CELEBRITIES

Ο Βασίλης Ζούλιας για τη μητέρα του: «Θυμάμαι τη στιγμή που πήρες την απόφαση να φύγεις από τον κακοποιητικό γάμο σου»

Papadakis Press

H Γιορτή της Μητέρας ήταν η αφορμή. Η αφορμή για να μιλήσει ο Βασίλης Ζούλιας για την αγαπημένη μητέρα του και μαζί με την εξιστόρηση της δικής της πορείας ζωής να μοιραστεί τις δικές του σκοτεινές εποχές. Πάντα δίπλα του. Στις δυσκολίες και στις χαρές. Όταν εκείνος την έδιωχνε και νόμιζε ότι την «τιμωρεί» με τις πράξεις του κι όταν στα 29 του ξεκίνησε το ταξίδι της ανάρρωσης.

Ο Βασίλης Ζούλιας γράφει για τη μαμά Κατερίνα και ανεβάζει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της. Η μαμά Κατερίνα, με τον Βασίλη στο χέρι, δραπέτευσε από έναν κακοποιητικό γάμο. Τη δεκαετία του ‘70 έφυγε από την Άνδρο για να σωθεί και για να τον σώσει.Ο Βασίλης Ζούλιας περιγράφει εκείνο το ταξίδι και τη μετέπειτα ζωή τους στην Αθήνα. «Πάντα να πιστεύεις σε μένα και να ελπίζεις, εκεί δίπλα μου σαν σάκος του μποξ», γράφει ο Βασίλης Ζούλιας..

Βασίλης Ζούλιας: «Σαν τώρα θυμάμαι τη στιγμή που πήρες την απόφαση να φύγεις από τον κακοποιητικό γάμο σου»

«Αγαπημένη μου Μητέρα χρόνια σου πολλά. Σαν τώρα θυμάμαι τη στιγμή που πήρες την απόφαση να φύγεις από τον κακοποιητικό γάμο σου. Έβρεχε και ήταν χειμώνας γύρω στο ‘70 στην Άνδρο. Μου έβαλες ένα παλτουδάκι και κασκόλ, εσύ μια καμπαρντίνα και μαντήλι στο κεφάλι, μια βαλίτσα πράγματα και φύγαμε με το βραδινό για την Αθήνα. Ή ήταν πρωί που έμοιαζε με νύχτα, σαν νεορεαλιστική ταινία του Φελίνι. Μπράβο σου!

Ήσουνα νέα και όμορφη και πήρες τη ζωή στα χέρια σου με τον δύσκολο δρόμο. Δουλεύοντας σκληρά για να μην μου λείψει τίποτα, ενώ μπορούσες και αλλιώς, αν ήθελες, αλλά τελικά δεν μπορούσες. Οι αρχές σου ήταν πάντα πάνω απ’ τις όποιες δυσκολίες.

Κακή κουβέντα απ’ το στόμα σου δεν άκουσα ποτέ και για κανέναν, ακόμη και για τον Πατέρα μου ή θα ‘λεγα κυρίως για αυτόν και αν άκουγες καμιά φορά τη θεία μου να τον βρίζει, εσύ έλεγες ”σε παρακαλώ, Μαρία μου, είναι ο πατέρας του παιδιού μου”.

Σήμερα σε ευχαριστώ για αυτό. Σε ευχαριστώ που δεν με δηλητηρίασες για αυτόν, αν και θα μπορούσες, τόσα που είχες τραβήξει. Τόσα χρόνια μόνοι μας, άνδρα δεν είδα ποτέ στο σπίτι και όταν ήρθε η ώρα να κάνεις τον δεύτερο γάμο σου μου φέρθηκες σαν να ήμουνα μεγάλος.

Με πήγες στη Σόνια να τον γνωρίσω και αφού φάγαμε γλυκό όλοι μαζί και έφυγε, μου λες ”Βασιλάκη μου, τι λες, μου ζήτησε να παντρευτούμε, αλλά μόνο αν πεις εσύ το ναι”.

Ήμουνα 11 χρονών και φυσικά είπα ναι. Ήθελα τόσο να σε δω ευτυχισμένη. Μείνατε αγαπημένοι μέχρι το τέλος του, 49 χρόνια μετά. Στην εφηβεία μου σε τσάκισα, σαν να ‘θελα να σε εκδικηθώ, σήμερα ξέρω, κανείς δεν έφταιγε.
Πονούσα τον εαυτό μου, πονούσα και σένα, ασταμάτητα και βασανιστικά. Από το χέρι σου έφυγα και πήδηξα στο κενό μπροστά σου, σαν να ‘θελα να σε τελειώσω και σένα μαζί με μένα.

Θυμάμαι σου ‘λεγα στο παραλήρημά μου ”τι φταίω εγώ, που με γέννησες για να πονάω;” Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα τότε. Για όλα έφταιγες εσύ και εσύ εκεί, πάντα να πιστεύεις σε μένα και να ελπίζεις, εκεί δίπλα μου σαν σάκος του μποξ.
Κάποια στιγμή, στα 29 μου, άρχισε η θεραπεία μου και έτσι ξαναβρεθήκαμε, μπόρεσα επιτέλους να σου πω το σ’ αγαπώ. Μα πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Σ’ αγαπώ γιατί επιτέλους μ’ αγαπώ».

«Μπόρεσα μέσα στα χρόνια να της ζητήσω συγγνώμη κοιτώντας τη στα μάτια που είναι ίδια με τα δικά μου»

Τον Νοέμβριο του 2021, στις 25 του μήνα, ο Βασίλης Ζούλιας είχε κάνει ακόμα μια πολύ προσωπική εξομολόγηση. Ανήμερα της γιορτής της βουτάει στα βαθιά της ψυχής του μας κάνει κοινωνούς των συναισθημάτων του. Για εκείνη. Για τον ίδιο του τον εαυτό. Αποδοχή και λύτρωση.

«Σήμερα γιορτάζει η μητέρα μου. Κατερίνα. Γεννήθηκε το ’38 στη Μήλο και ήταν το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας με 8 παιδιά. Άρχισε να δουλεύει σκληρά από νωρίς για να βοηθάει την οικογένεια και τον εαυτό της, στις αλυκές του νησιού. Κάτω από τον ήλιο, μαζεύοντας αλάτι. Παντρεύτηκε από έρωτα τον πατέρα μου και οι δύο στα 22. Χαϊδεμένος γιος του παππού μου Βασίλη που αγόραζε γη όπου έφτανε το μάτι του.

Με γέννησε με φρικτούς πόνους στο πατρικό της προικώο σπίτι στη Μήλο και μετά από λίγο άρχισαν τα προβλήματα.
Πίσω μπρος Αθήνα, Μήλο και τελευταία στάση στην Άνδρο, πριν κάνει ίσως την πιο θαρραλέα πράξη της ζωής της, λέγοντας ένα τεράστιο όχι στη συνεχή κακοποίηση.

Ένα βράδυ ή ήταν μέρα που έμοιαζε βράδυ, μου έβαλε ένα παλτό, εκείνη φόρεσε μια καμπαρντίνα με μαντήλι στο κεφάλι και μου λέει ‘’πρέπει να φύγουμε’’. Εγώ ήμουν 7 εκείνη ούτε 30. Ήρθε στην Αθήνα, κι ενώ ήταν νέα και όμορφη, προτίμησε να δουλέψει τίμια και σκληρά φροντίζοντας να μην μου λείψει τίποτα, κουβαλώντας και τον πόνο της.

Ξαναπαντρεύτηκε έναν υπέροχο άνθρωπο, βρίσκοντας την ισότιμη αγάπη και σεβασμό που της άξιζε, αφού πρώτα όμως πήρε την έγκρισή μου αντιμετωπίζοντάς με σαν μεγάλο ενώ ήμουν μόλις 10. Στην εφηβεία μου και μέχρι τα 29 μου πέρασα άσχημα. Πολύ άσχημα. Μέχρι που με είδε από το χέρι της να πηδάω στο κενό. Ήταν πάντα εκεί να με στηρίζει, ελπίζοντας σε μένα, ενάντια σε όλους πάντα. Ο Θεός κάποια στιγμή την άκουσε κι έτσι μπήκα στη ανάρρωση το ‘92.

Έχω πλέον συγχωρέσει τον εαυτό μου για τον τόσο πόνο που της προξένησα γιατί ξέρω ότι σήμερα είμαι υπεύθυνος μόνο για την ανάρρωσή μου κι όχι για ό,τι έγινε στη χρήση μου. Εκείνος ο Βασίλης ήταν ένας άλλος άνθρωπος.

Μπόρεσα μέσα στα χρόνια να της ζητήσω συγγνώμη κοιτώντας τη στα μάτια που είναι ίδια με τα δικά μου. Μοιάζουμε τόσο πολύ. Και να της πω ‘’μητέρα σε αγαπώ’’. Ξέρω σήμερα ότι είμαι ο άνθρωπος που είμαι γιατί η μητέρα μου είχε κάποιες αρχές που δεν σπουδάζονται σε κανένα πανεπιστήμιο».