CELEBRITIES

9 ζεν πρεμιέ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

Eurokinissi

Ένα συχνό πανομοιότυπο μήνυμα, που ανταλλάζω με τις φίλες μου κυρίως απόγευμα και βράδυ, αποτελείται μοναχά από τρεις λέξεις και περιλαμβάνει μια προστακτική, ένα αντικείμενο κι ένα χρονικό επίρρημα. Παράδειγμα: «Βάλε Mega τώρα». Ενίοτε, το «τώρα» είναι με κεφαλαία.

Δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου κάποιος υπουργός κάνει σημαντικές δηλώσεις για το μέλλον τις χώρας ή κάποιος από το σόι μου έχει σκαρφαλώσει – άνευ λόγου – στα Προπύλαια και τραγουδάει το «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Πρόκειται απλά για περιπτώσεις όπου κάποιο κανάλι δείχνει παλιά ελληνική ταινία με πρωταγωνιστή τον Λάκη Κομνηνό.

Η πληροφορία αναμεταδίδεται άμεσα προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι τηλεοράσεις συντονίζονται και τότε ξεκινούν τα μηνύματα με περιεχόμενο «Αχ, κοίτα τον, δεν τους φτιάχνουν έτσι τώρα πια».

Παλιοί όμορφοι Έλληνες ηθοποιοί. Μια γενιά Ελλήνων ανδρών ηθοποιών που γνωρίσαμε στην παιδική μας ηλικία μέσα από τις απογευματινές προβολές ελληνικών ταινιών και των οποίων τη γοητεία ίσως αργήσαμε να αντιληφθούμε. Η πλήρης λίστα είναι μεγάλη και τα γούστα ποικίλλουν, ωστόσο διαλέξαμε αυτούς που κάπως ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους, για μια σειρά από λόγους που εξηγούμε παρακάτω.

Σπύρος Φωκάς

Γεννημένος το 1937 στην Πάτρα, ο Σπύρος Φωκάς ξεκίνησε την καριέρα του με ρόλους σε μικρές ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές. Ψηλός, μελαχρινός, με πανέμορφα σκούρα μάτια και ‘θεληματικό πιγούνι’ (κι ας μην ξέρει κανείς τι σημαίνει η έκφραση, βλέποντας φωτογραφία του Σπύρου Φωκά στα νιάτα του, το μαθαίνει), γοήτευσε αρχικά τις Ελληνίδες και στη συνέχεια τους ξένους κινηματογραφικούς παραγωγούς. Συμμετείχε σε δεκάδες ξένες ταινίες, κυρίως ιταλικές, με σημαντικότερη όλων το ‘Ο Ρόκο και τ’ αδέρφια του’ του Λουκίνο Βισκόντι, πραγματοποιώντας κι ένα μικρό πέρασμα από το Χόλιγουντ, από το οποίο μας έχει εντυπωθεί στη μνήμη ο ρόλος του στο – κρατηθείτε – Rambo III, όπου υποδύθηκε έναν μουσουλμάνο ηγέτη των Αφγανών.

Πολλοί τον είπαν «ο Όμαρ Σαρίφ της Ελλάδας», λόγω της μικρής τους ομοιότητας και της φύσης των ρόλων που έπαιξε στη διάρκεια της καριέρας του. Δείτε ξανά, αν αντέχετε, τη «Στεφανία» του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου ο Σπύρος Φωκάς έπαιξε το ρόλο του γιατρού του αναμορφωτηρίου και ξεχάστε ακόμα και το όνομα του Σαρίφ. Και το δικό σας, ίσως.

Φαίδωνας Γεωργίτσης

Απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, ο Φαίδωνας Γεωργίτσης εμφανίστηκε πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το 1960, σε ηλικία 21 ετών, στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν.

Τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του, η μεσογειακή γοητεία του προσώπου του και το νευρώδες σώμα του, σε συνδυασμό φυσικά με το ταλέντο του, τον έκαναν γρήγορα πρωταγωνιστή μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών του Γιάννη Δαλιανίδη, όπως η ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», όπου η Λάσκαρη τον έβαλε να ξυρίσει μέχρι και το μουστάκι του, η ταινία «Μια κυρία στα μπουζούκια», όπου η Μαίρη Χρονοπούλου κόντεψε να τον ‘φάει’ μέσα από τα χέρια της Λάσκαρη και η ταινία «Νύχτα γάμου,» όπου η Μπέτυ Αρβανίτη τον ανάγκασε να κοιμηθεί στη μπανιέρα, την πρώτη νύχτα του γάμου τους.

Στο προσκήνιο επανήλθε με την καθημερινή σειρά του Νίκου Φώσκολου «Καλημέρα Ζωή», ενώ πλέον έχει αποσυρθεί στο σπίτι του στο Κορωπί, όπου διοργανώνει παραστάσεις στο μικρό ιδιωτικό του θέατρο. Τον είδα πρόσφατα στα Εξάρχεια και παραμένει εξίσου γοητευτικός με τότε. Δίστασα και δεν του μίλησα. Κάκιστα.

Τάκης Χορν

Ο Δημήτρης Χορν ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τους ζεν πρεμιέ της γενιάς του. Γιος του – αυστριακής καταγωγής – θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, καταγόταν από ευκατάστατη αστική οικογένεια που αγαπούσε το θέατρο, στο οποίο αποφάσισε πολύ νωρίς στη ζωή του ότι ήθελε να αφοσιωθεί. Αποφοίτησε από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1940 και μέχρι το τέλος της καριέρας του, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, συμμετείχε σε εκατοντάδες θεατρικές παραστάσεις, αλλά και στο σινεμά, ερμηνεύοντας ορισμένους από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους ελληνικών ταινιών, όπως αυτός του ταμία Κλέωνα στο «Μια ζωή την έχουμε» του Γιώργου Τζαβέλλα.

Τα κατάμαυρα σπαστά μαλλιά του και τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο φυζίκ του, τού προσέδιδαν μοναδική αρχοντιά κι αναδείκνυαν την έμφυτη ευγένειά του. Όσες είμαστε φανς και της Έλλης Λαμπέτη, με την οποία έζησαν έναν θυελλώδη, αλλά στενάχωρο έρωτα, θα θέλαμε να είχαν μείνει μαζί μέχρι να τους χώριζε ο θάνατος.

Αλέκος Αλεξανδράκης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Πολύ νωρίς εγκατέλειψε τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων για ν’ ασχοληθεί με το θέατρο και το σινεμά. Αφορμή ήταν η παρακολούθηση μιας παράστασης του Καρόλου Κουν, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Έλλη Λαμπέτη. Έδωσε εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο, πέρασε πρώτος και επιβεβαίωσε την άποψη που είχε ήδη αποκτήσει γι’ αυτόν ο Τάκης Χορν, πως επρόκειτο για ένα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο. Έκανε το ντεμπούτο του στο σινεμά και το θέατρο το 1949 και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε εμφανιστεί και σε δεκάδες τηλεοπτικές σειρές. Τον «Γιούγκερμαν» στην ΥΕΝΕΔ, δυστυχώς, δεν τον προλάβαμε ούτε σε κόπια. Η γενιά μας τον θυμάται από τις ταινίες του, καθώς και ως τηλεοπτικό «παππού» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στη σειρά «Να με προσέχεις».

Όμορφος, μελαχρινός με λευκό δέρμα, όχι ιδιαίτερα ψηλός, αλλά με άλλου είδους ‘εκτόπισμα’, με μοναδική allure, ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν μάγκας αλλά και κύριος ταυτόχρονα. Κάτι σαν τον ρόλο του κυρίου Σαμιωτάκη στο «Δεσποινίς Διευθυντής».

Άλκης Γιαννακάς

Στην ερώτηση «πού χάθηκε το πάλαι ποτέ ‘Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη’», η απάντηση είναι: πλησίον της εν λόγω οδού, και συγκεκριμένα στο σπίτι του, στην Πλατεία Αμερικής.

Ο Άλκης Γιαννακάς, ψηλός, εντυπωσιακός, το «κακό παιδί» του ελληνικού σινεμά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1941 και έκανε μικρή καριέρα στο σινεμά και μεγαλύτερη στο θέατρο, το οποίο εγκατέλειψε γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για να αποσυρθεί στο σπίτι του με τη σύζυγό του. Το χαμόγελό του, αφοπλιστικό. Το βλέμμα του, διαπεραστικό. Αν εκείνη την εποχή είχε φτάσει με κάποιο τρόπο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε κάνει διεθνή καριέρα, καθώς το παρουσιαστικό του ήταν φτιαγμένο από τη στόφα των ανθρώπων που είναι γεννημένοι σταρ, άσχετα από το τελικό βεληνεκές τους.

Νίκος Γαλανός

Έντονο βλέμμα, ημίμακρο μαλλί ‘70s, παντελόνι καμπάνα, στενό πουκάμισο και γιλέκο. Αυτά μου έρχονται αυτομάτως στο μυαλό στο άκουσμα του ονόματος του Νίκου Γαλανού. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά στην ταινία «Η αμαρτία της ομορφιάς» (1972) με συμπρωταγωνίστρια τη Μπέττυ Λιβανού, να εμφανίζονται στο ίδιο πλάνο και να ξεχειλίζει η τηλεόραση από στιλ και ομορφιά.

Γεννήθηκε το 1946 και για πρώτη φορά εμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο της Τζένης Καρέζη. Πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες, με σημαντικές συμπρωταγωνίστριες, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Μαίρη Χρονοπούλου, στη συνέχεια εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές και μέχρι σήμερα ασχολείται ενεργά με το θέατρο.

Ανήκει στην κατηγορία ανδρών που μεγαλώνουν όμορφα και των οποίων η γοητεία διατηρείται ανέγγιχτη (για να μην πω ότι αυξάνεται) με το πέρασμα των χρόνων. Χαμηλών τόνων άνθρωπος, ήταν ίσως ο ησυχότερος ζεν πρεμιέ απ’ όλους όσους έχουν περάσει μέχρι σήμερα από το ελληνικό σινεμά και το θέατρο.

Νίκος Κούρκουλος

Στην περίπτωση αυτή δεν έχω να πω πολλά, διότι δε βρίσκω το λόγο. Δε χρειάζεται να εξηγηθεί το γιατί ήταν όμορφος και γοητευτικός ο Νίκος Κούρκουλος, όπως δε χρειάζεται να εξηγηθεί το γιατί ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή. Θα παραθέσω μόνο ένα σχετικά άγνωστο στοιχείο για τη ζωή του, που ενδιαφέρει κυρίως τους οπαδούς του Παναθηναϊκού: πριν φοιτήσει στο Εθνικό Θέατρο και ξεκινήσει την καριέρα του στην υποκριτική, υπήρξε ποδοσφαιριστής του ‘τριφυλλιού’.

Να σημειωθεί ότι μια από τις μεγαλύτερες προσφορές του στο θέατρο είναι η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προέδρου του. Επειδή τον θυμήθηκα ως (συγκλονιστικό) εισαγγελέα στην ταινία «Κατηγορώ τους ανθρώπους» και κάπως μελαγχόλησα και με σκοπό να ελαφρύνω το κλίμα, θα παραθέσω και τον διάλογο που είχε η Δήμητρα Παπαδοπούλου στους Απαράδεκτους με τον, επίσης γοητευτικό, Τάκη Χρυσικάκο, σε κάποιο επεισόδιο:

– Πώς σε λένε;

– Νίκο.

– Νίκο σε λένε; Νίκο λένε και τον Κούρκουλο!!!

Γιάννης Φέρτης

Φέτος έκλεισε 56 χρόνια διαρκούς παρουσίας στο χώρο της υποκριτικής. Γεννήθηκε στη Λαμία, σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και στα πρώτα χρόνια της καριέρας του εμφανίστηκε σε παραστάσεις – σταθμούς, όπως ‘Το γλυκό πουλί της νιότης’, στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη. Αρχικά παντρεύτηκε την Ξένια Καλογεροπούλου και με τον κοινό τους θίασο ανέβασαν δεκάδες θεατρικά έργα. Ο δεύτερός του γάμος ήταν με τη Μιμή Ντενίση.

Η κλασική ανδρική ομορφιά του, η έμφυτη ευγένειά του και η βαθιά χαρακτηριστική φωνή του τον έκαναν ακαταμάχητο στα τέλη της δεκαετίας του ’70.Προφανώς και διατηρεί τη γοητεία του μέχρι σήμερα, ασχολούμενος – πάντα παθιασμένα – με το θέατρο.

Λάκης Κομνηνός

Γεννήθηκε το 1944 στην Άγρα της Λέσβου και φοίτησε στις δραματικές σχολές του Π. Κατσέλη και του Κ. Μιχαηλίδη. Οι περισσότεροι τον θυμούνται από την ταινία «Εκείνο το καλοκαίρι», με την Έλενα Ναθαναήλ, ωστόσο έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ακόμα ταινίες, πολλές από τις οποίες είχαν πατριωτικό περιεχόμενο. Σ’ αυτές υποδυόταν συνήθως τον «κακό», καθότι ως καστανόξανθος και αρκετά ψηλός διέθετε τα ιδανικά εξωτερικά χαρακτηριστικά για να παίξει το ρόλο του Γερμανού κατακτητή.

Πριν από χρόνια, σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του, τον άκουσα επιτέλους να απαντάει, σε ερώτηση της δημοσιογράφου, σχετικά με το γιατί δεν έκανε διεθνή καριέρα, ενώ φυσικά είχε όλα τα προσόντα και κυρίως τη συγκεκριμένη εξωτερική εμφάνιση. Σεμνός και προσγειωμένος, απάντησε απλά ότι δεν θέλησε. Ότι δεν τον συγκίνησε μ’ αυτόν τον τρόπο το Χόλιγουντ.

Για όσους έχουν την απορία, το «Λάκης» βγαίνει από το «Μιχαήλ» και για να ολοκληρώσω αυτό που έλεγα στην εισαγωγή μου, στην περίπτωση του Λάκη Κομνηνού ισχύει αυτό που είχε κάποτε τραγουδήσει ο Rory Gallagher:

They don’t make them like you anymore, that’s for sure. (Η ελληνική απόδοση του στίχου χάνει κάπως το νόημά της)Για μένα, ο Λάκης Κομνηνός είναι ο ομορφότερος άντρας που έχει περάσει μέχρι σήμερα από τον ελληνικό κινηματογράφο. Το ξέρω πως το ίδιο θα πει και η 80χρονη θεία σας, αλλά παρατηρήστε τον λίγο καλύτερα στις τότε (και στις τώρα) φωτογραφίες και ξανασκεφτείτε το. Και, παρεμπιπτόντως, κάντε μια μικρή έρευνα και πάνω στην υπόλοιπη λίστα. Αξίζει, από κάθε άποψη.