ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Έλλη Λαμπέτη: H τελευταία τηλεοπτική συνέντευξή της – Ένα σπάνιο ντοκουμέντο

FINOS FILM/TH DAMASKINOS & V M/COLLECTION CHRISTOPHEL VIA AFP/VISUALHELLAS.GR

«Τι περίεργο – δεν είναι; – που η αρρώστια μου πήρε πρώτο ό,τι ωραιότερο είχα. Είχα ωραίους ώμους, ωραίο στήθος – τώρα είμαι άδεια εδώ, κομμένα όλα. Είχα ωραία μαλλιά – και τα μαλλιά μου έπεσαν. Και μετά η φωνή. Τώρα δεν μπορώ πια να παίξω. Τέλος». Η Έλλη Λαμπέτη αφήνει την τελευταία της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 στις 7:30 το πρωί στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ.

Οι τελευταίες στιγμές της. Ο καρκίνος που πάλεψε και τελικά έκανε την επάνεμφάνισή του 11 χρόνια μετά με συνεχείς μεταστάσεις. Οι χημειοθεραπείες, στις οποίες υποβλήθηκε η Έλλη Λαμπέτη, έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν το «Σάρα – Τα Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στον ρόλο της κωφής Σάρα.

Με λόγια δικά της η Έλλη Λαμπέτη αφηγείται τη ζωή της στη Φρίντα Μπιούμπι για το βιβλίο «Τελευταία Παράσταση», το οποίο κυκλοφορεί λίγους μήνες μετά τον θάνατό της.

Έλλη Λαμπέτη, τα πρώτα χρόνια

Ποιητική, ερωτική, εύθραυστη, εκρηκτική και σκληρή. Η Έλλη Λαμπέτη ήταν μία γυναίκα που έπιασε τα γκέμια της ζωής της και την οδήγησε σε σωστά και λάθη που δεν μετάνιωσε ποτέ. Η φωνή της. Η χαρακτηριστική αισθαντική φωνή της είχε μία βαθιά σαγηνευτική ιδιαιτερότητα. Το τραβηγμένο σίγμα της, που στην αρχή δεν μπορούσε να ακούσει και σιχαινόταν, την έκανε μοναδική.

Η Έλλη Λαμπέτη ήταν μία από τις πιο γοητευτικές υπάρξεις του ελληνικού θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου, με αξεπέραστες υποκριτικές δυνατότητες.

Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη. Ο πατέρας της, Κώστας Λούκος, είχε ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα.

Το 1941 η Έλλη Λαμπέτη έδωσε εξετάσεις έπειτα από παρότρυνση του θείου της και απέτυχε, τόσο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη, όμως, αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή της.

Έλλη Λαμπέτη, η καταξίωση

Πρώτη της θεατρική εμφάνιση το 1942 στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα ’46-’48, είναι αυτή που την καθιερώνει. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον «Γυάλινο κόσμο», στην «Αντιγόνη» και στο πρώτο ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου» στην Ελλάδα.

Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκε στον θίασο του Κ. Μουσούρη, με μεγαλύτερες επιτυχίες της το «Πεγκ καρδούλα μου» και η «Κληρονόμος», έργα που ξανανέβασε αρχές ’60. Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη – Παππά – Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος», «Το παιχνίδι της μοναξιάς» και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.

Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959, συνεχίζει τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία του ’60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία, καλλιτεχνικά το «Λεωφορείον ο πόθος». Για την παράσταση αυτή η Έλλη Λαμπέτη θα λάβει συγχαρητήρια επιστολή από τον Γιώργο Σεφέρη. Η παράσταση «Πέπσι» έκανε 400 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή.

Έλλη Λαμπέτη, η πιο ώριμη περίοδός της

Η Έλλη Λαμπέτη όμως δεν έχει βιώσει όμως ακόμα την πιο ώριμη επαγγελματική της στιγμή. Η δεκαετία του ’70 αποτελεί ορόσημο για την καλλιτεχνική της έκφραση. «Η γλυκιά Ίρμα», ο «Βυσσινόκηπος», η «Φθινοπωρινή ιστορία», το «Δεσποινίς Μαργαρίτα», η «Φιλουμένα Μαρτουράνο», τα «Μονόπρακτα».

Για την ερμηνεία της στο «Τελευταίο ψέμα» της Finos Film η Έλλη Λαμπέτη ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA A’ γυναικείου ρόλου. Σ’ αυτή την ταινία η Λαμπέτη κέρδισε το βραβείο των Κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αγγλίας, οι οποίοι και την αποκάλεσαν αρχαία θεά και νέα Γκρέτα Γκάρμπο.

Η Έλλη Λαμπέτη μιλούσε με το ταλέντο της, με την ορμή της στη σκηνή. Βουτούσε στους ρόλους της και έψαχνε τα κομμάτια της ψυχής της που θα την οδηγούσαν στο αρτιότερο αποτέλεσμα. «Το μυστικό στο θέατρο; Να είναι σαν να πρωτολές τα λόγια σου, σαν να μη τα έχεις πει χτες, προχτές. Πρώτη φορά, πάντα» θα απαντήσει η Λαμπέτη όταν θα την ρωτήσουν ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας.

Η τελευταία τηλεοπτική της συνέντευξη

Το Αρχείο της ΕΡΤ φιλοξενεί την τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη, η οποία είναι πραγματικά ένα σπάνιο ντοκουμέντο. Η συγκεκριμένη εκπομπή ήταν αφιερωμένη στην Έλλη Λαμπέτη με αφορμή το έργο «Φιλουμένα Μαρτουράνο» σε σκηνοθεσία του Μάουρο Μπολονίνι, που παιζόταν με μεγάλη επιτυχία την περίοδο 1978-1979 στο θέατρο Σούπερ Στάρ.

Στη συνέντευξη, η Έλλη Λαμπέτη μιλάει αναλυτικά για τον ρόλο της Φιλουμένα Μαρτουράνο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο. Η ερμηνεία της υπήρξε ανεπανάληπτη και είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της πάνω στο σανίδι. Η Έλλη Λαμπέτη δηλώνει ότι ο ρόλος αυτός αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση για εκείνην και πως δεν της ταίριαξε από την αρχή. Άρχισε να ψάχνει τον ρόλο και ξαφνικά συνδέθηκε απόλυτα με την ηρωίδα που έπρεπε να ενσκαρκώσει.

Έβλεπε κάθε βράδυ τα δάκρυά της να τρέχουν και κοιτούσε τους τρεις γιους της, ίσως φέρνοντας στο μυαλό της το παιδί που δεν κατάφερε να κάνει ποτέ. Η Έλλη Λαμπέτη εκμυστηρεύεται στη Σούλα Αλεξανδροπούλου τις εσωτερικές διεργασίες που επιστρατεύει για να ανταποκριθεί στην ερμηνεία του ρόλου, φανερώνοντας ταυτόχρονα την υποκριτική της δεινότητα. Η συνέντευξη προβλήθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1979.

«Άπειρες φορές μου απαντάει το κοινό. Όταν η Φιλουμένα λέει: ”ξέρεις πότε κλαίει ο άνθρωπος; Κλαίει όταν έχει γνωρίσει την ευτυχία και δεν την έχει πια”. Έτσι είναι, λένε από κάτω. Αυτό θα πει απήχηση, γνώριμα πράγματα.

Η ιδέα ότι ένα πρόσωπο δεν κλαίει ποτέ, μου είχε φανεί συναρπαστικό ως ψάξιμο. Τι είναι το ον που δεν κλαίει ποτέ, μάλιστα με τόσες ευαισθησίες όπως η Φιλουμένα. Το κατάλαβα από την αρχή κι αυτό αναζητούσα. Η Φιλουμένα είναι σε μία συνεχή άμυνα.

Σκέψου ένα ον που δεν είχε ποτέ την ανακούφιση του κλάματος. Εκεί, την έχω λατρέψει τη Φιλουμένα. Σκέψου να αντέχει 25 χρόνια. Το κλάμα του τέλους είναι η στιγμή που αγώνας της τελείωσε. Η Φιλουμένα θα έκλαιγε ακόμα κι αν είχε χάσει τον αγώνα. Ή θα κατέθετε τα όπλα ή θα κέρδιζε τη μάχη. Και στις δύο περιπτώσεις θα έκλαιγε.

Έχω ψάξει και τον νιώθω σαν πόνο. Εγώ, όταν δεν θέλω να κλάψω πονάνε πολύ διάφοροι αδένες (στον λαιμό) και με πιάνει τρομερός πόνος κι επειδή η Φιλουμένα δεν έχει συνηθίσει και δεν καταλαβαίνει τι έχει πάθει παθαίνει αδιαθεσία. Και το αρχίζω από ‘κει.

Αν κρατάει καλά ο ηθοποιός στο μυαλό του πως πρέπει να είναι ο ρόλος και τίποτα άλλο, να είσαι η Φιλουμένα και τίποτα άλλο. Μόνο να κοιτάς τρία παλικάρια και να ξέρεις -σαν σύννεφο- τι έχεις τραβήξει για να τα μεγαλώσεις. Και τώρα σκέφτομαι γιατί μου έχει επιβληθεί τόσο πολύ η Φιλουμένα σαν άτομο. Γιατί τη θεωρούν αγία και σαν μάνα είναι σύμβολο. (…) Αγωνίζεται χωρίς κανένα προσωπικό κέρδος δικό της για τα παιδιά της».