CELEBRITIES

Νίκος Κούρκουλος: Το αιώνιο ζεϊμπέκικο ενός αληθινού σταρ

''Θα σας πω κάτι που με βασανίζει. Με βασανίζει το ερώτημα αν έχω ταλέντο, αν είναι αλήθεια αυτό που λένε οι άλλοι ότι έχω ταλέντο... Λένε ότι είμαι καλός ηθοποιός. Εμένα όμως αυτό με βασανίζει καθημερινά. Και θα με βασανίζει ώσπου να πεθάνω. Θα μπορέσω ποτέ να φτάσω εκεί που θα ήθελα; Και αν έφτανα, θα μπορούσα να το δω, να πω αυτό είναι που ήθελα, τώρα ας τελειώσω'';

Αυτός ήταν ο Νίκος Κούρκουλος σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο της ζωής του κι αν τον εξετάσεις. Είτε ως φτωχό αγοράκι με κοντά παντελονάκια στου Ζωγράφου, είτε ως μέγα ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, είτε ως σύζυγο της Μελίτας, είτε ως αγαπημένο της Μαριάννας Λάτση. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να δίνει κι όχι να παίρνει. Στο δόσιμο εντόπιζε τη μαγεία της ζωής κι αυτό έκανε μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή στις 30 Ιανουαρίου του 2007.

Ο Κώστας Καζάκος είχε δηλώσει πως ο Κούρκουλος ήταν ο μοναδικός σταρ της Ελλάδας.

Είχε δίκιο γιατί ο Νίκος ή Νικολάρας, όπως τον αποκαλούσαν οι άνδρες θαυμαστές του, είχε πρώτα από όλα μία τεράστια και αγνή ψυχή. Το υποκριτικό ταλέντο και η εξωτερική εμφάνιση απλά ”έντυναν” το μεγαλείο της καρδιάς του.

Ο ίδιος δεν ένιωσε ποτέ σταρ ακόμα κι αν δεκάδες γυναικείες φιγούρες παρακαλούσαν για ένα χαμόγελό του, για ένα βλέμμα του. Αχ αυτό το βλέμμα του. Διαπεραστικό, δυνατό και καθηλωτικό.

 

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1934 και πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Έζησα στερημένα και ποτέ δεν σκέφτηκε να γίνει ηθοποιός. Η επιβίωση υπερέβαινε κάθε όνειρο, κάθε φιλοδοξία. Ο πατέρας του ο Άλκις με καταγωγή από την Κέρκυρα ήταν κουρέας και η μάνα του η Αυξεντία ήταν η ψυχή της οικογένειας. Σε εκείνη ακουμπούσαν όλοι το μεροκάματο. Εκείνη είχε αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού, του συζύγου και των τεσσάρων παιδιών της.

Ο Νίκος είναι ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας και αυτός που καταλαβαίνει πολύ νωρίς πως αν δεν δουλέψει δε θα μπορέσει να ζήσει. Κάνει διάφορα επαγγέλματα και πηγαίνει δε νυχτερινό σχολείο για να τα προλαβαίνει όλα.

Τα γράμματα δεν τα συμπαθεί ιδιαίτερα. Είναι μέτριος μαθητής αλλά αγαπά πολύ τον αθλητισμό. Κάνει κολύμβηση, παίζει μπάσκετ και καταλήγει στο ποδόσφαιρο. Στο Γυμνάσιο γίνεται μεσοεπιθετικός στον Παναθηναϊκό.

 

Όλοι πιστεύουν πως θα ακολουθήσει επαγγελματικά το ποδόσφαιρο. Είναι καλός. Έχει ταλέντο. Τυχαία πέφτουν στα χέρια κάποια βιβλία θεάτρου. Η απόφαση έχει ληφθεί. Μέσα του είναι σίγουρος. Μέσα του είναι έτοιμος. Δεν έχει παρακολουθήσει ούτε μία παράσταση στη ζωή του αλλά ανακοινώνει στον πατέρα του πως θα γίνει ηθοποιός. Εκείνος δεν προβάλει καμία αντίσταση. Είναι άλλωστε και ο ίδιος έντονα καλλιτεχνική φύση.

Ο Κούρκουλος δεν ξέρει κανέναν, δεν ξέρει σε ποιον να απευθυνθεί. Με την αφέλεια των χρόνων του πηγαίνει να βρει τον Μάνο Κατράκη.

Σε συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα περιγράφει πως μπήκε στο θέατρο Αθηνά και γιατί χρωστά ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που του έδωσε την ώθηση.

Όταν πια δεν μπορούσα να  αντισταθώ στον έρωτά μου για το θέατρο πήγα και βρήκα τον Κατράκη.

”Δεν είχα κανέναν άλλο γνωστό να απευθυνθώ και πήγα να μιλήσω σε έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα αλλά εκτιμούσα απεριόριστα. Κύριε Κατράκη, με λένε Νίκο Κούρκουλο και θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Με έβαλε λοιπόν, είδα την παράσταση και μετά μου λέει: ‘Έλα εδώ, ανέβα πάνω’. Με ανέβασε στη σκηνή και ήταν η πρώτη φορά που είδα τα καθίσματα από πάνω. Τρελάθηκα. ‘Πες μου ένα ποίημα. Ξέρεις;’. Μου είπε τέλος πάντων μερικά πράγματα, μου έδωσε μερικά κείμενα και μου είπε: ‘Πήγαινε, διάβασε μερικά πράγματα και σε καμιά εβδομάδα ξαναέλα’. Εγώ την άλλη μέρα ήμουν εκεί”.

 

Το 1958 αποφοιτεί από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είναι πλέον ένας καλοσχηματισμένος άνδρας. Έχει παράστημα και ομορφιά που γράφει ιστορία.

Δουλεύει με τον Χορν και την Λαμπέτη στην “Κυρία με τις καμέλιες”, όταν θα τον εντοπίσει η Έλσα Βεργή και θα του προσφέρει ένα μικρό ρολάκι. “Το γράμμα σας, κύριε”. Αυτά είναι τα λόγια του όμως δεν τον νοιάζει καθόλου. Του αρκεί να πατά το ξύλινο πάτωμα της σκηνής, να χαϊδεύει τις βελούδινες κουρτίνες και να αναπνέει τον αέρα του θεάτρου.

Παρακολουθεί τις πρόβες από την αρχή μέχρι το τέλος. Μαθαίνει όλο το έργο απέξω κι όταν ο πρωταγωνιστής παθαίνει γαστρορραγία είναι ο Κούρκουλος που θα τον αντικαταστήσει κάνοντας το όνειρο πραγματικότητα, έστω και από σπόντα.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Την επόμενη μέρα διαβάζει μία διθυραμβική κριτική από τον Τερζάκη. Όλα παίρνουν το δρόμο τους. Ακολουθούν ο Δαλιανίδης και ο Φίνος. Το τεράστιο μπαμ δεν αργεί να γίνει. Η ταινία που θα τον κάνει διάσημο πλησιάζει. Άλλωστε ποτέ δεν ξεχνά τα λόγια του πατέρα του: ”Αν θέλεις να γίνεις ηθοποιός πρέπει να είσαι πρώτος, αλλιώς κάνε κάτι άλλο”. Ο Νίκος γεννήθηκε για να είναι στο νούμερο ένα.

 

Η ταινία ”Κοινωνία ώρα μηδέν” τον απογειώνει. Όλοι αναγνωρίζουν τον Νίκο Κούρκουλο. Οι άνδρες τον συμπαθούν γιατί είναι λαϊκό παιδί και οι γυναίκες τον ερωτεύονται γιατί είναι κούκλος.

Λίγοι άνδρες ηθοποιοί πέτυχαν τέτοια καθολική αποδοχή.

Μεγαλύτερος εχθρός είναι ο εαυτός του. Σε κάθε ρόλο που παίζει, ζούσε την ιστορία. Υποδυόταν τον ρόλο και στη συνέχεια τον ζούσε. Πρωταγωνιστεί σε περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες και σε 18 θεατρικά. Περιουσία του είναι όσα έχει καταφέρει να κερδίσει εντελώς μόνος του και το χειροκρότημα είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή του.

 

Τότε δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως η μεγαλύτερη ανταμοιβή του θα ήταν η αναλλοίωτη παρουσία του μέσα στον χρόνο. Η εμβληματική του ερμηνεία στο θρίλερ του Νίκου Φώσκολου ”Ορατότης Μηδέν” έχει καταχωρηθεί στο συλλογικό ασυνείδητο. ‘’Όχι άλλο κάρβουνο’’ και ένα φοβερό ζεϊμπέκικο στο ”Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” από τη φωνή του Στράτου Διονυσίου συνθέτουν μία από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Νίκος δεν είναι μόνο όμορφος. Τότε το καταλαβαίνουν όλοι ανεξαιρέτως.

Λέγεται ότι η έντασή του στη σκηνή που καίει τα υπάρχοντά του έξω από το σπίτι του, οφείλεται στη μνήμη του αδελφού του Σπύρου, τον οποίο έχασε σε ναυάγιο.

 

Κερδίζει δύο φορές το βραβείο Πρώτου Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τις ταινίες ”Αδίστακτοι” και ”Αστραπρόγιαννος”.

Το έργο του

Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Πρωταγωνίστησε, ανάμεσα σε άλλα, στη Μήδεια (1959) και τον Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, στον Οιδίποδα Τύραννο (1982) και στον Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που ήταν και η τελευταία του θεατρική εμφάνιση.

 

Ως επικεφαλής θιάσων, αλλά και δικού του θεάτρου στην Αθήνα, πρωταγωνίστησε στα έργα: Η μικρή μας πόλη (1960), Οντίν (1962), Η κληρονόμος (1962), Σαμπρίνα (1963), Ιούλιος Καίσαρ (1964), Να ντύσουμε τους γυμνούς (1964), Λούλου (1965), Ίλια Ντάρλιγκ (ΗΠΑ-1967 σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, παράσταση για την οποία κέρδισε την υποψηφιότητα για το βραβείο TONY, Πύργος (1964), Δίκη (1971), Τάγκο (1972), Όπερα της Πεντάρας (1975), Ο Γλάρος (1976), Επιστροφή (1977), Πρόσκληση στον Πύργο (1978), Μονό Ζευγάρι (1980), Ανταπόκριση (1983), Ψηλά από τη Γέφυρα (1986) και Στην Φωλιά του Κούκου (1987).

 

Στον κινηματογράφο διακρίθηκε σε ρόλους ζεν πρεμιέ και πρωταγωνίστησε σε κοινωνικά δράματα, όπως “Οργή”, “Κατήφορος” (1961), “Ορατότης Μηδέν” (1970). Αξιόλογη ήταν και η ερμηνεία του σε πολεμικά δράματα, όπως “Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο”, ενώ από τη φιλμογραφία του δεν έλειψε και η παρουσία του σε ξενόγλωσσες ταινίες.

Η Μελίνα με την Ίλια Ντάρλιγκ γίνεται στενή του φίλη. Όταν εκείνη βρίσκεται στο Υπουργείο Πολιτισμού επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου τον παρακαλά να αναλάβει το Εθνικό Θέατρο. Το 1995 είναι πλέον καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού. Έχει όραμα και στόχο. Ορκίζεται να αναβαθμίσει μία από τις ‘’πιο άθλιες δημόσιες υπηρεσίες της χώρας’’ όπως ο ίδιος αποκαλεί.

Ο έρωτας

Το παν στη ζωή είναι ο έρωτας θα πει σε συνέντευξή του και θα το αποδεικνύει με έργα μέχρι τέλους.

Στην αρχή ερωτευτήκε το θέατρο. Έπειτα τη Μελίτα, την πρώτη του γυναίκα. Την γνώρισε στο Ρεξ όταν πρωταγωνιστούσε μαζί με την Τζένη Καρέζη στη ”Γειτονιά των Αγγέλων”. Του χτύπησε την πόρτα στο καμαρίνι για να τον συγχαρεί και από τότε έμειναν μαζί για 23 χρόνια. Απέκτησαν δύο παιδιά. Τον Άλκη και τη Μελίτα. Επέμενε να δώσει στην κόρη του όνομα της γυναίκας που είχε ερωτευθεί παράφορα.

 

Η ζωή του κυλούσε μεταξύ θεάτρου και σπιτιού όταν στη ζωή του μπήκε Εκείνη. Την είδε να ανεβαίνει τις κερκίδες στο θέατρο της Επιδαύρου και τότε ένιωσε πως κάτι έχει συμβεί μέσα του. ”Κάνω έτσι και παγώνω. Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν” θα πει το 1994 στον Νίκο Χατζηνικολάου.

Ο έρωτας του χτύπησε την πόρτα. Η Μαριάννα Λάτση θα ήταν η γυναίκα σταθμός για τον Νίκο Κούρκουλο. Η γυναίκα που λάτρεψε. Η γυναίκα που αγάπησε ακόμα κι αν πολλοί τον κατηγόρησαν για προικοθηρία. ”Μία ζωή είμαι φεμινιστής. Τη γυναίκα τη λατρεύω”.

Για εκείνον δεν υπάρχει άλλη. Δε θα υπάρξει. Κάνουν την Εριέττα και τον Φίλιππο αλλά δεν παντρεύονται ποτέ. Τι σημασία έχει ο γάμος για δύο ανθρώπους που αγαπιούνται τόσο πολύ;

 

Το 2001 η διάγνωση γράφει καρκίνος του ρινοφάρυγγα. Το αγαπημένο του τσιγάρο τον καταστρέφει. Μένει δυνατός. Έχει μάθει να ζει στις δυσκολίες. Πάντα τον τρόμαζε η άνεση. Ο θάνατος δεν τον απασχόλησε ποτέ.

Ήθελε να φύγει όρθιος, αυτό ευχόταν στον εαυτό του. Και έφυγε όρθιος γιατί μόνο όρθιοι φεύγουν τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιοι άνδρες.

Σήμερα σίγουρα θα χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, όπως μοναδικά ήξερε. Βαριά, ανδρικά, αληθινά. Γιατί για τον Νίκο Κούρκουλο θα βρέχει πάντα φωτιά στη στράτα του.

 

Άνδρες που θαυμάζει το Ladylike.gr

Jim Carrey: Ένας ηλίθιος, πανηλίθιος χαμελαίοντας που ξεχωρίζει

Αλέκος Αλεξανδράκης: Ο εραστής του ελληνικού θεάτρου

Sean Bean σε αγαπάω