ΤΟ Α

Καμία μαμά μόνη

Unsplash

Όταν πριν από περίπου 2,5 μήνες εντελώς απροσδόκητα και εν μέσω παρατεταμένου λοκντάουν έχασα τη δουλειά μου, βρέθηκα ξαφνικά με αρκετό ελεύθερο χρόνο στα χέρια μου. Όσο ελεύθερος μπορεί να είναι ο χρόνος μιας μαμάς, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει εκτός από το να είναι μαμά.

Μόλις είχα κάνει μια δύσκολη μετακόμιση, κατά τη διάρκεια της οποίας είχα ανακαλύψει εκ νέου τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου. Ανάμεσα σε όλα εκείνα που είχα διαβάσει αλλά ήθελα να ξαναδώ κι εκείνα που παρέμεναν αδιάβαστα, για κάποιο λόγο μου κόλλησε να ξεκινήσω το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», του Μαρσέλ Προυστ.

Ίσως γιατί ήθελα να δώσω νόημα σε αυτόν τον παράλογο ελεύθερο χρόνο. Να τον κερδίσω αξιοποιώντας τον σε ένα εποικοδομητικό εγχείρημα όπως το να διαβάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όσο δύσκολο κι αν φαινόταν τις λιγοστές βραδινές ώρες που έμενα ελεύθερη από τη συνεχή παρουσία της πεντάχρονης κόρης μου. Έμοιαζε εξάλλου ένα ανάγνωσμα που ουδεμία σχέση είχε με εκείνη, κάτι που θα έκανα αποκλειστικά για τον εαυτό μου.

Στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ο αφηγητής περιγράφει τα παιδικά του καλοκαίρια στο Κομπραί, μια φανταστική πόλη που τοποθετείται κοντά στο Σαρτρ. Κάθε βράδυ όταν έρχονται επισκέπτες στο σπίτι της μεγάλης του θείας, στο οποίο συγκατοικεί για τη σεζόν ένα παράδοξο συγγενολόι, ο μικρός πρέπει να ανέβει νωρίτερα στην κάμαρά του και μάλιστα να μην ελπίζει καν στο τελευταίο ιδιωτικό καληνύχτισμα από τη μητέρα του.

Δεν υπάρχει πιο σκληρή ψυχοθεραπεία από τη μητρότητα.

Tις υπόλοιπες ημέρες εκείνη μπαίνει στο δωμάτιό του πριν πλαγιάσει και τον καληνυχτίζει με ένα φιλί, που για ‘κείνον είναι τα πάντα. Το άγχος που νιώθει για αυτό, παραδέχεται, μοιάζει με το άγχος του έρωτα. Ο έρωτας αργότερα θα το κυριαρχήσει και θα το εξιδανικεύσει. Η αναμονή αυτού του φιλιού είναι ο λόγος που μπορεί να υπάρχει όλη την υπόλοιπη μέρα.

Τις ημέρες που έρχονται επισκέπτες για δείπνο όμως, η βραδιά τραβάει περισσότερο για τους μεγάλους και η μητέρα του πάει κατευθείαν για ύπνο, αφήνοντας τον μικρό να αρκεστεί στη σύντομη καληνύχτα που λένε μπροστά σε άλλους.

Κι όταν ένα βράδυ ο πατέρας του δεν τον αφήνει καν να τη φιλήσει πριν κατευθυνθεί στο δωμάτιό του, ανεβαίνει τη σκάλα με μισή καρδιά, η άλλη μισή μένει πίσω στη μητέρα του, γιατί δεν της έχει δώσει με το φιλί της την άδεια να τον συνοδεύσει. Ανεβαίνει αυτή τη μισητή σκάλα, τόσο θλιμμένα, κι αυτή αναδίνει μια μυρωδιά από βερνίκι που έχει με κάποιο τρόπο απορροφήσει, σταθεροποιήσει αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης που νιώθει κάθε βράδυ, και την κάνει ακόμα πιο σκληρή.

Κάνει κάτι θαυμαστό, κάτι σχεδόν αδιανόητο ο Προυστ σε αυτές τις πρώτες 80 σελίδες που κατάφερα τελικά όλο αυτό το διάστημα να διαβάσω. Μιλάει ως παιδί. Καταφέρνει πλήρως να βυθιστεί μέσα σε αυτόν τον ρόλο, πιθανόν ανακαλώντας όντως μνήμες, αλλά με το βλέμμα του παιδιού, όχι του ενήλικα που θυμάται πώς ήτανε παιδί. Και αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο που ως γονιός έχεις περάσει αμέτρητες ώρες προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσεις.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία, δεν παλεύει για τίποτα περισσότερο μια μητέρα από ότι για να καταλάβει αυτόν τον κόσμο. Κλαίει, απελπίζεται, σηκώνει τα χέρια ψηλά, νιώθει ένοχη, τρομάζει τον εαυτό της προσπαθώντας να καταλάβει τι κάνει λάθος, τι φταίει, πώς εξηγείται ή τι σημαίνει μια συμπεριφορά, να αντιληφθεί πώς σκέφτεται το παιδί της και το οδηγεί να φέρεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Και πελαγώνει ως προς το πώς να αντιδράσει στις συμπεριφορές αυτές, κυρίως γιατί δεν τις καταλαβαίνει. Δεν θυμάται όλα αυτά που θυμάται ο Προυστ από τη δική της παιδική ηλικία. Έχω προσπαθήσει κατά καιρούς να διαβάσω άπειρα βιβλία για τη μητρότητα και τα παιδιά τα τελευταία πέντε χρόνια -για να είμαι ειλικρινής δεν τελείωσα κανένα.

Τίποτα από ό,τι διάβασα, συζήτησα, ανέλυσα όλα αυτά τα χρόνια δεν με βοήθησε περισσότερο να καταλάβω την ψυχολογία του παιδιού μου, αλλά και τη δική μου, από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Να ‘σαι καλά Μαρσέλ όπου κι αν είσαι τώρα, για αυτό το αναπάντεχο χέρι βοήθειας κι αυτή τη γιγάντια βαλίτσα αδυσώπητης ενοχής και τρομακτικού καθρεφτίσματος που μας φόρτωσες.

Η μητρότητα είναι ένα μεγαλειώδες όσο και απόλυτα τρομακτικό πράγμα. Για πολλά χρόνια αναλωθήκαμε να συζητάμε μόνο για το πρώτο και το δεύτερο αποτελούσε και αποτελεί ένα τεράστιο ταμπού. Θεός φυλάξοι αν τολμήσεις να ξεστομίσεις μπροστά σε καμιά μανούλα του facebook όλα τα άλλα που νιώθεις ως μητέρα, εκτός από την ευλογία.

Εσύ όμως τα ξέρεις. Κι όσο δεν τα μοιράζεσαι, τόσο πιο αβάσταχτα μοιάζουν. Αλίμονο αν πεις ότι την ώρα που το παιδί σου σου λέει ότι είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου, δεν χαίρεσαι πάντα. Πολύ συχνά νιώθεις ενοχές, γιατί ξέρεις ότι δεν είσαι, γιατί αυτό που λέει το κάνει ακόμα πιο πραγματικό, γιατί τρέμεις ότι κατά βάθος το λέει από συνήθεια, από σύνδρομο Στοκχόλμης, επειδή δεν έχει καμία άλλη επιλογή κι επειδή θέλει και το ίδιο να το πιστέψει.

Κι επειδή φοβάσαι πως αν στα αλήθεια το πιστεύει τότε για ό,τι στραβό γίνεται θα κατηγορεί τον εαυτό του. Αυτό δεν σε σταματά την επόμενη φορά που θα θυμώσεις, θα απελπιστείς, θα νιώσεις ότι δεν μπορείς να το σηκώσεις, ότι βαριέσαι, ότι είσαι κουρασμένη και λίγη και μόνη σου, να φωνάξεις, να πεις σκληρά πράγματα, να αδιαφορήσεις για την ανάγκη του για παιχνίδι, για ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, για τη σημασία που δίνει εκείνο στην καληνύχτα σου.

Να εντείνεις τις ενοχές του, να εξασκήσεις την εξουσία σου πάνω του, έστω και στιγμιαία, έστω και με αφόρητες ενοχές στη συνέχεια, τέτοιες που θα σε κάνουν μη λειτουργική στη σχέση σου με τους άλλους, να απαντάς τίποτα όταν σε ρωτάνε τι έχεις, όχι γιατί δεν έχεις τίποτα, αλλά γιατί δεν έχεις τα λόγια, το κουράγιο, τα κότσια να το πεις φωναχτά. Είσαι φρικτή μάνα, είσαι εγωίστρια, είσαι ανώριμη, είσαι τεμπέλα, είσαι ακατάλληλη.

Πώς μπόρεσες να φωνάξεις έτσι, πώς μπόρεσες να αδιαφορήσεις για αυτό, να διεκδικήσεις τόσο σθεναρά τον έλεγχο, μήπως είπες κάτι που δεν έπρεπε, μήπως το έσπρωξες, δεν θυμάσαι, τι γέννησες τώρα μέσα του, πώς θα πορευτείς στη ζωή σου έχοντας κοιτάξει αυτόν τον καθρέφτη, αυτόν τον αδυσώπητο καθρέφτη της ψυχής σου που είναι το παιδί σου.

Δεν υπάρχει πιο σκληρή ψυχοθεραπεία από τη μητρότητα. Είναι αμείλικτη, είναι διαλυτική, είναι ταχύρρυθμη, κι αν παλέψεις σκληρά και επίμονα και ολοκληρωτικά, μπορεί να δουλέψει, αλλά όσο ταχύρρυθμη κι αν είναι ποτέ δεν θα είναι τόσο γρήγορη ώστε να προλάβεις να μην προκαλέσεις καμία βλάβη, να μην κληροδοτήσεις τίποτα από την σκοτεινή σου πλευρά στο πλάσμα που θα ήθελες λιγότερο να βλάψεις σε ολόκληρο τον κόσμο.

Κι όλο αυτό γίνεται ακόμα πιο βαρύ, όταν βλέπεις τη θεϊκή σχεδόν διάσταση που σου προσδίδει εκείνο ή θυμάσαι τη θεϊκή διάσταση που είχες προσδώσει εσύ στη δική σου μάνα. Που όποια κι αν είναι, ό,τι κι αν έκανε, θα χρειαστείς δεκαετίες ψυχοθεραπείας για να την αποκηρύξεις, να την αποκαθηλώσεις ενώ συνεχίζεις να την αγαπάς, και ίσως να μην το καταφέρεις ποτέ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δική σου θεραπεία.

Κάνε εσύ ένα παιδί και θα στο μεγαλώσουμε εμείς, έλεγαν οι θείες μου όταν πλησίαζα στα 40 και δεν έβλεπαν καμία πρόθεση για γάμους και απογόνους. Το πίστευαν φαντάζομαι, έχουν ζήσει σε εποχές που οι γυναίκες μεγάλωναν πολλά παιδιά συχνά δουλεύοντας παράλληλα σε χειρωνακτικές εργασίες, αλλά περιτριγυρίζονταν από ένα μπουλούκι άλλες γυναίκες και μέσα στο ίδιο σπίτι ακόμα, στον ίδιο δρόμο, στην ίδια γειτονιά.

ΣΧΕΤΙΚΟ ΘΕΜΑ

Τα παιδιά τα μεγάλωναν δεκάδες άνθρωποι μαζί -δεκάδες γυναίκες για την ακρίβεια- μεγάλωνε το ένα το άλλο, ή μεγάλωναν περίπου μόνα τους. Τώρα οι πόρτες είναι κλειστές και κανείς άλλος δεν μεγαλώνει το παιδί σου εκτός από σένα. Νιώθεις μόνη σου και ο μόνος τρόπος να μην το νιώθεις είναι η ειλικρίνεια. Αυτή η ειλικρίνεια που με ανακούφιση, συγκίνηση και θαυμασμό είδα να υπάρχει σε κείμενα, εξομολογήσεις, απλά ποστ ή συζητήσεις τη φετινή Ημέρα της Μητέρας.

Η μητρότητα είναι ένα μεγαλειώδες όσο και απόλυτα τρομακτικό πράγμα. Για πολλά χρόνια αναλωθήκαμε να συζητάμε μόνο για το πρώτο και το δεύτερο αποτελούσε και αποτελεί ένα τεράστιο ταμπού.

Τέλεια μαμά δεν υπάρχει, το ξέρουμε όλοι. Μπορεί όμως να υπάρχει ειλικρινής, χαρούμενη μαμά. Κι ίσως αυτή πλησιάζει την τελειότητα όσο καμία άλλη.