ΤΟ Α

Ένα κάποιο καυτό σαββατοκύριακο

Κοίταξα το ρολόι ούσα σίγουρη ότι έχει πάει τουλάχιστον 6.30 το απόγευμα. Ήταν 2.34 το μεσημέρι. Προς στιγμήν μπερδεύτηκα, σκέφτηκα το ρολόι του αποκωδικοποιητή πάει λάθος, δεν μπορεί, νιώθω οτι ήδη έχω ζήσει δύο μέρες από τις 7.45 που άκουσα το πρώτο «ΜΑΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΙ;» κι έτσι κοίταξα και στο κινητό. 2.34 επίσης. Ίσως έφταιγε η ζέστη, που εκτός από υλικά φαίνεται πως διαστέλλει και τον χρόνο, όταν αυτός περνιέται σε ένα ρετιρέ στην Κυψέλη χωρίς μόνωση στην ταράτσα και ένα πεντάχρονο που έχει κοιμηθεί 11ωρο.

Θα έλεγα ότι είναι πανανθρώπινη αξία ότι πάνω από τους 35 βαθμούς με υγρασία Σιγκαπούρης ένα ον δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, αν δεν είχα κάνει παιδί. Το οποίο, αυτή τη στιγμή, ιδρωμένο μέχρι το βρακί μετά ένα γύρο «γκίλι γκίλι» (κυνηγητό με ανελέητο γαργάλημα), επέμενε να παίξουμε νοσοκομείο ζώων. Ευχήθηκα να ήμουν ένα από τα ζώα που χρειάζονταν περίθαλψη, για λίγο προσπάθησα και να την πείσω να παίξω αυτόν το ρόλο, αντί του γιατρού που αναλαμβάνω συνήθως, μπας και την καταφέρω να με αφήσει να ξαπλώσω στον καναπέ κάνοντας την άρρωστη και να με ακροαστεί με το σουρωτήρι για το τσάι όσο εγώ θα μισοκοιμάμαι ή θα αργοπεθαίνω από θερμοπληξία.

Δεν τα κατάφερα. Φρόντισα μια κουκουβάγια με έκζεμα (η Αγγελική έχει ατοπική δερματίτιδα), μια αγελάδα που δεν έβγαζε γάλα (μας είχε τελειώσει το γάλα), ένα μονόκερο που του έσπασε το κέρατο (δεν υπάρχουν μονόκεροι), δύο σκύλους, δύο καμηλοπαρδάλεις κι έναν παπαγάλο, όλοι αυτοί με 100 κορωνοϊούς ο καθένας (προφανείς οι λόγοι επιλογής της ασθένειας, την έχει ακούσει περισσότερο κι από τα τρία γουρουνάκια) και έναν γάιδαρο με σταφυλόκοκκο (για τον οποίο πέρυσι πέρασε 15 ημέρες στο νοσοκομείο). Ένα νοσοκομείο ζώων μαζί της κι είναι σαν να της παίρνεις ιστορικό.

Εντάξει Μανινάκι, σκέψου θετικά, είπα από μέσα μου, θα μπορούσες να είσαι στη νοτιοανατολική Ασία, να σε κυνηγάει μια βασιλική κόμπρα (φτάνουν τα τέσσερα μέτρα η καθεμία, να ξέρετε), χώρια που ίδια ζέστη θα είχε.

Κάπου εκεί στον τελευταίο ασθενή ευχήθηκα να γυρίσουν από όπου έχουν πάει τα παιδάκια του γείτονα και να έρθουν να διαλύσουν όλα μαζί το σπίτι, προκειμένου να μην χρειαστεί το αριστερό μου χέρι να παίξει άλλη μια φορά το ρόλο του Σον, του εμού που μιλάει καθώς ανοιγοκλείνω την παλάμη μου, τρώει πολύ μπέικον και απαντάει στις περίπου 2,5 εκατομμύρια ερωτήσεις της Αγγελικής. Κατέφυγα στο κινητό. «Θες να δούμε ζωάκια;» είπα με ενθουσιασμό. ΝΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ, ΦΙΔΙΑΑΑΑΑ. Μάλιστα. Τα άλλα παιδάκια κοιτάνε γατάκια, η Αγγελική θέλει να δει το μαύρο μάμπα, τελοσπάντων, κανένα πρόβλημα, θα αράξουμε καναπέ, θα ανοίξουμε και λίγο air condition για ένα μισαωράκι, και ποιος ξέρει μπορεί να περάσει η ώρα μέχρι να δροσίσει(;) και να βγούμε στο μπαλκόνι.

Η αίσθηση στο μπαλκόνι λίγη ώρα αργότερα, αφού είδα περισσότερα φίδια από όσα μπορώ να αντέξω, ήταν ελάχιστα πιο ευχάριστη από το να σε τσιμπάει η οχιά του Ράσελ, btw το πιο επικίνδυνο φίδι στον πλανήτη, ζει στη Σρι Λάνκα και σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους ετησίως. Έχει οχιές στην Κυψέλη; ρώτησε η Αγγελική τον Σον, «όχι, μην αγχώνεσαι, μόνο κατσαρίδες», απάντησα ως Σον αλλά ξεχάστηκα μέσα στη λαλάκα και το είπα με τη φωνή μου, «ΕΕΕΕΕΕΕ, δεν είναι αυτή η φωνή του Σον», με διόρθωσε σχεδόν κλαίγοντας ο 5χρονος ερπετολόγος, εντάξει Μανινάκι, σκέψου θετικά, είπα από μέσα μου, θα μπορούσες να είσαι στη νοτιοανατολική Ασία, να σε κυνηγάει μια βασιλική κόμπρα (φτάνουν τα τέσσερα μέτρα η καθεμία, να ξέρετε), χώρια που ίδια ζέστη θα είχε.

«Θα πάμε στον Ε.;», ήρθε η ερώτηση -και καθυστερημένη κιόλας- αφού κατάφερε να ξεπεράσει την τραγωδία της λάθος φωνής του imaginary εμού. «Αγγελικούλα, πήγαμε χθες στον Ε., θυμάσαι;» Κάτσαμε 6 ώρες ιδρωκοπώντας 3 γονείς κι ένας θείος, όσο εσείς κυνηγιόσασταν με κάτι όπλα nerf που τελικώς σας τα πήραμε γιατί «δεν είναι ωραίο τα παιδιά να εξοικειώνονται με όπλα», οπότε καταφύγατε στο μίνι ακορντεόν και τη σπασμένη κιθάρα που αποδείχθηκαν πιο φονικά κι από τον καύσωνα του ’87. Η Αγγελική γέλασε. Σίγουρα όχι με το αστείο μου, μάλλον γιατί θυμήθηκε πόσο τέλεια είχε περάσει οργώνοντας το σπίτι με ένα ακορντεόν όσο ο Ε. έβαφε με κόκκινη νερομπογιά την πατούσα του θείου του που κοιμόταν στον καναπέ με χανγκόβερ από το προηγούμενο βράδυ.

«Μπορώ να κάτσω ως αργά;», πήγε να ξεστομίσει, αλλά το όχι ταξίδεψε πιο γρήγορα κι από τον ήχο. «Έχεις σχολείο αύριο, μωρό μου», άσε που έχει και Βέλγιο-Πορτογαλία στις 10.

Τι λες για μαγιό και λάστιχο στη βεράντα, πρότεινα και το ΝΑΙ ακούστηκε σίγουρα μέχρι την πλατεία. Μην έρθει μόνο η ΔΕΗ παραφουσκωμένη σε αυτό το παρατεταμένο κύμα καύσωνα, να φροντίσουμε λίγο και για την ΕΥΔΑΠ. Αλλάξαμε στα γρήγορα και βγήκαμε στο μπαλκόνι. Πολλά μπουγελώματα, δύο τούμπες και ένα μαγικό φίλτρο φτιαγμένο από τα τσουρομαδημένα αρωματικά της βεράντας μετά, ξαπλωθήκαμε τυλιγμένες με πετσέτες στις πολυθρόνες και χαζεύαμε τον θερμοσίφωνα του απέναντι, λες και περιμέναμε τον σερβιτόρο της πλαζ να μας πάρει παραγγελία για απογευματινά κοκτέιλ. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν 7.30. Άνοιξα για λίγο το ίνσταγκραμ. Οκτώ στα δέκα ποστ ήταν από Μικρές Κυκλάδες με μπουνάτσα, το έκλεισα βιαστικά πριν το σπάσω και είπα: «Θα μπορούσα να σας δελεάσω με μια παγωμένη λεμονάδα, δεσποινίς;» Η δεσποινίς δεν απάντησε καν, σωροκουτρουβαλιάστηκε να φτάσει στο ψυγείο για να βγάλει τα παγάκια, που ενίοτε χρησιμοποιεί σαν καραμέλες. Δύο πράγματα έχω μάθει για τα νήπια: δεν ζαλίζονται όσες στροφές κι αν κάνουν και για κάποιο λόγο είναι τρομερά ανθεκτικά στο brain freeze.

«Μπορώ να κάτσω ως αργά;», πήγε να ξεστομίσει, αλλά το όχι ταξίδεψε πιο γρήγορα κι από τον ήχο. «Έχεις σχολείο αύριο, μωρό μου», άσε που έχει και Βέλγιο-Πορτογαλία στις 10. Αυτο το τελευταίο δεν το είπα δυνατά. Διαβάσαμε το καινούριο μας βιβλίο τρεις (3) φορές, κάναμε αγκαλίτσα, φιλάκι, είπαμε καληνύχτα, σε αγαπώ πολύ, όνειρα γλυκά, με αυτή τη σειρά γιατί ο ψυχαναγκασμός είναι κληρονομικός και όπως έγερνα την πόρτα άκουσα μια τελευταία ερώτηση γεμάτη ελπίδα: «Μαμά, έχει άλλο σαββατοκύριακο αύριο;» Ξαφνικά ένιωσα απέραντες τύψεις που βαρυγγόμησα σε πολλές διαφορετικές φάσεις αυτού του διημέρου. Όσο εγώ έλιωνα σαν κεράκι της Λαμπρής μετρώντας τον χρόνο αντίστροφα για να ξαπλωθώ στον καναπέ με το air condition στο 24 και τη μπίρα στους 13, εκείνη περνούσε τέλεια, με τη μικρότερη δική μου δυνατή προσπάθεια. «Όχι, αλλά έχει πάλι σε λίγες μέρες», απάντησα και της έφτανε.

Έβγαλα την μπίρα από το ψυγείο, άνοιξα την τηλεόραση και πήρα πατατάκια. Άρχισα να χαζεύω twitter και αντάλλαξα μερικά μηνύματα με φίλους που επίσης έβλεπαν μπάλα. Βαριόμουνα. Όταν μπήκε το γκολ του Βελγίου λίγο πριν το ημίχρονο, ήμουν οριακά να την ξυπνήσω, να της δώσω μπίρα και να της πω έλα άραξε ως αργά να σχολιάσουμε αυτόν με το γλειμένο μαλλί που τρώει ήττα. Δεν το έκανα. Τελικά, σκέφτηκα, δεν ήταν και τόσο άσχημο το σαββατοκύριακο.

Άλλωστε αύριο θα πάω δουλειά να ξεκουραστώ.