ΤΟ Α

Γενέθλια στο τέλος του κόσμου

Σηκώνω το παντζούρι και κοιτάω έξω από το παράθυρο. Η ώρα είναι 8.30 το πρωί, ο ήλιος πέφτει πορτοκαλής κι αρρωστημένος. Τα διαμερίσματα απέναντι ερμητικά κλειστά, τα μπαλκόνια έρημα, αφημένα σύξυλα όπως ήταν το προηγούμενο απόγευμα, λες και οι ένοικοι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν ξαφνικά, τα χαζεύω στα θολά. Στο δικό μας μπαλκόνι μερικά ροζ και κόκκινα μπαλόνια με τη Μίνι κρέμονται σκονισμένα στα κάγκελα των παραθύρων, το χάρτινο τραπεζομάντηλο με τα πολύχρωμα κεκάκια έχει ακόμα λεκέδες από την τούρτα παγωτό, η μισογεμάτη πλαστική πισίνα με τα κουβαδάκια μέσα στις στάχτες. Κοιτάω επίμονα, αλλά δεν κουνιέται τίποτα, τα λουλούδια σαν βαλσαμωμένα, σαν κάποιος να έχει πατήσει το pause σε μια σκηνή από το Mad Max. Βάζω τη μάσκα μου και βγαίνω έξω, κλείνω την μπαλκονόπορτα πίσω μου. Δε μοιάζει με την επόμενη μέρα ενός παιδικού πάρτι, περισσότερο θυμίζει την επόμενη μέρα του Τσερνόμπιλ, όπου μετά την καταστροφή, διστακτικοί επιστήμονες με στολές αστροναύτη επισκέπτονται τον τόπο του ατυχήματος μέσα σε εκκωφαντική σιωπή. Σκοντάφτω πάνω σε νεροπίστολα ξεχασμένα στο πάτωμα, ένα ημισυναρμολογημένο τραμπολίνο σαν να καγχάζει.

Θέλαμε και τραμπολίνο. Στο έστειλε προχθές το πρωί η Δέσποινα, ξεκινήσαμε να το συναρμολογούμε το πρωί των γενεθλίων σου, αυτό θέλει μηχανικό, είπε η Μόντα, γελάσαμε μπερδεμένες ανάμεσα σε σίδερα και σχοινιά. Θα το συναρμολογήσουμε όλοι μαζί το απόγευμα, σου υποσχέθηκα, που θα έρθουν και οι άλλοι, και θα παίξετε στο πάρτι. Είχα φουσκώσει την πισίνα με το στόμα, δεν ήταν εύκολο, αλλά με επιβράβευσες, «είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου», είχες πει, γέλασα. Έπλυνα τη βεράντα, κλάδεψα τον κάκτο να μην τσιμπηθείτε, πότισα τα λουλούδια με το νερό της πισίνας από την προηγούμενη μέρα, κρίμα να πετάξουμε τόσο νερό σου είπα, γιατί δε θέλω να το θεωρείς δεδομένο. Σου έδωσα τα καινούρια σου κουβαδάκια σε σχήμα παγωτό χωνάκι, σου έδωσα τις πλαστελίνες που σου είχα τάξει, πάλι ήμουν η καλύτερη μαμά του κόσμου, πήγα να ψωνίσω χυμούς και πατατάκια, να φέρω την τούρτα, να φτιάξω τυροπιτάκια, οι μόλις 3 φίλοι σου, που με σύνεση επιλέξαμε προσεκτικά λόγω covid, αλλά και διακοπών, θα έρχονταν αργά το απόγευμα μπας και γλιτώσουμε λίγη ζέστη. Καλύτερα για την ασφάλεια όλων να μην κλειστούμε μέσα μικροί και μεγάλοι με το ερ κοντίσιον, άλλωστε η τάση έπεφτε συνεχώς και η απόδοση του κλιματισμού ήταν σήμερα πολύ μέτρια.

Όταν ήρθε η Ρ έτοιμη με το μαγιό της και τρέξατε στην πισίνα, ένα μαύρο σύννεφο είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του πάνω από τις πολυκατοικίες και το νερό είχε ήδη στάχτες. Το κοιτάξατε διστακτικά, να μπούμε, με ρώτησες, ήταν λίγες στην αρχή, τις έβγαλα με το κουβαδάκι, ναι αγάπη μου, μπείτε σου είπα κι εσείς ορμήσατε και αρχίσατε να πιτσιλιέστε με τα πολύχρωμα μαγιό σας αλλά από πάνω σας έβρεχε κι άλλη στάχτη. Την ώρα που τρώγατε την τούρτα, αφού ήρθαν και οι υπόλοιποι, άκουσα τον Χ που σας είπε «άκουσα στις ειδήσεις ότι ένας μάλωσε με το κορίτσι του και το έριξε σε κάτι βράχους που είχαν δόντια», εσύ σάστισες για λίγο, ρώτησες «οι βράχοι ήταν ζωντανοί;», ο Φ κατάλαβε οτι μπερδεύτηκες και σου είπε στο αυτί «όχι, εννοεί ότι ήταν μυτεροί βράχοι». «Και χτύπησε;» ρώτησε η Ρ μετά από μια μικρή σιωπή που συνεχίσατε να τρώτε τούρτα. «Πέθανε», είπε ο Φ. Δε μίλησες, τον κοίταξες με απορία. Δεν καταλάβαινες. Δεν καταλάβαινες τίποτα. Τέλειωσες την τούρτα και είπες «ας παίξουμε τώρα», ουρλιάξατε όλοι μαζί και μπήκατε μέσα.


 

Την Πρωτοχρονιά σου είπα ότι φέτος ανθρωπότητα-κορωνοιός θα πάει 1-0 και με πίστεψες.

Εμείς οι 3 γονείς στο μπαλκόνι πίναμε ζεστή μπίρα και τρώγαμε τα πατατάκια σας, κοιτούσαμε τις ειδήσεις στο κινητό και προσπαθούσαμε να κάνουμε μια κάζουαλ συζήτηση, αλλά όσο περνούσε η ώρα ήταν όλο και πιο δύσκολο, η ατμόσφαιρα βάραινε. Εσείς μέσα γελούσατε, τρέχατε, τραγουδούσατε, τσακωνόσασταν, παίζατε κάτι ακατανόητα παιχνίδια, τρώγατε ποπ κορν και πίνατε χυμούς, όταν βγήκατε έξω για να ζητήσετε την διαιτησία μας σε έναν τσακωμό, σαστίσατε, «τι μυρίζει έτσι;» είπατε και συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε συνηθίσει τη μυρωδιά, αλλά μύριζε έντονα. Μπήκαμε άρον άρον μέσα, η ώρα είχε πάει 9.45, σας δώσαμε 15 λεπτά παιχνιδιού ακόμα πριν το διαλύσουμε, έκλεισα ερμητικά τα παράθυρα και αφού έφυγαν όλοι σε έκανα σχολαστικό μπάνιο να φύγουν οι στάχτες από τα μαλλιά σου, άλλαξα τα σεντόνια σου, καθάρισα όλες τις επιφάνειες του δωματίου σου και σε έβαλα για ύπνο.

Την ημέρα των γενεθλίων σου είχα λάβει ένα από εκείνα τα newsletter για νέους γονείς που για κάποιο λόγο έρχεται στο μέιλ μου ανελλιπώς από τότε που ήμουν ακόμη έγκυος -μάλλον κάπως έκανα sign up χωρίς να το θέλω και έκτοτε παρέλειψα να το διακόψω, ίσως πλέον να σου έχει συμβεί και με γκόμενο. Έλεγε «μερικοί γονείς γράφουν ένα ετήσιο γράμμα στο παιδί τους, το οποίο θα ανοίξει στα 18α γενέθλιά του. Σε αυτό, μπορείτε να σημειώνετε σημαντικές στιγμές του προηγούμενου έτους, παρατηρήσεις σχετικά με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του, αλλά και τις ελπίδες σας για το μέλλον. Εάν δεν ξεκινήσατε να το κάνετε από τη γέννηση, τώρα είναι μια καλή στιγμή για να το κάνετε». Είχε αυτόν τον ευγενικό, αλλά εξαιρετικά χειριστικό τόνο που έχουν τα μπλογκ, τα άρθρα, τα βιβλία και οι διάφοροι τηλε-ειδικοί όταν μιλάνε σε γονείς. Μου φάνηκε τρομερή μπούρδα και πολύ γαμάτο ταυτόχρονα και σκέφτηκα ότι θα το κάνω, όταν ξεμπερδέψουμε με το πάρτι.

Διάβασα κάπου ότι έχουμε δύο δεκαετίες μέχρι να γίνει ο βίος αβίωτος, αλλά κοιτώντας έξω από το παράθυρο θεωρώ ότι έχει γίνει ήδη, απλώς το συνηθίσαμε.

 

Είχα σκοπό να σου γράψω πώς περάσαμε αυτή τη δύσκολη χρονιά, και πώς τα καταφέραμε. Πώς πέρυσι τέτοιον καιρό φεύγαμε για διακοπές με 30 κρούσματα και γυρνούσαμε με 250 που τότε μας φαινόταν τεράστιο νούμερο. Πώς τα προνήπια ξεκίνησαν κανονικά την 1η Σεπτεμβρίου και δεν πίστευα με τίποτα ότι θα τα καταφέρετε με τη μάσκα, μέχρι που αποδειχθήκατε οι πιο συνεπείς χρήστες της. Θα σου έλεγα για εκείνες τις 15 μέρες που περάσαμε στο νοσοκομείο που ούρλιαζες πως είναι μια ανοησία, έλεγες τους γιατρούς ανόητα τέρατα, και έφτιαχνες ζωγραφιές μόνο για την κυρία που σου έφερνε απογευματινό. Για τότε που σου έφεραν έναν φιδέ για μεσημεριανό και μου είπες «μαμά η σούπα είναι μαλλιαρή αλλά θα τη φάω». Πως περάσαμε όλο το χειμώνα ταΐζοντας περιστέρια στην πλατεία και βρήκαμε κατσαρίδα το Γενάρη, γεγονός που έπρεπε να με έχει προειδοποιήσει. Πως την Πρωτοχρονιά σου είπα ότι φέτος ανθρωπότητα-κορωνοιός θα πάει 1-0 και με πίστεψες. Πως μετακομίσαμε από το σπίτι που γεννήθηκες, εκείνο το σπίτι στο οποίο όταν είχα πάει ήμουν πιο μόνη από ποτέ κι όταν έφυγα τελικά είχα την περισσότερη παρέα. Θα έγραφα για το πρώτο σου μεγάλο χιόνι, πως ονόμασες τον πωπό σου Σίσσι, πως έδωσες όνομα και σε αυτή τη στήλη, όταν έφυγα από την μόνη δουλειά που ήξερα έως τότε και εντελώς κάζουαλι μου έδωσες κατεύθυνση για τη συνέχεια. Για τον πρώτο σου έρωτα, τον Μιχάλη, το μπουγέλο την τελευταία μέρα του σχολείου, τη μέρα που με βρήκες το πρωί να κλαίω και για πρώτη φορά δεν στο έκρυψα. Σου είπα Αγγελική, ένας φίλος μου είναι πολύ άρρωστος και είμαι πολύ λυπημένη, και με πήρες αγκαλιά. Για το πως μεγαλώνεις και γίνεσαι ακόμα πιο αστεία, κουλ, τρυφερή, πιο ντροπαλή, αλλά πιο γενναία, πως σκέφτεσαι τετράγωνα αλλά με την καρδιά σου και έτσι καταλήγεις να είσαι ο δικαιότερος και ψυχραιμότερος κριτής μου, πως κάνεις συνέχεια ερωτήσεις και αυτό συχνά με εκνευρίζει, αλλά και το θαυμάζω, για το πως έχεις μαθει να λες «όχι» ακόμα και σε μένα και να επιμένεις σε αυτό, όταν νιώθεις ότι είναι σημαντικό, πόσο με ζορίζει ενίοτε, αλλά και το θαυμάζω και δεν έχω ιδέα πώς το έχεις καταφέρει, ποιος στο έμαθε.

Αυτά θα έγραφα κι ακόμα περισσότερα, αλλά μετά κοίταξα έξω από το παράθυρο την επόμενη μέρα των γενεθλίων σου. Διάβασα κάπου ότι έχουμε δύο δεκαετίες μέχρι να γίνει ο βίος αβίωτος, αλλά κοιτώντας έξω από το παράθυρο θεωρώ ότι έχει γίνει ήδη, απλώς το συνηθίσαμε. Όπως είχαμε συνηθίσει προχθές τη μυρωδιά της φωτιάς κι ήρθατε εσείς και μας ξυπνήσατε. «Γιατί κάθεστε εδώ; Βρωμάει», είπατε κι ουσιαστικά, Αγγελική, αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο σου 5 χρόνια τώρα. Να μου λες με τον τρόπο σου για όσα χρειάζεται να το ακούσω «αυτό δεν είναι νορμάλ, γιατί το θεωρείς νορμάλ, άλλαξε το, είναι πιο απλό από ότι νομίζεις». Κι αυτό, Αγγελική, είναι το γράμμα σου. Γεμάτο πηχτή, αβάσταχτη απελπισία infected με μεθυστική ελπίδα και ένα συχνά εντελώς παράλογο κέφι.

By the way, αυτό περίπου είναι και η μαμά σου. Χρόνια πολλά.