OPINIONS

H εξομολόγηση ενός ανθρώπου που μάζευε τα πάντα

Από παιδί, η χειρότερη περίοδος κάθε χρονιάς ήταν αυτή της "γενικής καθαριότητας" στο σπίτι μας. Κάθε Αύγουστο, μετά τις διακοπές και πριν την επιστροφή στα σχολεία, η μάνα μου άνοιγε το κεφάλαιο "Γενική" (σκέτο το επίθετο, χωρίς το ουσιαστικό που προσδιόριζε), ξεκινώντας από το δωμάτιό μου.

 Αυτό συνέβαινε για τρεις λόγους: πρώτον, για το engagement, δηλαδή για να αναγκαστώ να συμμετάσχω στο καθάρισμα και να μάθω “πώς γίνονται οι δουλειές του σπιτιού”, δεύτερον, για να είναι το δωμάτιό μου έτοιμο και “να μπορώ να διαβάσω” (γιατί όταν είσαι φύτσουλας, παραμένεις έτσι και το καλοκαίρι) και τρίτον διότι, σύμφωνα με την ίδια, το δωμάτιό μου ήθελε μια ολόκληρη ημέρα για να συμμαζευτεί, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού.

Κατά βάση είχε δίκιο και στους τρεις αυτούς λόγους που προέκριναν την απόφασή της για εκκίνηση της “εβδομάδας γενικής” από τον προσωπικό μου χώρο. Κυρίως, βέβαια, ο τρίτος λόγος ήταν αυτός που επηρέαζε καταλυτικά το πρότζεκτ και δη μια μικρή λεπτομέρεια που αφορούσε στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του δωματίου μου. Υπάρχει μια φράση στους Απαράδεκτους: “Ό,τι βρει το κουβαλάει σπίτι”. Εκεί είχε χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει την τάση του Βλάσση να φέρνει στο σπίτι οποιαδήποτε κοπέλα γνώριζε. Στη δική μου περίπτωση, ήταν (σχεδόν) κυριολεκτικό. Μάζευα τα πάντα στο δωμάτιό μου.

 

Ας πούμε ότι η γιαγιά μου καθάριζε τη ντουλάπα της και έβρισκε μερικές βίντατζ τσάντες, τις οποίες ήθελε να δώσει στις εγγονές της. Φυσικά και θα τις έπαιρνα όλες στο δωμάτιό μου, κι ας μη μου άρεσαν. Το έκανα, όμως, διότι ήμουν σίγουρη ότι κάπου, κάπως, κάποτε, θα προέκυπτε μια περίπτωση όπου κάποια από όλες θα μου ήταν χρήσιμη. Ας πούμε, στη συνέχεια, ότι ο πατέρας μου ήθελε να πετάξει μερικά παλιά περιοδικά, π.χ. National Geographic. Σίγουρα θα τα μάζευα στο δωμάτιό μου, διότι θα ήταν κρίμα να τα ξεφορτωθούμε έτσι κι επίσης, κάπου, κάπως, κάποτε, ίσως χρειαζόταν (ειδικά στην εποχή όπου το ίντερνετ δεν υπήρχε στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα) να ανατρέξω σε κάποιο από αυτά, ενδεχομένως για να ενημερωθώ σχετικά με χρήσιμα στην καθημερινότητα θέματα, όπως η ερωτική ζωή της ενυδρίδας ή οι σεισμοί στον Νότιο Ειρηνικό ωκεανό.

Το ίδιο πράγμα συνέβαινε, μεταξύ άλλων, και με αντικείμενα τα οποία δεν έσωζα ως σετ μόνη μου, αλλά των οποίων η σταδιακή συσσώρευση τα καθιστούσε σύνολα και δη θεματικά. Τρανό παράδειγμα αυτό με τις μπομπονιέρες βαφτίσεων. Μικρά πορσελάνινα “γλυπτά” σε μορφή κούνιας, στεφανιού με χρωματιστά λουλουδάκια, αυγουλιέρας, κοχυλιού, οτιδήποτε είχαν επιλέξει οι γονείς του νεοφώτιστου ως αναμνηστικό εκείνης της ημέρας. Μόνο που στο δικό μου δωμάτιο, η αναμνηστική αξία των επιμέρους αντικειμένων είχε από καιρού αντικατασταθεί από τη νέα “αξία” τους, τη “διακοσμητική”, η οποία έτεινε να εκλείψει, δεδομένου ότι η διακόσμηση οφείλει να σου φέρνει την ομορφιά και τη χαρά στον χώρο σου, ενώ οι παλιές μπομπονιέρες απλώς έπιαναν σκόνη μπροστά από την εγκυκλοπαίδεια “Επιστήμη και Ζωή”.

Αν το hoarding, η συσσώρευση άχρηστων πραγμάτων, συνέβαινε σε επίπεδο αντικειμένων που δεν παρουσίαζαν καμία συναισθηματική αξία, μπορεί κανείς να καταλάβει τι γινόταν με αυτού του είδους τα αντικείμενα

 Γράμματα, αποκόμματα εισιτηρίων, καρτ ποστάλ, μπουκαλάκια από ξενοδοχεία, σαπουνάκια, ένα στραγάλι που μου είχε μπει μέσα στο παπούτσι στην τρίτη γυμνασίου, όταν ήμουν σημαιοφόρος και μου πετούσαν ξηρούς καρπούς στην παρέλαση (αληθινή ιστορία και η ρίψη στραγαλιών και η συντήρησή του ενός στο δωμάτιό μου), δεκάδες, εκατοντάδες πράγματα που δεν είχαν σχεδόν κανένα λόγο ύπαρξης. Απλώς έπρεπε να βρίσκονται μαζεμένα στον χώρο μου, διότι τα θεωρούσα αναπόσπαστα κομμάτια του εαυτού μου ή, τουλάχιστον, περασμένων εαυτών μου, τους οποίους ήθελα να θυμάμαι.

 

Εννοείται πως κατά τη διάρκεια κάθε γενικής, η μάνα μου προσπαθούσε με μανία να με πείσει να πετάξω πράγματα, κι εγώ αντιστεκόμουν σθεναρά. Μέχρι και τα σκουπίδια κοιτούσα προσεκτικά, μήπως είχε πετάξει κάτι που εγώ ήθελα να κρατήσω. Κάθε γενική ήταν μια διαπραγμάτευση. “Αυτό το θες”; Έτσι ξεκινούσε η κουβέντα που μισούσα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. ΝΑΙ, ΤΟ ΘΕΛΩ. Όλα τα ήθελα. Κανείς δεν έπρεπε να έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στα περιεχόμενα του προσωπικού μου χώρου και δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαπραγματευτώ τα συρτάρια και τα ντουλάπια μου με κάποιον που ζούσε εκτός του δωματίου μου.

Φυσικά, όταν μετακόμισα μόνη μου, στα 18 μου, η κατάσταση αυτή εξαπλώθηκε σε όλους τους χώρους του νέου μου σπιτιού. Για την ακρίβεια των νέων μου σπιτιών. Κάθε φορά που μετακόμιζα, έσερνα μαζί μου όλα τα χρηστικά αντικείμενα, όλα τα άχρηστα και όλες τις αναμνήσεις που κρυβόταν σε αυτά. Ανά περιόδους πετούσα κάποια πράγματα, τα οποία δεν είχαν πλέον κανένα λόγο ύπαρξης στη ζωή μου, όπως π.χ. οι σημειώσεις ποινικού δικαίου του πρώτου έτους, όμως στο μεταξύ ό,τι έφευγε είχε ήδη βρει τον αντικαταστάτη του. Έξω το ποινικό δίκαιο, μέσα τα χαριτωμένα κουτιά από μια νέα μάρκα με μπαλαρίνες που είχα ανακαλύψει σε ένα e-shop. Φυσικά, αυτή η κατάσταση δεν πήγαινε πουθενά. Ή έπρεπε να μετακομίσω στις Βερσαλλίες ή έπρεπε να αρχίσω να πετάω.

Το hoarding έχει αρκετές επιστημονικές εξηγήσεις. Στη δική μου περίπτωση πιστεύω πως ξεκίνησε ως μια “υλική ανασφάλεια” σε συνδυασμό με μια ψυχολογική καβάτζα κρυμμένη μέσα σε καθημερινά αντικείμενα. Ήθελα πάντα να μπορώ να αποδεικνύω στον εαυτό μου ότι κάτι που θυμόμουν είχε πράγματι συμβεί. Και να ανατρέχω σε αυτό, από γνήσια αγάπη στο παρελθόν και δευτερογενή αισθήματα στο εκάστοτε αντικείμενο. Αισθανόμουν ενοχές όταν αποφάσιζα να ξεφορτωθώ πράγματα που ίσως κάπου θα χρησίμευαν. Ένα πρωί έγινε το “κλικ” στο κεφάλι μου, με αφορμή μια φίλη μου, που μου μίλησε για τη μέθοδο τακτοποίησης της Γιαπωνέζας Marie Kondo.

 Η ίδια έχει διαμορφώσει μια ολόκληρη φιλοσοφία τακτοποίησης κάθε χώρου του σπιτιού, με βάση πολύ συγκεκριμένα κριτήρια. Από όλα όσα πρεσβεύει, συγκράτησα μόνο ένα πράγμα: “αν δεν σου δίνει χαρά, ξεφορτώσου το”. Είναι το βασικό κριτήριο για το ξεκαθάρισμα και την τακτοποίηση των ρούχων, σύμφωνα με τη διάσημη αυτή μέθοδο. Εννοείται πως αυτό δεν ισχύει για τα απολύτως χρηστικά αντικείμενα του συγκεκριμένου (τι χαρά να σου δώσει ένα φανελάκι).

 Σε κάθε περίπτωση, με βάση αυτό το κριτήριο (και με βαριά καρδιά στην αρχή, δεν θα πω ψέματα), άνοιξα μια μέρα τη ντουλάπα μου και ξεκίνησα το ξεκαθάρισμα

Πέρασαν από μπροστά μου φόρμες που είχα στο γυμνάσιο (ναι, δεν έχω ψηλώσει από τότε – βασικά δεν έχω ψηλώσει), φορέματα εποχής κατά την οποία είχα άλλη δουλειά, στιλ και ζωή, δεκάδες μπλουζάκια και τζιν που μου χωρούσαν όταν το ΝΟΚΙΑ 3210 ήταν relevant, κιλά επί κιλών από πανιά που δεν φορούσα πλέον και που δεν υπήρχε πιθανότητα να φορέσω στο μέλλον. Ξεχώρισα ό,τι δεν χρειαζόμουν, ό,τι δεν υπήρχε περίπτωση να αποτελέσει αφορμή για να πάρω χαρά από αυτό. Το τακτοποίησα σε σακούλες (πολλές σακούλες) και φρόντισα να φτάσει στα χέρια αυτών που το είχαν πράγματι ανάγκη.

To ίδιο άρχισα να κάνω και με τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Τα αποτελέσματα δεν φάνηκαν αμέσως, ήταν όμως, συνολικά, εντυπωσιακά. Το σπίτι, μετά από μήνες, έχει ό,τι χρειάζεται, χωρίς να έχω μείνει με έναν καναπέ, δυο ποτήρια και μισό σουτιέν. Έφυγε ένα μεγάλο βάρος, το οποίο δεν ανταποκρινόταν, πλέον, στους συναισθηματικούς λόγους για τους οποίους το κρατούσα. Κι αν πετάξεις τις σημειώσεις της Νομικής, δε σημαίνει ότι δεν φοίτησες ποτέ εκεί. Κι αν πετάξεις παλιά CD, δε σημαίνει πως δεν άκουσες ποτέ τη μουσική τους.

 

Ήταν, τελικά, τόσο δύσκολο; Ναι ήταν. Ο hoarder, ο “θησαυριστής” πάντα θα είναι τέτοιος, πάντα θα ψάχνει τρόπο να απιθώσει, να φυλάξει, να κρύψει, να κρατήσει με οποιονδήποτε τρόπο οτιδήποτε μπορεί να σκεφτεί πως θα του χρησιμεύσει. Η δυστυχία του είναι διάχυτη στο χώρο του και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από τον ίδιο. Όσα κι αν πετάξει το ξένο χέρι, δεν θα αλλάξει τη φιλοσοφία του θησαυριστή. Μόνο το “sparkle of joy” και το τελικό αποτέλεσμα, έστω και σε δόσεις, μπορούν να τον πείσουν. Θέλει και κόπο και τρόπο, αξίζει όμως χίλιες φορές περισσότερο από ό,τι ένα κουρελιασμένο τζιν – κι ας ήταν το πρώτο που αγόρασες με δικά σου λεφτά.