπηρετούσα ήταν η πιο χορευτική μουσική, δεν υπήρχε κάτι να ενοχλεί αυτό που έκανα εγώ ώστε να έχω αντίπαλο δέος.” Και συνεχίζει λέγοντας ότι ήταν από τους τυχερούς του χώρου της. “Όταν ήρθα από την Αμερική βρήκα ένα κόκκινο χαλί στρωμένο. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ για να γίνω γνωστή στο κοινό.”

Βέβαια, όλο αυτό εξηγείται, όχι μόνο λόγω της ίδιας της φωνής της, αλλά και από το γεγονός ότι επεδείκνυε πάντοτε μοναδικό επαγγελματισμό. “Ήμουν φοβερά πειθαρχημένη και συνεπής, γι’ αυτό είχα και αυτή τη διάρκεια. Το να διακριθεί κάποιος δεν είναι δύσκολο. Το δύσκολο είναι να παραμείνει, να μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις και να σηκώσει το τεράστιο βάρος και τις τεράστιες ευθύνες που απορρέουν απο μια τέτοια μεγάλη καριέρα”. Την εποχή των μεγάλων επιτυχιών, όπως το “Στοιχηματίζω”, το “Εσύ”, το “Τιμώρησέ με”, το “Αισθήσεις”, το “Ταιριάζουμε σαν Γάντι”, εμφανιζόταν κάθε βράδυ.

 

Συχνά το πρόγραμμα τελείωνε στις 6 το πρωί και έπρεπε να πάει με ελάχιστο (ή και καθόλου) ύπνο στην τηλεόραση ή όπου αλλού έπρεπε να εμφανιστεί και να παραμείνει άλλες τόσες ώρες, χωρίς καμία σωματική ή φωνητική ξεκούραση. Το άντεξε. “Είχα πρώτα τη δουλειά και μετά όλα τα άλλα. Μπορώ να σου πω ότι ακόμα είμαι λίγο έτσι.”

Ως μητέρα δυο παιδιών, θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει με αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Η Μαντώ βρήκε την ισορροπία της.

Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύω ότι γεννιούνται για να κάνουν κάτι συγκεκριμένο. Έτσι ένιωθα πάντα. Ήταν η αποστολή μου αυτή, να τραγουδάω, να γράφω μουσική και να μεταφέρω τις γνώσεις μου στη νέα γενιά και να ασχοληθώ με το μιούζικαλ. Και παράλληλα είμαι μια ευτυχισμένη μανούλα.

Απαντάει με χιούμορ στο ερώτημα αν της φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι τα παιδιά της μεγάλωσαν. “Δεν θέλουν πια “Αγκαλίτσες και Φιλάκια”. Μου λείπει αυτό”. Η επικοινωνία της με τα παιδιά γενικότερα είναι άριστη, καθώς η ίδια είναι άνθρωπος του “σήμερα”. “Παρότι έχω μια καριέρα που σχεδόν μετράει τριάντα χρόνια, ζω στο σήμερα. Είμαι της τεχνολογίας, ακούω πολλή καινούργια μουσική και όλα τα είδη. Είμαι πολύ ανοιχτόμυαλη και γι’ αυτό έχω τόσο καλή επικοινωνία με τα νέα παιδιά.” Θεωρεί πως οφείλει να γνωρίζει τις νέες φωνές. Από ξένους ερμηνευτές, ξεχωρίζει ιδιαίτερα τον Bruno Mars και τον John Legend, ενώ από Έλληνες τον Χρήστο Μάστορα, frontman των “Μέλισσες”.

Της αρέσουν οι φωνές που μπορούν να τραγουδήσουν τα πάντα. Αυτό κάνει και με τους μαθητές της στο Ωδείο Τέχνης Φακανά. Τους βάζει διαρκώς προκλήσεις, ώστε να τραγουδούν όλα τα είδη. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει την αγάπη για την “παλιά” μουσική, αλλά δεν πιστεύει για κανένα λόγο ότι πρέπει μόνο να νοσταλγεί κανείς τις παλιές εποχές της δημιουργίας και να μην παρακολουθεί την μουσική του σήμερα. Στα τμήματα του Μιούζικαλ για Παιδιά, συνθέτει και η ίδια νέα κομμάτια και προετοιμάζει όλο το στήσιμο μιας μουσικής θεατρικής παράστασης, ώστε να μπορέσει να μεταφέρει μια ολοκληρωμένη γνώση και εμπειρία στη νέα γενιά τραγουδιστών.

“Tα talent shows είναι ένας τρόπος προβολής. Δεν χτίζουν καριέρες. Αν κάποιος μπορεί και  διαχειριστεί σωστά την αναγνωρισιμότητα και την προβολή, αν γίνει ο επιχειρηματίας του εαυτού του, μπορεί να προχωρήσει”,  απαντάει στην ερώτηση για την ουσία των σημερινών μουσικών talent shows. H ίδια δεν είχε ποτέ μάνατζερ, με την έννοια ενός ανθρώπου που την κατηύθυνε στις κινήσεις της καριέρας της. “Πλέον υπάρχει το ίντερνετ. Έχουμε τα εργαλεία να πάμε παντού αυτό που κάνουμε. Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Οι δισκογραφικές δεν θα ψάξουν να ανακαλύψουν έτσι απλά και δεν θα επενδύσουν σε κάποιον, αλλά θα πάρουν καλλιτέχνες ανάλογα με τα views και το buzz που θα δημιουργήσουν.”

Η δισκογραφική του σήμερα ονομάζεται ίντερνετ. Κάποιος πρέπει εκεί να δημιουργήσει την καριέρα του.

Στην καριέρα της συνολικά συνεργάστηκε με όλους τους σημαντικούς Έλληνες συνθέτες. “Είχα την τύχη να ζήσω στην χρυσή εποχή της Ελλάδας. Δεν είμαι αναχρονιστική, δεν κολλάω στα παλιά, να λέω ότι δεν έχει ξαναβγεί νέος Stevie Wonder και Barbra Streisand.

Yπάρχουν πολύ καλές μπάντες, σε όλα τα είδη μουσικής. Ακούω όλα τα είδη. Αν κάτι είναι ορίτζιναλ το ακούω από οποιοδήποτε είδος, από R’n’B ως heavy metal. Yπάρχουν καλοί συνθέτες και τραγουδιστές. Πάντα υπάρχει το σύστημα που δημιουργεί κάποια είδωλα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Πολλοί άνθρωποι έκαναν καριέρα μόνο με μάρκετινγκ χωρίς να έχουν πολύ ταλέντο.” Σήμερα, όμως, είναι δύσκολο να κάνεις καριέρα αν δεν έχεις ταλέντο, καθόσον εκτίθεσαι πολύ εύκολα. “Τραγουδάς και ο κόσμος από κάτω σε παίρνει βίντεο και σε ανεβάζει στο Ίντερνετ” κι έτσι είναι πολύ εύκολο να εκτεθείς, αν δεν είσαι καλός.

Για την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, η Μαντώ αισθάνεται ότι οι άνθρωποι είναι σε μια διαρκή άμυνα. Δεν μπορούν να χαλαρώσουν και να νιώσουν αγάπη για τους άλλους. Συγκρίνοντας το “σήμερα” με τις χρυσές εποχές των 90s, η ίδια παραδέχεται την τάση υπερβολής που υπήρχε κι αυτό που την στενοχωρεί πλέον είναι ότι καθένας έχει φτιάξει έναν μικρόκοσμο και ζει εκεί μέσα. Το μοναδικό πράγμα που νοσταλγεί από εκείνη την εποχή είναι ότι ήμασταν πιο κοινωνικοί και δεν κοιτούσαμε τον απέναντι απευθείας με καχυποψία.

Θυμάμαι ένα live της στο Riba’s, όπου η ίδια βρισκόταν πάνω σε μια βάρκα στη μέση της πισίνας του μαγαζιού. Την ρώτησα αν θα έκανε ξανά κάτι τέτοιο. Θα το έκανε, αν υπήρχαν τέτοιες παραγωγές, με διάρκεια. Πλέον δεν υπάρχουν, όμως, και η ίδια προτιμάει τα λάιβ σε μουσικές σκηνές πιο προσιτές στον κόσμο. Με τον αισθητό περιορισμό των μουσικών σχημάτων και των ημερών λειτουργίας των νυχτερινών μαγαζιών, οι τάσεις στη νυχτερινή ζωή έχουν αλλάξει άρδην. Προτιμάει, λοιπόν, τις σκηνές όπου ο καλλιτέχνης είναι πιο κοντά στον θεατή. Θεωρεί πως πλέον ο κόσμος βγαίνει περισσότερο γιατί το έχει ανάγκη παρά γιατί θέλει να τον δουν έξω.

Η κουβέντα έκλεισε με την Eurovision. Θα πήγαινε ξανά, αν υπήρχε ένα κομμάτι αξιώσεων, το οποίο να μπορεί να εκπροσωπήσει την χώρα στο εξωτερικό. Συζητήσαμε για τα πρόσφατα κομμάτια που κέρδισαν τη διοργάνωση. “Πολλά δεν τα θυμόμαστε”, καθώς το χαρακτηριστικό τους είναι απλά το εφήμερο, ανεξάρτητα από την τελική θέση που παίρνουν στην κατάταξη του διαγωνισμού. Το Never Let You Go, με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στη διοργάνωση του 2003 πρόσφατα αναδείχθηκε ως μια από τις 10 καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία της Eurovision.

 

Προς το παρόν ετοιμάζει τη νέα της δισκογραφική δουλειά, μαζεύει ακούσματα από όλα τα είδη της μουσικής και διδάσκει φωνητική και μουσικό θέατρο σε νέα παιδιά.

Η Μαντώ σημαίνει για εμένα και τη γενιά μου ένα μεγάλο κομμάτι των παιδικών μας ακουσμάτων. Μου άρεσε πάντα η γαλήνη στο βλέμμα της και η ηρεμία, η απαλότητα στο “στήσιμο” και τις κινήσεις της. Οι εντυπώσεις μου επιβεβαιώθηκαν στη διάρκεια της συνάντησής μας. Και η ίδια έλαμπε καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωινού, αντανακλώντας εκείνο το πράγμα που την κάνει μοναδική. Την Φωνή. Που μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα κι εσύ να θέλεις να ακούσεις και άλλα.

 

Η Μαντώ θα εμφανιστεί το Σάββατο 21 Ιανουαρίου σττο Gagarin 205, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου και θα ερμηνεύσει όλες τις επιτυχίες της.