ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

H Ζωή ήταν ωραία

Εδώ και χρόνια, τη φώναζαν «Ζωίτσα». Της άρεσε. Το θεωρούσε «παράσημό της». «Ζωίτσα» και τίποτ’ άλλο, σαν να μην υπήρχε πια η «Λάσκαρη», η ασπρόμαυρη θεά στο πανί, η τελευταία Ελληνίδα σταρ.

Τις αναμνήσεις, τα αφιερώματα, τους απολογισμούς, τις νοσταλγικές αναδρομές στα «χρυσά χρόνια του Φίνου» – όλα αυτά τα ψιλοβαριόταν. Άνθρωπος βαθιά παροντικός, ζωντανός, πλήρης, γεμάτος ενέργεια, στις συνεντεύξεις της δήλωνε με αυθάδικη ελικρίνεια πως δεν έβλεπε πια τις ταινίες της. «Δεν αναπολώ, ούτε θα ήθελα να γυρίσω πίσω  Μόνο μπροστά, μπροστά. Το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω. Δεν είναι από σκέψη αυτό, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου».

Ποιος ή τι ήταν ο χαρακτήρας της; Ήταν εκρηκτική, παρορμητική, παθιασμένη, πεισματάρα, ελεύθερη, ερωτική. Ηλεκτρική. Ένα πλάσμα μαγικό, μεγαλύτερο από τη ζωή.  Έζησε τραγικά παιδικά χρόνια, βουτηγμένα στο πένθος – δεν έκρυψε ποτέ τον πόνο που της προκάλεσε η πρόωρη διπλή ορφάνια, το ότι υπήρξε ένα παιδί, που δεν είπε ποτέ την λέξη «μπαμπά». (Τον αξιωματικό πατέρα της Κωνσταντίνο Κουρούκλη τον έχασε στον εμφύλιο, όταν ήταν οκτώ μηνών.

Την μητέρα της Αφροδίτη, το γένος Μπακοπούλου – μια καλλονή- πριν κλείσει τα επτά). Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη με τον παππού και τη γιαγιά της. Με στρατιωτική πειθαρχία και γλώσσες και τρόπους, και καθώς πρέπει σχολεία στις καλόγριες. Τσάμπα κόπος. Εκείνη προτιμούσε να παίζει στους δρόμους, στις αλάνες γύρω από την Αριστοτέλους και την Καρόλου Ντηλ. Με τ’αγόρια.

 

«Με μεγάλωσαν με μια λανθασμένη υπερπροστασία», είχε πει σε μια άλλη συνέντευξη, στον Θανάση Φωτίου για τον «Φιλελεύθερο» της Κύπρου . «Στα δεκατέσσερα μου τους άκουσα να λένε, «είναι άτακτη». Δεν ήξεραν γιατί ήμουν άτακτη. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Κάτι μου έλειπε. Κάπου υπήρχε ένα κενό. Και όταν τους άκουσα να λένε «να βρούμε ένα παιδί να την παντρέψουμε», τρελάθηκα. Και είπα, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Με μεγάλωσαν με παροιμίες, η γιαγιά μου δεν με άφηνε να μπω στην κουζίνα, δεν με άφηνε να ράψω…

Ήθελε να τα κάνει αυτή για μένα. Αλλά εγώ τα έμαθα όλα, γιατί ήθελα να είμαι αυτόνομη. Επίσης μου είπαν ψέματα για τον θάνατο της μάνας μου, ενώ την είδα νεκρή στο σπίτι. Ότι, δήθεν, έφυγε για την Ιταλία. Επί ένα χρόνο μου έστελναν ψεύτικα γράμματα. Κάποια στιγμή, στο σχολείο, μου είπαν, «ποια μάνα σου στην Ιταλία, η μάνα σου πέθανε». Και έτρεξα και πήγα και λες ένα χέρι με πήρε και με έβαλε μπροστά από τον τάφο της και είδα τη φωτογραφία της. Γύρισα σπίτι και σπάραζα. «Γιατί μου το κάνατε αυτό»; Δεν το έκαναν για κακό. Για να με προστατέψουν. Αλλά με λάθος τρόπο. Είναι σαν να μεγαλώνεις ένα άτομο μέσα σε γυάλα. Μόλις έρθει σε επαφή με το περιβάλλον, το πρώτο μικρόβιο θα το σκοτώσει».

Τους άλλους ναι – όχι τη Ζωή. Εκείνη ήταν από άλλη στόφα. Άγνωστη. Αταξινόμητη.  Απρόβλεπτη.

Ποιος να προβλέψει πως ένα αγρίμι , στα 15-16 χρονών (σχηματισμένη γυναίκα βέβαια και ήδη καλλονή) θα τολμούσε να λάβει μέρος  στα καλλιστεία, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία, για να της επιτραπεί η συμμετοχή; Ή πως θα κέρδιζε τον τίτλο της Σταρ Ελλάς; Πως θα ταξίδευε ως την Αμερική και θα ‘μενε 18 μήνες στο Λος Άντζελες, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη της στα διεθνή καλλιστεία για τον τίτλο της «Μις Υφήλιος»; Ποιος να μαντέψει την glam καριέρα που θα ακολουθούσε;

 

Στο σινεμά πρώτα απ’όλα ως πρωταγωνίστρια του Φιλοποίμενα Φίνου. Ως Ζωή Λάσκαρη (όχι Κουρούκλη πια, για να μην την μπερδεύουν με τη διάσημη ξαδέλφη της)  αγαπημένη πρωταγωνίστρια του κραταιού άντρα του ελληνικού σινεμά  (σ.σ. η μόνη που εργαζόταν στη Φίνος Φιλμ με σταθερό μηνιαίο μισθό) γύρισε 23 ταινίες, σε 13 χρόνια. Ασπρόμαυρα δράματα (τα αγαπημένα της) και κωμωδίες και μιούζικαλ, που τη δυσκόλευαν.

Μοναδική της αποσκευή – στην αρχή τουλάχιστον – η εκτυφλωτική ομορφιά της. Στόμα κόκκινο, προκλητικά  μισάνοιχτο, ένα κορμί to die for κι ένας λάγνος, παλλόμενος, βαθύς ερωτισμός που «τρυπούσε» το πανί, και καθήλωνε, ξέπνοους, τους άντρες θεατές στις θέσεις τους. Κι όμως  – αυτή την θηλυκή «υπόσχεση αμαρτίας» την έφερε σχεδόν ερήμην της, με μια ελαφράδα, μια γενναιόδωρη ανεμελιά.. Σαν να μην το ήξερε ή σαν να μην την ενδιέφερε…

Ίσως και να ήταν έτσι. Όσες φορές ρωτήθηκε πως ένιωθε ως ερωτική φαντασίωση ή τι σκεφτόταν στη θέα των αντρών, που την ήθελαν, και την διεκδικούσαν φορτικά,  η απάντησή της Ζωής Λάσκαρη ήταν πως δεν το καταλάβαινε. Γιατί; Διότι δεν την αφορούσε. Αυτό που την αφορούσε- έλεγε –  ήταν τα δικά της αισθήματα, οι έρωτες που την βασάνιζαν. Τα δικά της πάθη. «Το αν οι άλλοι με αγαπήσανε, είναι ένα μυστήριο. Και δεν θα το ψάξω. Είμαι γεμάτη απ’ αυτό που έχω δώσει. (…)

Δεν με ενδιαφέρει τι έκανε ο άλλος. Με ενδιαφέρει τι έκανα εγώ. Αν δεν έχεις ερωτευτεί, την έχεις χάσει τη ζωή. Η ζωή περνά και χάνεται. Πολλοί φοβούνται να εκτεθούν. Γιατί; Ερωτεύτηκα; Ναι. Έπεσα με τα μπούνια; Ναι. Είχε κόστος; Ναι. Αλλά την έζησα τη ζωή. Αλίμονο σ’ όποιον δεν τολμάει να καεί.

Δεν έλεγε ψέματα – δεν είχε  χρόνο γι’αυτά. Ένα από τα πράγματα που έκαναν τη Ζωή μοναδική ήταν πως κοίταζε τις αλήθειες της κατάματα – για το καλό ή για το κακό. Πολλές φορές είχε μιλήσει ανοιχτά, για τις διαψεύσεις, τις απογοητεύσεις, τις προδοσίες και τις απώλειές της. Για το ότι η κόρη της, η Μάρθα είχε μπλέξει με  τα ναρκωτικά. Για τις απιστίες των συντρόφων της– όλα ήταν μέρος της εκπαίδευσής της στο «μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής», Και «έπρεπε», έλεγε, «να είμαι καλή μαθήτρια για να επιβιώσω». Δεν επιβίωσε απλώς. Έζησε στα γεμάτα. Γλέντησε ταξίδεψε, ερωτεύτηκε, κάηκε. Δήλωνε:

«Εγώ έκανα απλώς μια δουλειά που αγαπούσα πάρα πολύ, με έναν άνθρωπο που λάτρευα, τον Φίνο, και από εκεί και πέρα η ζωή, οι παρέες μου, ήταν έξω από όλα αυτά. Δεν έκανα θυσίες, όπως για παράδειγμα η Αλίκη. Και ξενυχτούσα, και πολλές φορές πήγαινα κατευθείαν στο γύρισμα. Ευτυχώς χάρηκα όλες τις ηλικίες μου».

Δεν μετάνιωνε:«Όλα έχουν κέρδος, αγάπη μου. Και τα άσχημα και τα καλά. Αρκεί να βουτάς με τα μούτρα και να μη φοβάσαι, γιατί τότε η ζωή είναι χαμένη. Σαν να μην έζησες, σαν να ήσουν περαστικός κι έφυγες. Θέλει πολλή τόλμη. Στο κάτω κάτω, γιατί ζούμε; Γιατί να φοβόμαστε μην πονέσουμε; Δεν πονάμε πιο πολύ όταν δεν ζούμε τα πράγματα;» (από συνέντευξη στη Lifo, στον Χρήστο Παρίδη).

 

Γι’ αυτό ένιωθε πλήρης, χορτασμένη, κι ευγνώμων τόσο, που δεν φοβόταν να τσαλακωθεί, να ρισκάρει, να σοκάρει, να φωτογραφηθεί «Γυμνή στον Ήλιο», στη Δήλο, για το πρώτο τεύχος του ελληνικού Playboy – και μάλιστα, χωρίς να πάρει δεκάρα. Προς το τέλος πια, η «Ζωίτσα» τολμούσε να βγάζει απροκάλυπτα τη γλώσσα της  στη Λάσκαρη, να περιγελάει τη «θεά» των κινηματογραφικών πόθων, να αστειεύεται με τη σαρκική της τελειότητα. Δείγμα τυπικό η ανάρτησή της στο facebook, όταν έκλεισε τα 70:

«Παρακαλώ τους συντάκτες των μπλόγκ να σταματήσουν το τζάμπα μέτρημα των πλαστικών μου επεμβάσεων. Τους καθησυχάζω τώρα αποκαλύπτοντας πως έχω και εγώ (όπως η Τζόαν) συνάψει συμφωνία και μόλις πεθάνω το σαρκίο μου θα δωριστεί εξ’ ολοκλήρου στην Τάπεργουερ. Χρόνια μου καλά!».

Ναι, είχε χιούμορ. Ήταν αδυσώπητα ειλικρινής. Και είχε μια διαρκή, ασίγαστη δίψα για μάθηση. Αυτό ήταν το πραγματικό σταριλίκι της Ζωής και όχι η δόξα του σινεμά, που την έσερνε χρόνια πίσω της, χωρίς να της ρίχνει ούτε μια ματιά.

Στο θέατρο, μετά από 40 τόσα χρόνια, πρωταγωνίστρια, σε αλησμόνητες παραστάσεις σε απαιτητικά έργα κλασικού ρεπερτορίου, (Άλμπι και Πίντερ και Φεϊντό και Σέρμαν και Τένεσι Ουίλιαμς), με δασκάλους εξαιρετικούς σκηνοθέτες – τον Βολανάκη, τον Βουτσινά, τον Κακογιάννη,τον Σαπίρο –  ένιωθε ακόμα πρωτάρα. «Πότε νιώσατε ότι κατακτήσατε το θέατρο;» την ρωτούσαν: «Δεν υπάρχει αυτό», απαντούσε. «Κάθε φορά ξεκινάς σαν άγραφο χαρτί. Διαβάζεις, έχεις καλούς σκηνοθέτες, μαθαίνεις».

Το σίγουρο είναι πως από το ’80 και μετά της έλειψαν οι καλοί σκηνοθέτες –ή εκείνη δεν εμπιστευόταν τους «νέους». Γι’αυτό έκανε ελάχιστο σινεμά. Καθόλου τηλεόραση . «Από τον Φίνο έμαθα να είμαι εργατική και τελειομανής και να μην ανέχομαι τις προχειρότητες της τηλεόρασης. Τους έλεγα: «Παιδιά το τραπέζι δεν στρώνεται έτσι». Και μου λέγανε : «Έλα μωρέ, δεν καταλαβαίνει ο κόσμος». Αυτό με πονούσε. (…) Θα ήθελα να έκανα πάλι σινεμά με ανθρώπους που έχουν την αγάπη και το μεράκι του Φίνου. Ταινίες με σενάρια, με αρχή, μέση και τέλος και καλό κάστινγκ. Ταινία- ταινία δηλαδή και όχι ταινία του σκηνοθέτη που θέλει να βγάλει τα σώψυχά του».

Ευτύχησα να την δω από κοντά μόνο δύο φορές – την πρώτη, πριν από καμιά εικοσαετία, τότε που κατέβαινε υποψήφια σύμβουλος για το δήμο της Αθήνας, και οι στάσεις λεωφορείων είχαν γεμίσει με τα σποτάκια της:  «Η Αθήνα Ζωη-ρεύει». Είχαμε δώσει ραντεβού στο σπίτι της στο Κολωνάκι, στην Ηροδότου – ένα καλόγουστο διαμέρισμα, σε μια παλιά προπολεμική πολυκατοικία, «ντυμένο» στα λευκά, στολισμένο με μικροαντικείμενα που είχε συλλέξει από τα ταξίδια της, μανουάλια, γιαταγάνια, Βούδες, κομπολόγια και φυσητά γυαλιά (Αχ, τρελαινόταν για τα ταξίδια. Μπορούσε να μιλάει ώρες γι’αυτά…).

 

Κυκλοφορούσε ξυπόλυτη – μια ντίβα, που σκαρφάλωνε σαν πιτσιρίκι πάνω σε κολλαρισμένους καναπέδες και μου δήλωνε πως η Αθήνα ήταν το «μεγάλο σπίτι της», πως ήθελε να την «νοικοκυρέψει» πως οι πολίτες έπρεπε να ξαναβρεθούν, να μοιραστούν τα προβλήματά τους και «να δώσουν το χέρι ο ένας στον άλλο». Πιστεύω πως τα πίστευε. Πιστεύω πως η πολιτική την απογοήτευσε. Ξέρω πως «ρουφούσε»  τις εφημερίδες και τα δελτία ειδήσεων,  πως βαθιά μέσα της ένιωθε  ουσιαστικά πολιτικός – όχι πολιτικοποιημένος –  άνθρωπος, πως την απασχολούσε ό,τι συνέβαινε στον κόσμο. Αγαπούσε τον διπλανό της. Και τον Θεό.

Πάνω απ’όλα, αγαπούσε την οικογένειά της – αυτήν που στερήθηκε ως παιδί, αλλά ευτύχησε να αποκτήσει. Τις κόρες της, την Μάρθα και την Μαρία – Ελένη, (πάντα ήθελε κόρες) την εγγονή της τη Ζένια, με την οποία είχε σχέση λατρείας και συνενοχής.

Τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο,  σύντροφό της, επί 41 χρόνια – κατά σύμπτωση, η δεύτερή μας συνάντηση, για τις ανάγκες της εκπομπής «Ελένη», έγινε με αφορμή αυτή τους την επέτειο, πριν από λίγους μήνες, στην «Αθηναϊδα». Θυμάμαι πόσο λιγνή και «διάφανη» μου είχε φανεί – στιλάτη πάντα, αλλά αλλαγμένη αρκετά, εύθραυστη σαν κλαράκι. Ακόμα και κείνο το βαθύ, σπλαχνικό της γέλιο, έβγαινε με δυσκολία.

Θυμάμαι πόσο γλυκά, υπομονετικά έπεισε τον άντρα της να σταθεί μπροστά στην κάμερα – εκείνος δεν ήξερε για τη συνέντευξη ή το είχε ξεχάσει, δυσφορούσε, και αρνιόταν να μιλήσει. Υποχώρησε, για χάρη της. Μίλησαν για τη γνωριμία, τη σχέση, το γάμο τους – εκείνο το γνωστό «δεν υπάρχει  συνταγή επιτυχίας μωρό μου», το πώς ο αβυσσαλέος έρωτας, μεταλλάσσεται κάποτε σε αγάπη άνευ ορίων και για τα αντίθετα που συναντιούνται σε μονοπάτια συμβιβασμών. Στο τέλος, κρατιόντουσαν  από το χέρι, ο καυγάς είχε ξεχαστεί, κοιτάζονταν στα μάτια και γελούσαν σαν έφηβο ζευγαράκι.

Πιστεύω πως όταν η Ζωή δήλωνε «ο Αλέξανδρος είναι για μένα τα πάντα», το εννοούσε.

Ήταν καλή σύζυγος. Τρυφερή μάνα. Πιστή φίλη – την έθλιβε βαθιά το ότι όλοι οι άνθρωποι που είχε αγαπήσει, συνάδελφοι, φίλοι από τα πλατώ του Φίνου, το «Αλικάκι» της, είχαν φύγει και την είχαν αφήσει μόνη της. Την πονούσε αυτό το «ξεγύμνωμα». Χαιρόταν να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια της, ρούχα, κοσμήματα μοναδικά, μικροαντικείμενα τέχνης. Περηφανευόταν πως ζούσε σαν άνθρωπος «κανονικός», έκανε δουλειές, κυκλοφορούσε, ψώνιζε, πήγαινε στον χασάπη.

Τα πάντα έκανα στο σπίτι. Τι, να παριστάνω την Γκρέτα Γκάρμπο με ένα τσιγάρο στο χέρι; Είναι βασανιστικό να πρέπει να υποδύεσαι έναν ρόλο και μέσα στο σπίτι σου. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ σταρ.

Ίσως αυτό να ήταν το μοναδικό της ψέμα – ήταν σταρ, όπως καμία άλλη πριν και μετά από κείνη. Το σίγουρο είναι πως η ίδια αισθανόταν θεατρίνα. Δεν ανάσαινε μακριά από τις κουίντες, Έλεγε πως ήθελε να πεθάνει πάνω στη σκηνή, μέσα στην αγκαλιά του κόσμου. Αυτό –  σχεδόν – το πέτυχε.Και μετά; Μετά τι; «Η υστεροφημία σας σας απασχολεί;», την είχε ρωτήσει ο Θανάσης Φωτίου. «Καθόλου. Τι ακριβώς να με ενδιαφέρει; Το πώς θα μείνω στην ανάμνηση του κόσμου; Δεν με αφορά καθόλου. Ο κόσμος θα με θυμάται, θα με αγαπάει, θα με ξεχάσει. Αυτή είναι η ιστορία. Τέλος». Τέλος ;