ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Μυρτώ Κοντοβά: “Έχουμε ευθύνη για τη ζωή που ζούμε”

Έχει δυό σούπερ «κολλητές», είναι Αιγόκερως, αγαπάει το νησί «της», την Τζια, το μελό και τον σκύλο της τον Μπόμπο – όλα αυτά, τα μαθαίνω στα πρώτα τρία λεπτά. Κάθεται απέναντί μου, φοράει κάτι υπέροχα γυαλιά με λευκή ταρταρούγα, την ψάχνουν διαρκώς στα τηλέφωνα, πίνει ντεκαφεϊνέ, με μαύρη – προσέχει; Μα είναι αδύνατη, πιο μικροκαμωμένη απ’όσο φανταζόμουν, πολύ λευκή. Χιονάτη. Όχι, λάθος, η Μυρτώ Κοντοβά είναι η ηρωίδα μόνο στο fairytale της ζωής της -  για όλους τους άλλους, για τους φίλους της, για μας, είναι ο παραμυθατζής. Και κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις 11.00 το πρωί, καλωσορίζει «Άλλη μια μέρα πάνω στη γη». Σκαρώνει μικρές ραδιοφωνικές ιστορίες, τους κρεμάει υπέροχες μουσικές και τις αφήνει να ανεβούν στον ουρανό της πόλης. Μικρά, ροζ μπαλόνια. Κι όλα αυτά στο ραδιόφωνο 24/7, στους 88,6.

Γράφει και σενάρια. H τελευταία σειρά της είναι ακόμα στα χαρτιά. Είχε εγκριθεί από τον Alpha, θα ξεκινούσαν γυρίσματα στα τέλη Ιανουαρίου. Δεν έγινε έτσι, το project «βούλιαξε» στα απόνερα μιας αβέβαιης τηλεοπτικής σεζόν που ρημάχτηκε από τον «τυφώνα» Survivor. Αλλά μπορεί να τη δούμε τελικά το φθινόπωρο, «ναι, γίνονται συζητήσεις», μου λέει, αλλά  «όχι, τίποτα δεν είναι οριστικό». Γελάει αινιγματικά.

Η δουλειά μου, νομίζω, έχει ανάγκη από ένα βλέμμα καθαρό. Ή έστω λιγότερο μυωπικό από αυτό που έχει τώρα η τηλεόραση.

-Στα «Υπέροχα πλάσματα» είχες άγνοια κινδύνου, στο «Μίλα μου βρώμικα», χαρά. Στο τρίτο σου σενάριο τι; Άγχος;

Ναι, είχα άγχος, γιατί είχα 6 χρόνια να κάνω σειρά. Κι αυτή η ιστορία μιλάει για μια (πάλι) αλλιώτικη Αθήνα, με διαφορετικούς ήρωες. Όχι καρικατούρες, αλλά σάρκινους, κανονικούς ανθρώπους που τραβάνε τα ζόρια τους, όπως όλοι μας. Χρειαζόταν μια ισορροπία ώστε το αποτέλεσμα να μη βγει χαζοχαρούμενο. Ούτε  όμως και πολύ πικρό, σκοτεινό.

-Η πρώτη σου τηλεοπτική δουλειά, τα «Υπέροχα πλάσματα», πρωτοπαίχτηκαν το 2007. 10 χρόνια πριν. Τα έβλεπα πρόσφατα σε επανάληψη και σκεφτόμουν πως, τελικά, 10 χρόνια είναι πολλά. Λες και ζούμε σε άλλο σύμπαν.

Έτσι είναι. Για μένα «ορόσημο» αυτής της άλλης εποχής ήταν ο Δεκέμβρης του 2008. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ο Δεκέμβρης που κάηκε η Αθήνα.

-Εσύ είσαι παιδί του αθηναϊκού downtown. To ζεις, το αγαπάς, το διαλέγεις για κάδρο στα έργα σου. Κατεβαίνεις πια στο κέντρο;

Τώρα, ευτυχώς, ναι. Υπήρξε μια εποχή που δεν ήθελα να ξεμυτίζω από το σπίτι. Καθόλου.

-Πότε συνέβη αυτό;

Πριν από 5-6 χρόνια. Όταν άρχισα να βλέπω πως κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα κάτι φασισταριά που με το «έτσι θέλω» άνοιγαν τα κεφάλια του κόσμου, τρελάθηκα. Δεν μπορούσα να την αντιληφθώ ούτε να την χωνέψω αυτή την πλευρά της Αθήνας. Δεν ταίριαζε αυτό το μαύρο στην πόλη μου, στην πόλη που ξέρω εγώ, που αγαπώ, που έχω περπατήσει ακόμα και ξυπόλυτη. Τρόμαξα.  Δεν ήθελα να κυκλοφορώ. Πάθαινα σοκ όταν έβλεπα ανθρώπους να ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια, να κοιμούνται στο δρόμο, να κρατούν ταμπελάκια  με τη λέξη «πεινάω»’. Δεν ήθελα να βγαίνω έξω. Ούτε να γράφω ήθελα. Έπαθα κατάθλιψη.

-Κράτησε πολύ αυτή η φάση;

Ναι, 1-2 χρόνια.

-Ας μιλήσουμε πάλι για τα «Υπέροχα πλάσματα». Επεισόδιο 18, αυτό όπου ο Μπίλι ψάχνει τον Τσίπρα για συνέντευξη. Τον cool Αλέξη, το πρόσωπο όπου – όπως έγραφες τότε – «ο έρωτας και η πολιτική δίνουν ραντεβού». Δεν μας «βγήκε» όπως το περιμέναμε αυτό το ρομάντζο.

Κοίτα, στην δική μου ψυχή δεν «έγραψε» τόσο ο ίδιος ο Τσίπρας, όσο η υπόσχεση που έφερνε μαζί του. Εκείνη την περίοδο, τα πράγματα έδειχναν σαν να άνοιγαν τα νερά και να εμφανίζεται μια καινούργια, απίθανη προοπτική. Όλος ο κόσμος, παντού, μιλούσε για πολιτική, περιμέναμε – όπως έλεγα και σ’εκείνο το επεισόδιο – «κάποιος να ανεβάσει κάπου μια καινούργια ταινία και να πάρει τον κόσμο από τα multiplex». Ναι, ήμουν κι εγώ μες στους ανθρώπους που κατέβηκαν στο Σύνταγμα, στο δημοψήφισμα ή που καυγάδισαν με τους φίλους τους για το «ναι» και το «όχι».

-Και μετά τι έγινε;

Ξύπνησα και είπα στον εαυτό μου, «μα καλά πότε είδες ένα όνειρο να κρατάει για πάντα;». Τα όνειρα τελειώνουν – αυτό είναι το χαρακτηριστικό τους. Κατάλαβα πως ακόμα κι αν εσύ νομίζεις ότι μπορεί να υψώσεις μια φωνή, με διαφορετικό, συγκεκριμένο σήμα, υπάρχει τρόπος αυτή η φωνή να πέσει στη φωλιά του κούνελου. Και να γίνει πάλι ρεκλάμα.

-Τι θα έκαναν σήμερα το Μητσάκι, η Έλη και ο Μπίλι; Μπήκες στον πειρασμό να «ξανασυναντήσεις» τους ήρωές σου 10 χρόνια μετά;

Πολλές φορές – άλλωστε, όλοι τους ζουν σε ένα κοντινό, παράλληλο σύμπαν. Και σου είπα πιο πριν τι πάθανε την περασμένη δεκαετία. Στην καινούργια σειρά, η οποία πάλι μιλάει για ανθρώπους της πόλης, υπάρχουν στοιχεία για την πορεία των ηρώων- χαρακτήρων που είχα «δανειστεί» για τα «Υπέροχα πλάσματα». Αλλά δε θα στα αποκαλύψω τώρα…

 

-Υποθέτω πως σε κανένα σενάριο, δε θα τολμούσες να φανταστείς το «γόη» του «Μίλα μου βρώμικα» Γιάννη Σπαλιάρα να σπάει καρύδες στον Άγιο Δομίνικο.

Γιατί όχι; Δε μου φαίνεται παράξενο που είναι στο Survivor. O Γιάννης, από το λίγο που τον ξέρω, είναι «αμάσητος». Θυμάμαι πως, όταν τον γνώρισα, τον ρώτησα αν ήξερε πιάνο – στο σήριαλ, αν θυμάσαι έπαιζε έναν «φλώρο», από τα βόρεια προάστια. Γύρισε και μου είπε: «Τι λες ρε κοπέλα μου;  Είσαι καλά; Εγώ είμαι από το Μπραχάμι, τι πιάνο μου λες»; Θεούλης!

-Γιατί σε ιντριγκάρει η τηλεόραση ;

Ως δημιουργό, με ιντριγκάρει το να προσπαθώ να καλύψω την απόσταση, ανάμεσα σε αυτό που λέμε «ζωή μου», «πόλη μου» και «τηλεόραση». Με ενδιαφέρει, ή αν θες το βρίσκω πιο επαναστατική κίνηση,  το να καταφέρω να μπω στο σπίτι του άλλου, να είμαι εκεί τη στιγμή που απλώνει τα πόδια του στον καναπέ και κάνει ένα «ουφ». Και να του πω, «κοίτα, υπάρχει κι άλλος τρόπος να το κάνουμε αυτό, η τηλεόραση μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Κάτι που να σε αφορά πραγματικά, όχι μόνο ένα πλαστικό, εμπορικό προϊόν».

Είναι μαγικό το ραδιόφωνο, αν και…. δεν ξέρω, αναρωτιέμαι: θα έρθει άραγε ποτέ η στιγμή, που δε θα ξυπνάω με σφίξιμο στο στήθος, από το πρωί της Δευτέρας, ως το Σάββατο, την ώρα της εκπομπής; Σα να έχω  διαρκώς «πεταλούδες» είναι. Από έναν καινούργιο έρωτα…

-Σενάρια για τηλεόραση, στίχους, βιβλία, εκπομπές για το ραδιόφωνο – τι θα έκανες ακόμα και αν δεν πληρωνόσουν; 

Τραγούδια! Όταν «ναυάγησε» η ιστορία του σήριαλ είπα στον εαυτό μου «ωραία, λοιπό, ήρθε η ώρα να σηκωθείς από τον καναπέ και να κάνεις αυτά που ήθελες να κάνεις χρόνια και δεν είχες ποτέ χρόνο».  Ήθελα πολύ να ξαναγράψω τραγούδια. Ήδη, εδώ και 2-3 χρόνια, μαζί με τον Βαγγέλη Τούντα – ο οποίος είναι ένας ταλαντούχος, προικισμένος μουσικός- είχαμε ξεκινήσει να δουλεύουμε, να γράφουμε κάποια κομμάτια στο στούντιο,  να τα «πειράζουμε», να τα ενορχηστρώνουμε. Αυτή τη φορά, όμως, ήθελα να κάνω ένα δικό μου, ολοκληρωμένο project, στο οποίο θα έγραφα στίχο, αλλά θα είχα και την ευθύνη της παραγωγής και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Έψαχνα μια ωραία, φρέσκια «άφθαρτη» φωνή για να εμπιστευτώ αυτά τα κομμάτια. Τη βρήκα στη Θεσσαλονίκη. Είναι η Ελευθερία Πάτση  και το πρώτο μας τραγούδι, το «Δεν έχω λόγια» είναι στον αέρα, στο ραδιόφωνο. Και είμαι χαρούμενη γιατί το feedback που παίρνουμε είναι πολύ καλό.

-Λύσε μου μια απορία, όταν γράφεις στίχο, γράφεις πάνω σε μουσικές; ΄Η με μια άλλη, δική σου αφορμή; Για έναν άνθρωπο ή για ένα ρεπερτόριο;

Εξαρτάται, Μπορεί να τύχει να γράψω πάνω σε μια μουσική – ας πούμε π.χ. στην περίπτωση της «Σκανδάλης», εγώ δεν είχα στο μυαλό μου την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, πίστευα πως το τραγούδι θα το έλεγε η ίδια η Δήμητρα (σ.σ. Γαλάνη). Έχει τύχει να γράψω και για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια πράγμα που είναι πιο βασανιστικό, γιατί τότε, μπορεί να αρχίσω να παίζω με τις λέξεις. «Να βάλω αυτή, να βγάλω την άλλη» και πάει λέγοντας…

-Μιλώντας για ραδιόφωνο, έχω την αίσθηση πως οι εκπομπές σου , στον 24/7, είναι περισσότερο μικρές, σπονδυλωτές ιστορίες με μουσική. Σκηνές από κάποιο σήριαλ…

Ναι, έτσι είναι, αν και υπάρχουν και πολλές αυθόρμητες στιγμές. Είναι μαγικό το ραδιόφωνο, αν και…. δεν ξέρω, αναρωτιέμαι: θα έρθει άραγε ποτέ η στιγμή, που δε θα ξυπνάω με σφίξιμο στο στήθος, από το πρωί της Δευτέρας, ως το Σάββατο, την ώρα της εκπομπής; Σα να έχω  διαρκώς «πεταλούδες» είναι. Από έναν καινούργιο έρωτα…

-Πόσα χρόνια είχες να κάνεις ραδιόφωνο ;

Πολλά. Από πιτσιρίκα. Ξεκίνησα στον Super FM, μετά στον ΩΧ FM, ως δημοσιογράφος. Εκεί έμαθα καλά τι σημαίνει studio, είδηση, link «ζωντανό» στον αέρα, ραδιοφωνικό μοντάζ κλπ. Μετά, μες στα χρόνια που πέρασαν είχα πολλές προτάσεις για ραδιόφωνο, αλλά δεν είχα χρόνο. Χαίρομαι που επέστρεψα τώρα, σε έναν νέο σταθμό, ο οποίος όμως έχει τη λογική ενός ραδιοφώνου «παλαιού τύπου», υπό την έννοια πως οι άνθρωποι πίσω από τα μικρόφωνα είναι κρεάτινοι, αληθινοί. Ο 24/7 είναι ένα ραδιόφωνο που «ποντάρει» στον παραγωγό, στην προσωπικότητά του, σε αυτά που έχει να πει και σε αυτά που έχει επιλέξει και σου προτείνει να ακούσεις. Νιώθω ελεύθερη και πολύ τυχερή, ακριβώς επειδή είμαι ελεύθερη.

-Πες μου κάτι: τα γράμματα που δημοσιεύεις στο «Μίλα μου βρώμικα», τη στήλη σου στην Αthens Voice είναι όλα ψεύτικα ε; Τα γράφεις εσύ. Ε;

Κι όμως όχι. Είναι όλα αληθινά. Για να είμαι ειλικρινής, τα πρώτα πρώτα γράμματα στην αρχή – αληθινά κι αυτά – ήταν των φίλων μου, στους οποίους μάλιστα έλεγα να μην υπογράφουν με ονόματά τους, αλλά με ψευδώνυμα, για να μην ξέρω ποιος είναι ποιος. Μετά, σταμάτησε αυτό. Μες στα χρόνια, έχουν περάσει από τα χέρια μου χιλιάδες γράμματα- μερικά, μάλιστα, ήταν αληθινά «διαμάντια», γράμματα ευφυή, από πένες ζηλευτές. «Εσύ, πρέπει να γράψεις», τους σημείωνα στο υστερόγραφο.

Είμαι της άποψης πως οι άντρες της ζωής μας είναι όλοι ένας. Δηλαδή, πως όλοι φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά, πάνω κάτω.

-Αυτοί οι αναγνώστες-κειμενογράφοι, έψαχναν να σε βρουν καμιά φορά; Να σου μιλήσουν;

Ναι, παλιότερα όταν είχα γραφείο στην Athens Voice, έρχονταν εκεί. Μου έφερναν δώρα, βιβλία, μου έστελναν κάρτες από τα νησιά, μου έγραφαν τη συνέχεια της ιστορίας τους.

-Δε σε βαραίνει καμιά φορά αυτό; Η ευθύνη για τις ζωές «των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο»;

Πολλές φορές. Προσέχω πάρα πολύ. Όποτε πέσει στα χέρια μου κανένα τέτοιο γράμμα – SOS, με περιεχόμενο «δύσκολο» ή τρομακτικό ή άβολο, φροντίζω να κάνω γνωστό στον αποστολέα της πως δεν είμαι αρμόδια για να χειριστώ το θέμα του. Τώρα πια, βέβαια, σπάνια έρχονται τέτοια γράμματα. Ξέρεις τι έχω παρατηρήσει; Την εποχή της κρίσης –τα τελευταία δέκα χρόνια δηλαδή – το βασικό πρόβλημα των νέων έχει μετατοπιστεί από το γκομενικό στο πιο βαθύ, στο υπαρξιακό. Άλλαξε και το ύφος των κειμένων. Δεν είναι πια τόσο χαρούμενα και περιπαικτικά, σε στιλ «η ζωή είναι ένα μεγάλο πάρτι που μας περιμένει να πάμε». Αν και, τον τελευταίο καιρό, τείνει να αλλάξει πάλι αυτό.

 

-Εσύ πίστεψες ποτέ στο ερωτικό «για πάντα»;

Ναι, πίστεψα. Ή μάλλον το πίστεψε ο ένας από τους εαυτούς μου -όπως λέω και στο ραδιόφωνο, έχω πολλούς. Ο ένας είναι ο «όλα είναι τέλεια και θα βασιλέψουμε στον πλανήτη ως το τέλος του κόσμου» και ο άλλος  είναι το αντίθετο: «όλα είναι μάταια, θα τα πάρει ο άνεμος και θα τα σκορπίσει» Από τη μια Αλίκη Βουγιουκλάκη και από την άλλη Μαρία Πολυδούρη.

-Και καλά, την Αλίκη να την καταλάβω – την Πολυδούρη όμως; Πώς και γιατί;

Δεν ξέρω, έτσι ήμουν από παιδί. Με θυμάμαι να κάθομαι στο τραπέζι, να τρώω σούπα, τα πόδια μου να μην φτάνουν κάτω κι εγώ να σκέφτομαι: « Θα κοιμηθώ σε λίγο, αλλά αύριο, όταν ξυπνήσω, τα πράγματα θα είναι άραγε όλα στη θέση τους;»

-Και τι μας σώζει, λοιπόν, από το χάος; Ο έρωτας; 

Ναι. Μπορεί.

– Όταν τελειώνει ένας έρωτας, τον βάζεις σε ένα κουτί στο ράφι; Ή το συζητάς το πράγμα, το αναλύεις, ψάχνεις να βρεις τι έφταιξε;

Το συζητάω. Και το αναλύω. Κατά βάση, βέβαια, είμαι της άποψης πως οι άντρες της ζωής μας είναι όλοι ένας. Δηλαδή, πως όλοι φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά, πάνω κάτω.

– Λάθος άντρες που μας έλκουν και τους για τελείως λάθος λόγους.

Ναι, μέχρι που ανακαλύπτεις πως για να σε έλκουν τόσο πολύ, πάει να πει πως ίσως και να είναι σωστοί για σένα – αυτό το λέει, ο πρώην φίλος και νυν κολλητός μου κι αδελφός μου, ο Μάριος. Ο Μάριος είναι ο άντρας για τον οποίο έγραψα το «Τράβα σκανδάλη».

-Οικογένεια δε θέλησες να κάνεις ποτέ; Παιδί;

Όχι. Το σκέφτηκα κάποια στιγμή εντελώς ιδιοτελώς (σε στυλ, «καλά εσύ αυτή την ωραία ιστορία, της μαμάς, της γιαγιάς  κ.λπ. δε θα την πεις σε κάποιον;») αλλά μετά το ξέχασα. Προφανώς, δεν το σκέφτηκα ποτέ πολύ σοβαρά, αλλιώς θα είχα φροντίσει να το κάνω. Δεν πιστεύω καθόλου πως τα πράγματα μας τυχαίνουν, για μένα είναι ξεκάθαρο πως έχουμε ευθύνη για τη ζωή που ζούμε, το πώς, το πού, τον τρόπο που διαλέγουμε να ζήσουμε, τους ανθρώπους που επιλέγουμε να ερωτευτούμε και να αγαπήσουμε. Βοήθησε και η ψυχοθεραπεία να το καταλάβω.

-Εσύ πώς ζεις;

Μμμμ…λίγο μποέμικα. Σαν φοιτήτρια. Μένω σε μια πολυκατοικία, στο κέντρο-απόκεντρο. Έχω έναν σύντροφο. Τους φίλους-οικογένειά μου. Τις μουσικές, τα βιβλία μου. Ένα μικρό αυτοκίνητο. Κι έναν σκύλο 16 χρονών. Είμαι καλά, είμαι εντάξει μ’αυτά.

-Παλιότερα είχες αποκαλύψει ότι πάθαινες κρίσεις πανικού. Τώρα;

Όχι πια. Προσπαθώ να τις προλαμβάνω. Όταν αρχίζω να νιώθω ότι κάτι πάει να με ζορίσει πολύ – εκκρεμότητες, προθεσμίες, λογαριασμοί, οτιδήποτε –  παίρνω τα μέτρα μου για να το «ρυθμίσω.» 

-Σε πιάνει καμιά φορά αγωνία μήπως «σκουριάσει» το μυαλό σου;

Όχι, αλλά με πιάνει αγωνία ότι το μυαλό μου θα με «καταπιεί».  Είναι σαν να ακούω τις «μηχανές» του να δουλεύουν, ντουπ-ντουπ-ντουπ συνέχεια, μέρα και νύχτα. Σκέφτομαι διαρκώς, ακόμα και όταν κοιμάμαι κι αυτό με εξοντώνει.

-Αυτό το βιβλίο που γράφεις εδώ και 13 χρόνια θα το τελειώσεις;

Ναι. Θα το τελειώσω φέτος. Δε ήθελα να το πω τώρα -δεν το έχω πει ούτε και στους δικούς μου ανθρώπους – γιατί έτσι δεσμεύομαι. Οπότε πρέπει να το κάνω. Άλλο ένα όνειρο που έχω, είναι να κάνω θεατρικό το πρώτο μου βιβλίο μου το «Κουβάρι  των αλλόκοτων πραγμάτων». Θα το κάνω κι αυτό. Υπόσχομαι.

-Μπέσα;

Φυσικά. Είμαι Αιγόκερως.

 

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson