ΤΟ Α

Et in Arcadia ego που σημαίνει «Ακόμα και στην Αρκαδία, εκεί είμαι»

Σήμερα άρχισε πάλι η θολούρα. Δεν ξέρω αν είναι από φωτιά ή αν φταίει η ζέστη και η υγρασία, πάντως το απόγευμα με τη μπουκαδούρα (τον άνεμο που βγάζει κάθε μεσημέρι στην παραλία του κάμπινγκ) συνήθως χάνεται και επανέρχεται πάλι το βραδάκι ή το άλλο πρωί με την άπνοια. Φύγαμε το Σάββατο από την Κυψέλη άρον άρον για να γλιτώσουμε τον εφιάλτη

Είχε άλλωστε ξεκινήσει η άδειά μου. Είπα εκεί δεν θα έχει κάπνα και θα ξεχαστούμε λίγο από αυτή την πηχτή, ατόφια απελπισία που ζήσαμε τις ημέρες πριν από την αναχώρησή μας. Εν μέρει είχα δίκιο. Στα Μέγαρα η ομίχλη από τους καπνούς έγινε μασίφ, με δυσκολία διέκρινα τη θάλασσα στα αριστερά κοντά στην Κακιά Σκάλα και όσο προχωρούσαμε δεν έφτιαχνε. Ηλεία, Αρκαδία, Μεσσηνία καίγονταν ακόμα με την ίδια ένταση, σε όποια κατεύθυνση και να κοιτούσες υπήρχε κάποια φωτιά. Φτάσαμε μεσημέρι του Σαββάτου, η μπουκαδούρα είχε ξεκινήσει ήδη και ο ουρανός είχε αρχίσει να ανοίγει, όμως τα σκόρπια ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας και η πρωινή θολούρα δεν σε άφηνε να ξεχάσεις.

Η ρουτίνα του κάμπινγκ όμως είναι, όπως ήταν πάντα, θεραπευτική. Το πρωί μπορεί να έχει κάπνα, όμως έχει και άπνοια, η θάλασσα μοιάζει με λίμνη, τα παιδιά με τα μπρατσάκια, τα στρώματα, οι ομπρέλες, τα κανό που σχίζουν την μπουνάτσα, τα «μαμά, κοίτα», οι βουτιές από τα βράχια, τα καυτά βότσαλα που μπαίνουν στη σαγιονάρα, όλα τόσο γνώριμα, τόσο καθησυχαστικά. Έχουμε και μάσκα φέτος, τη βάζει η Αγγελική αν και της μυρίζει πλαστικό, την κρατάει 3 δευτερόλεπτα και μετά λέει τώρα θέλω να κολυμπήσω, λες και με τη μάσκα κάνει αναρρίχηση. Παίρνουμε το κανό του Ηλία και πάμε στην άλλη παραλία, θα κάνω μπράτσα μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα, είσαι πολύ γρήγορη, μαμά, μου λέει ενθουσιασμένη κι ας πηγαίνουμε με 0 κόμβους, χαζεύουμε ψαράκια, κοιτάμε τα βαθιά, βουτάμε, μαζεύουμε πέτρες, γυρνάμε κι όλοι ρωτάνε «μα πού ήσασταν, ανησυχήσαμε» κι η Αγγελική νιώθει σαν τον Μαγγελάνο.

Δεν είναι ότι νιώθω πως δεν πρέπει να ποστάρω φωτογραφίες ανεμελιάς, δεν νιώθω ακριβώς ότι υπάρχουν, ακόμα κι εδώ.

Το μεσημέρι, όταν βγαίνει η μπουκαδούρα, μάζεμα στο τροχόσπιτο, οι μυρωδιές από τις ψησταριές, τα κεφτεδάκια στον κεσέ, ντους με το λάστιχο με καυτό νερό, νερά στα πλακάκια της προέκτασης, τα μαγιό να στάζουν στα σχοινιά, αυτή η πείνα μετά το μπάνιο, το ροδοκοκκινισμένα μάγουλα και οι τσουρουφλισμένοι ώμοι που φαίνονται στη σκιά. Τρώμε και η Αγγελική βλέπει τη μεσημεριανή ταινία, ενίοτε μαζί με κάνα φίλο της που ρωτάει περισσότερα «γιατί» από εκείνην, κι εγώ μπαίνω να διαβάσω τα νέα. Απότομη αλλαγή κλίματος, μιξοκλαίω στα κρυφά να μη με δούνε τα μικρά, ρουφάω τη μύτη μου και λέω «μάλλον κρύωσα», «λες να έχεις κορωνοϊό;» ρωτάει η μικρή που έχει μείνει στο προηγούμενο (και επόμενο) επεισόδιο αυτού του θρίλερ.

«Ελάτε, παίχτε τίποτα», τους λέω δήθεν αδιάφορα κι εκείνα φτιάχνουν παγωτά με μια μωβ άμμο που της έφεραν στα γενέθλια και μου τα πουλάνε για 60.000 ευρώ το κομμάτι. Το απόγευμα αληθινό παγωτό στη ντίσκο (το παραλιακό καφέ μπαρ που παλιότερα έχει ζήσει ένδοξες στιγμές βραδινής διασκέδασης), μαζευόμαστε οι φίλοι που γνωριζόμαστε από την ηλικία που είναι σήμερα τα παιδιά μας, τα χαζεύουμε να παίζουν και να τσακώνονται, πίνοντας καμιά μπίρα, όση προλάβουμε πριν ζεσταθεί ή τη ρίξει κανένα φρίσμπι. Βραδάκι στην παιδική χαρά του απέναντι χωριού, σουβλάκια και μπέργκερ στην διπλανή καντίνα που βλέπει όλο τον κόλπο, τα μικρά σχεδόν κοιμισμένα πριν καν μπουν στο αυτοκίνητο για την επιστροφή, πάνε σαν ρομποτάκια, μουρμουράνε «μα δε νυστάζω» και δυο λεπτά μετά πέφτουν ξερά στα δροσερά σεντόνια του τροχόσπιτου.

Άλλες χρονιές έβλεπα φωτό από διακοπές όσο ήμουν Αθήνα και ένιωθα fomo, τώρα είμαι διακοπές και νιώθω fomo που βλέπω τις φωτιές, ένα μπλεγμένο συναίσθημα ενοχών και ανάγκης να κάνω κάτι.

Συζητάμε για τις φωτιές αλλά περίπου όπως θα συζητούσαν οι αποκλεισμένοι στον Ισημερινό παίκτες του Survivor. Είναι μισός κόσμος μακριά όταν θες να είναι, γεγονός που κάνει την επιστροφή να μοιάζει ακόμα πιο αβάσταχτη. Δεν θα γυρίσεις στη δουλειά, θα γυρίσεις στην πραγματικότητα, πιο ζοφερή από ποτέ. Δεν είναι ότι νιώθω πως δεν πρέπει να ποστάρω φωτογραφίες ανεμελιάς, δεν νιώθω ακριβώς ότι υπάρχουν, ακόμα κι εδώ.

Άλλες χρονιές έβλεπα φωτό από διακοπές όσο ήμουν Αθήνα και ένιωθα fomo, τώρα είμαι διακοπές και νιώθω fomo που βλέπω τις φωτιές, ένα μπλεγμένο συναίσθημα ενοχών και ανάγκης να κάνω κάτι. Τις περισσότερες ώρες συζητάμε τα του κάμπινγκ. Ποιος χώρισε, ποιος γέννησε, ποιος θα ρθει, ποιοι αρνούνται ακόμα να εμβολιαστούν, τι ώρα θα βγουν τα σουβλάκια στο εστιατόριο, πότε έχει ζεστό νερό στα μπάνια. Προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει τίποτα. Τα βράδια οι μεγάλοι, οι γονείς των συνομήλικων φίλων μου δηλαδή, ζουν ξανά τη δική τους εφηβεία, μαζεύονται στην παραλία με ένα ηχειάκι και ακούνε σουξέ της εποχής τους, κουτσομπολεύουν, κοροιδεύονται. Εμείς, στη θέση που ήταν εκείνοι όταν ήμασταν εμείς παιδιά, φυλάμε σκοπιά έξω από τα τροχόσπιτα που κοιμούνται τα παιδιά μας, χωριστά ο καθένας γιατί κανείς δεν μπορεί να αφήσει το πόστο του.

Τώρα τελευταία συζητάμε κυρίως για τον Αποστόλη ή χαιδευτικά Τόλη, το ποντίκι που κυκλοφορεί στη δική μας γειτονιά τροχόσπιτων και τρώει κάθε βράδυ δαγκωνιές από τα φρούτα μας. Με ενημέρωσε πρώτη η κ. Σοφία, από πίσω, τη μέρα που ήρθαμε, «προχθές μου έφαγε τις ντομάτες,» μου είπε, να κλείνεις καλά την πόρτα του τροχόσπιτου και να μην αφήνεις τρόφιμα στην προέκταση. Δεν έδωσα πολύ σημασία, κάθε χρόνο έχουμε κάνα ποντίκι να τριγυρνάει, παλιά περνούσε ένα κάθε απόγευμα στις 7.30 μπροστά από την ελιά. Αλλά είχαμε και γάτες και κάπως τα πράγματα τακτοποιούνταν από μόνα τους. Φέτος, οι γάτες έχουν εξαφανιστεί και ο Τόλης κυκλοφορεί ελεύθερος κι ωραίος. Την επόμενη μέρα βρήκα 3 δαγκωνιές στα βιολογικά ροδάκινα, «εσύ τα δάγκωσες αυτά, Αγγελική;» ρώτησα με δυσπιστία, με το ζόρι τρώει πλέον οποιοδήποτε φρούτο, ακόμα κι αν την απειλήσω.

«Οχι βέβαια», μου είπε. Καλωσήρθες, Αποστόλη και στο φτωχικό μας, σκέφτηκα, πέταξα τα ροδάκινα κι έκανα με άζαξ τον πάγκο της κουζίνας. Από τον κ. Ηρακλή έκλεψε ένα αυγό. Είχαν αφήσει αποβραδίς δύο βρασμένα πάνω στο τραπέζι της προέκτασης, το πρωί ήταν το ένα. Μα πως το πήρε ολόκληρο αυγό; ρώτησα παραξενεμένη στον πρωινό καφέ, το πιάνουν λέει με τα μπροστινά τους πόδια και το πάνε στη φωλιά τους. Η κ. Σοφία έβαλε μια κλασική παλιά φάκα, από αυτές με το πορτάκι που πέφτει με το που μπαίνει ο πόντικας να φάει το τυρί, παλαιωμένη γραβιέρα μου λέει του έβαλα, από την ακριβή.

Όλους τους λυπάσαι εσύ, μόνο εμένα δεν λυπάσαι, μου ‘λεγε παλιά ένας γκόμενος, γιατί έλεγα ότι λυπάμαι τη σκόνη στη διαφήμιση του swiffer που παίρνει τη βαλιτσούλα της και φεύγει.

Το πρώτο βράδυ μπήκε, την έφαγε κι έφυγε κύριος, το δεύτερο την αγνόησε επιδεικτικά, το τρίτο την ξαναπήρε κι η φάκα έχασκε το πρωί άδεια. Τα ίδια και με τη φάκα του κ. Ηρακλή, ο Τόλης τρώει τα ακριβά μας τρόφιμα και φεύγει, μας γλεντάει φουλ, τον φαντάζομαι να χασκογελάει κάθε βράδυ χορτασμένος, βγαίνονται με την όπισθεν. Τον είδα προχθές, μου λέει σήμερα ο κ. Ηρακλής, είναι παχουλός. Εμ τι θα ήταν; Ένα κάμπινγκ ολόκληρο ζει με την ψευδαίσθηση ότι κυνηγάει ένα ποντίκι, όταν στην πραγματικότητα απλώς το έχει υιοθετήσει. Πλέον δεν θέλω ο Αποστόλης να πιαστεί, δεν μας αξίζει αυτή η νίκη, μας έχει κερδίσει κατά κράτος, τον λυπάμαι, τον συμπαθώ και τον θαυμάζω.

Όλους τους λυπάσαι εσύ, μόνο εμένα δε λυπάσαι, μου ‘λεγε παλιά ένας γκόμενος, γιατί έλεγα ότι λυπάμαι τη σκόνη στη διαφήμιση του swiffer που παίρνει τη βαλιτσούλα της και φεύγει. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν λυπάμαι κάποιον συγκεκριμένα, όλους μας ή αν απλώς λυπάμαι. Γενικά. Πάντως η νύχτα έχει πέσει, η Αγγελική κοιμάται ήσυχα στο τροχόσπιτο, οι μεγάλοι ησύχασαν και γυρνάνε ένας ένας στη σκηνή του, και ξάφνου εμφανίστηκε και μια οικογένεια γατών. Τέσσερα μικρά με τη μαμά τους, τα τάισα τυρί του τόστ, μόνο αυτό είχα, βάστα Αποστόλη και σε έφαγα, από φάκα δε θα πας, αλλά θα βάλω τη συμμορία να υπερασπιστεί την περιουσία μου -τα σταφύλια, τις μπανάνες και το καρπούζι μου, Αποστόλη, το καλοκαίρι μου, Αποστόλη, ο Θεός να το κάνει, αν κι έτσι όπως βλέπω να τρώνε αυτά, καλύτερα να ταίζω εσένα, πιο φθηνά θα μου ρθεις.

Αύριο έρχονται και οι υπόλοιποι, πλησιάζει 15αύγουστος, το μέτωπο στη γειτονική Γορτυνία ενισχύεται, τα νέα φτάνουν από τους ντόπιους, η αγωνία επικεντρώνεται στο Μαίναλο, το βουνό της «γειτονιάς» μας, το βουνό που πρωτοσκαρφαλώσαμε παιδιά. Δεν θα ‘ναι ο 15αύγουστος που έχουμε συνηθίσει, αλλά λένε ότι θα έρθουν και οι Παπαδόπουλοι που έχουμε να τους δούμε 10 χρόνια, ξεκινάει άδεια κι η Τατιάνα, η Μάρθα, ο Ηλίας, θα κάτσει και ο Κρίστοφερ, η Αντιγόνη θα φέρει και τον σκύλο, για μια βδομάδα θα είμαστε πάλι όλοι μαζί. Μέχρι τώρα, αυτό ήταν πάντα αρκετό, φέτος δεν ξέρω αν φτάνει, αλλά για μια βδομάδα θα το τραβήξουμε, θα το μακρύνουμε, θα του ξηλώσουμε το στρίφωμα, θα το κάνουμε να φτάσει. Stay on my arm, Αποστόλη, έρχονται προμήθειες.

* Το «Et in Arcadia ego» είναι το τίτλος ενός πίνακα του Nicolas Poussin. Η κυριολεκτική μετάφραση του τίτλου είναι «Ακόμα και στην Αρκαδία, εκεί είμαι». Σύμφωνα με τον βιογράφο του ζωγράφου, Giovan Pietro Bellori, το «εγώ» της φράσης αναφέρεται στον Θάνατο, υπενθυμίζοντας στον θεατή ότι ακόμα και στον ονειρικό, ευλογημένο τόπο της Αρκαδίας, ο θάνατος εξακολουθεί να υπάρχει.