FORTY LOVE

Όλα για τη μαμά μου

H μαμά μου είναι η μαμά μου. Αυτή που φταίει για το ύψος μου και για τον ποπό μου και για τη διστακτικότητά μου να κάνω μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου. Αλλά και για το ότι υπάρχω ελεύθερη κι ωραία εδώ και 45 χρόνια. Αντίθετα με αυτή, που τα τελευταία αντίστοιχα 45 χρόνια ζει για να ανησυχεί και να παλεύει με τα όλα για να είμαι εγώ ελεύθερη κι ωραία.

Η μαμά μου είναι νηπιαγωγός. Ήταν δηλαδή, γιατί έχει πια βγει στη σύνταξη. Τώρα είναι μια φανταστική 74χρονη πρώην νηπιαγωγός, νυν γιαγιά ενός απίθανου 7χρονου εγγονού και για πάντα μαμά δικιά μου και του αδερφού μου. Λέγεται Σάσα.

Μου πήρε κάπου 40 χρόνια και μια ξαφνική και τελείως απροσδόκητη απώλεια του μπαμπά μου (στα 52 του -ίδια τότε ηλικία και η μαμά μου) για να καταφέρω κάτι αυτονόητο μεν, εξαιρετικά δύσκολο δε. Να καταφέρω να δω τη Σάσα πίσω από τη μαμά μου.

Η Σάσα λοιπόν ήταν ένα κορίτσι -ο βενιαμίν μιας οικογένειας με 9 παιδιά- ταυτόχρονα ατίθασο και δέσμιο όσων “πρέπει”, μαζί ατσάλινη και βουτυρένια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι μια ηλικία σε ένα χωριό στη Μάνη. Σπούδασε στην Αθήνα, πήγε να δουλέψει πρώτη φορά πολύ μακριά από το σπίτι της (πρωτοδιορίστηκε στο Βελεστίνο στον Βόλο). Ντυνόταν ωραία (και κάπως σέξι για τότε). Και ήταν όμορφη πολύ με Λαμπετικά ελαφίσια και λίγο θλιμμένα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά.

Τα έφτιαξε με τον μπαμπά μου από έρωτα κι ας μην πολυσυμφωνούσε ο μεγάλος της αδερφός (κι αυτή είχε χάσει μικρή τον μπαμπά της, οπότε ο αδερφός της ήταν το father figure της). Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν οικονομολόγος (τότε σουξέ είχαν οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μεγαλέμπορες). Και γιατί ήταν και λίγο party animal (και έμεινε μέχρι τέλους).

Έβγαιναν εκεί στη Φωκίωνος και γκομένιζαν πολύ καιρό πριν παντρευτούν για τότε. Και παιδί έκανε μάλλον αργά για τα κοινωνικά στάνταρ της εποχής. Στα τριάντα της. Εμένα. Κι ενώ αυτή συνέχιζε να είναι η Σάσα, εγώ πια έβλεπα μόνο τη μαμά μου.

Όλη της τη ζωή -και μέχρι σήμερα που μιλάμε- πρέπει να φροντίζει τους άλλους. Τους όποιους άλλους. Κοντινούς και μη. Είναι κάπως σαν ανεξέλεγκτο αντανακλαστικό της και κάτι για το οποίο πολλές φορές της φώναξα, ιδίως όταν τολμούσε να πει ότι δεν αντέχει (“από μόνη σου μπλέκεις, δεν στο ζήτησε κανείς”) ή να την πάρει το παράπονο όταν κάποιος επεδείκνυε αχαριστία (ξανά “εσύ έμπλεξες, τώρα τι ζητάς ρέστα”).

Από την άλλη, αυτή η ανάγκη της συνέχεια να βοηθάει, συνέχεια να προσφέρει, εμάς μας έδωσε μια “όλα για πάρτη σας” μαμά. Σε σημείο που την αντιπαθούσα. Και της έλεγα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κάνεις ό,τι γουστάρεις, γιατί δεν ψωνίζεις περισσότερο, δεν ταξιδεύεις περισσότερο, δεν είσαι πιο ανάλαφρη όπως άλλες μαμάδες.

Η απάντηση είναι γιατί εγώ όλη μου τη ζωή ζητούσα κάτι να ξεκινήσω να μαθαίνω, κάπου να πάω, κάτι να κάνω. Και δίνοντάς μου αυτό, την έκανε ανάλαφρη.

Είχε μεγαλύτερη προτεραιότητα για εκείνη να μάθω εγώ να οδηγώ με το που έκλεισα τα 18 και να πάρω αυτοκίνητο, “να είμαι ανεξάρτητη” από μια ακόμα κρέμα. Αλλά της το χρέωνα ότι δεν πήρε την κρέμα. Όπως της χρέωνα ότι δεν είναι πολύ κοκέτα.

Κι όποτε γινόταν κοκέτα για να βγει με τον μπαμπά μου -που το έκαναν συχνά κι ας είναι κυρίως αντικοινωνικός, μοναχικός τύπος που προτιμάει την ησυχία της και την κηπουρική- της έλεγα να, γιατί δεν είσαι πιο συχνά τόσο κούκλα όσο τώρα.

Η απάντηση είναι γιατί προτιμάει να μπολιάζει λεμονιές και να φυτεύει μποστάνια στο εξοχικό μας φορώντας μια βερμούδα και μια παλιά δική μου Joy Division μπλούζα. Αλλά τότε δεν έβλεπα τη Σάσα, έβλεπα τη μαμά μου.

Το “αντικοινωνικός και μοναχικός τύπος” ήταν άλλος ένας μόνιμος καβγάς μας. Τι κάθεσαι με τις ώρες και κοιτάς το κενό και τη θάλασσα στη βεράντα. Κι ακόμα κι όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα την πρίζωνα.

Δηλαδή περνάς καλύτερα να πας για κολύμπι στις 8 το πρωί από το να βγεις για ένα φαγητό με φίλους; Προφανώς δεν δεχόμουν τις απαντήσεις της. Δηλαδή τη μία της απάντηση. Ότι αυτό της αρέσει να κάνει.

Μάντεψε τι μου αρέσει να κάνω τώρα στα 45 μου.

Είχαμε κόντρες. Πολλές. Στην εφηβεία μου με έκανε έξαλλη που δεν ήταν κολλητή μου, όπως οι μαμάδες διάφορων φιλενάδων μου. Τη στόλιζα οπισθοδρομική και συντηρητική. Που δεν ήθελε να μιλάμε για γκόμενους και σεξουαλικά ξυπνήματα και ήθελε να μιλάω μαζί της μόνο όταν “κάτι είχε πραγματικά σημασία για μένα”. Για κάποιον περίεργο λόγο όμως, δεν έπαθα αντίδραση, να ξεσαλώνω μόνο και μόνο για να την προκαλώ.

Μάλλον γιατί όλο το προηγούμενο διάστημα, μέχρι να αρχίσω να τη στολίζω, είχε δουλέψει για να χτίσει μια έφηβη χωρίς ανασφάλειες και αρκετά καθαρή πυξίδα του “τι είχε πραγματικά σημασία για μένα”. Κι όταν κάτι είχε αυτή τη σημασία, ήταν πάντα εκεί.

Δεν με έκανε ποτέ να νιώθω πριγκίπισσα και παιδί – θαύμα, ούτε με έλουζε με αγκαλιές και φιλιά και κομπλιμέντα. Προφανώς της τα χρέωσα όλα αυτά σε διάφορους καβγάδες μας.

Αλλά τη δική της επιβράβευση κυνηγούσα. Τη δική της περηφάνια για μένα. Ακόμα και τώρα. Γιατί την έδινε όταν έπρεπε, όταν είχε λόγο ή όταν δεν έπρεπε και δεν είχε λόγο, αλλά ήταν απαραίτητη για να σηκωθώ και να ξανατρέξω.

Η ανεξαρτησία μου, που για τα πρώτα 25 χρόνια της ζωής μου ήταν μια ατελείωτη καθημερινή ταλαιπωρία για εκείνη, ήταν δικό της δώρο σε εμένα. Η φωνακλάδικη διεκδίκηση όσων ήθελα ή θεωρούσα ότι μου αξίζουν και ο χαμός που έκανα μέχρι να τα κατακτήσω (ή καλύτερα να με αφήσει σοφά να τα κατακτήσω τη σωστή στιγμή) ήταν δικό της κατόρθωμα.

Όλη αυτή η περίοδος περιείχε και πολλά “σ’τα ‘λεγα” όταν έτρωγα τα μούτρα μου. Αλλά ήταν “σ’τα ‘λεγα” μαζί με όση φροντίδα και τρυφερότητα και περίθαλψη μπορεί να δώσει άνθρωπο σε άνθρωπο. Και συνεχίστηκε και μετά αυτό. Στην ενήλικη ζωή μου. Όταν δηλαδή εγώ πια ήμουν ένας  ενήλικας που καταλάμβανα τον δικό μου χώρο στον κόσμο.

Ήταν πάντα πολύ προσεκτική και μετρημένη. Κι εγώ το αντίθετο. Guess what, κι άλλη κόντρα. Με θεωρούσε σπάταλο εξωτικό πτηνό με αυτοκαταστροφικές τάσεις κι εγώ τη θεωρούσα αυτοκαταπιεσμένη.

Δεν ήταν το είδος της μαμάς που μπροστά σε άλματα θα μου έδινε το σπρώξιμο να τα κάνω. Ήταν το είδος της μαμάς που θα με φρέναρε ρωτώντας με ανησυχία αν είμαι σίγουρη (και δημιουργώντας μου επί τόπου αμφιβολίες και δισταγμούς).

Αλλά ήταν και το είδος της μαμάς, που όταν έχασε ξαφνικά τον μπαμπά μου και χωρίς καμία επαφή με τα οικονομικά και νομικά (τα χειριζόταν εκείνος και έφυγε τόσο ξαφνικά που δεν υπήρχε π.χ. διαθήκη), έγινε μέσα σε μήνες εξπέρ και ξεμπέρδεψε ένα τεράστιο κουβάρι. Μαζί με το πένθος της. Και μαζί με την έννοια της αν αναπνέουμε το βράδυ στο κρεβάτι μας.

Διαφωνούσε με τη μια-ζωή-την-έχουμε προσέγγιση στα οικονομικά μου. Αλλά όταν (όσες φορές για να είμαι ακριβής) χρειάστηκε να με ξελασπώσει οικονομικά, το έκανε. Και τα βρήκαμε κάπου στη μέση των φιλοσοφιών μας γελώντας.

Δεν θα ξεχάσω μια σκηνή όταν χώριζα. Είχε τρομερό άγχος για το μετά μου και πίστευε ότι ήταν μια από τις επιπόλαιες εξαλλοσύνες μου και είχαμε κόψει διπλωματικές επαφές για λίγες μέρες (για να μην γεμίζω τους δισταγμούς που προανέφερα).

Ξαφνικά, ένα πρωί την είδα σαν undercover πράκτορα σε μια άσχετη πλατεία της Βούλας (εκεί έμενα, εκείνη όχι) με μια εφημερίδα υπό μάλης να κοιτάζει σπίτια για λογαριασμό μου.

Όταν ήμασταν πιο μικροί με τον αδερφό μου τη φωνάζαμε χελωνονιντζάκι εξαιτίας μιας κάπας που φορούσε τον χειμώνα. Με μια αντίστοιχη κάπα να ανεμίζει μας άρπαξε στον μεγάλο σεισμό του 81 (ο αδερφός μου μόλις 2 χρονών κι εγώ 6) και μας έβγαλε από το σπίτι “που χόρευε” μόνη της.

Αλλά όταν έσπασε το χέρι της μέσα στο σπίτι, μας το είπε κάπου δέκα ώρες μετά κι αφού είχε πάει στο νοσοκομείο με μια φίλη της και είχε βάλει γύψο, για να μην ανησυχήσουμε και τρέχουμε από τις δουλειές μας.

Με τη μαμά μου είμαστε σε πολλά πράγματα διαφορετικές. Και σε πολλά πλέον ίδιες. Μου είναι όμως πια ξεκάθαρο. Είναι ένας cool άνθρωπος, ένα σούπερ κορίτσι. 

Ένα κορίτσι ετών 74, που αγαπάει το μπλε χρώμα και τα κοντά μαλλιά, λατρεύει τη θάλασσα και τα φυτά της, διαβάζει ταυτόχρονα δύο – τρία βιβλία (και με κάνει τρελή), μαγειρεύει φανταστικά, έχει τέσσερις κολλητές, πεθαίνει για τον εγγονό της, αλλά του φέρεται σαν μικρό ενήλικα σχεδόν από όταν γεννήθηκε.

Και συνεχίζει να στηρίζει και να βοηθάει ανθρώπους, τυφλή σε χρώμα, εθνικότητα, σεξουαλικό προσανατολισμό. Και γελάει ακόμα όταν τη λέμε χελωνονιντζάκι. Είναι η Σάσα, η μεγαλύτερη σε ηλικία φίλη μου και η φανταστική μαμά μου.