ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σ’ αυτό το πράγμα έκανε σίγουρα λάθος η Αρλέτα

Ήταν Ιχθύς, γεννημένη στις 3 Μαρτίου του ‘45. Ζωγράφιζε συνέχεια – όταν ήταν μικρή ήθελε, λέει να γίνει σκιτσογράφος. Μετά δημοσιογράφος και ενδιάμεσα λούστρος ή άλογο. Φοίτησε και αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπήρξε μαθήτρια του Γιάννη Μόραλη. Μέχρι τα 21 της, δεν πολυμιλούσε. Παραδόξως, έγινε τραγουδίστρια. Ίσως, επειδή όταν τραγουδούσε, ο γλυκός ήχος και το πράο αίσθημα της φωνής της μπορούσε να κάνει τη μαμά της να κλάψει.

Η Αργυρώ Νικολέτα Τσάπρα – «Αρλέτα» για συντομία, πάντα  χωρίς επίθετο – ζούσε πάντα μια διττή ζωή, σαν το διπλό όνομά της. Μοιρασμένη ανάμεσα σε αστικές οπερέτες και ρουμελιώτικα δημοτικά, (σ.σ. αυτά που άκουγε ο αηδονόλαλος γιατρός πατέρας της, με καταγωγή από τον Ορχομενό Βοιωτίας), τη ζωγραφική και τη μουσική, τα Εξάρχεια, που θεωρούσε «πατρίδα» και την Κυψέλη, το «Νέο Κύμα» και την «Σερενάτα». Την (σχεδόν) ποπ εικόνα της και τον αυστηρό αισθητικό εκλεκτικισμό της. Την μεταξωτή φωνή της, και την ατσάλινη απόφασή της να μην λέει παρά μόνο τα τραγούδια που ήθελε. Όπου, όπως και όποτε το ήθελε.

Δεν ήταν η «Τζόαν Μπαέζ» της ελληνικής μουσικής σκηνής – μάλλον την εκνεύριζε να την αποκαλούν έτσι. Θεωρούσε πως είχε κάνει πολλά καλά, καλύτερα ή και σπουδαία πράγματα, μετά τις μπουάτ και το «Μια φορά θυμάμαι».

Σιχαινόταν – ή έτσι έλεγε – τις ταμπέλες.

«Έντεχνο», «λαϊκό», όλα αυτά τα έβρισκε γελοιότητες, πίστευε πως το «Χάρτινο το φεγγαράκι» είναι ένα σπουδαίο λαϊκό τραγούδι. Τολμούσε να δηλώνει πως «όταν είχε τις μαύρες» της, άκουγε Βουγιουκλάκη. Επειδή της έφτιαχνε το κέφι.  Της άρεσαν οι ιστορίες – π,χ, η ιστορία για το πώς ο Γιώργος Παπαστεφάνου την «ανακάλυψε» σε μια παραλία στην Ύδρα, να τραγουδάει με μια κιθάρα στους φίλους της και από κει την πήρε από το χέρι και την πήγε στην LYRA, στον Πατσιφά, να βγάλει δίσκο. Ή για τότε που ο Μουστακί την πήρε 4 φορές τηλέφωνο  για να της ζητήσει να εμφανιστεί στο ιστορικό Bobino, στο Παρίσι και εκείνη του το ‘κλεινε στα μούτρα. Πίστευε πως κάποιος της έκανε φάρσα (!)

Δήλωνε πως μισούσε «τα φάλτσα, την παρθενία, τις μπάμιες και τα αδιέξοδα».

Δεν της άρεσε η λέξη «καριέρα», προτιμούσε το «πορεία». Ασυνήθιστο, μάλλον. Αλλά έτσι κι αλλιώς η Αρλέτα δεν έκανε ποτέ «αυτά που συνηθίζονται». «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η εμφάνισή μου, ποτέ δεν με ενδιέφερε να διαλέξω τα πιο αβανταδόρικα τραγούδια. Έχω απορρίψει τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες και το ήξερα ότι θα γίνουν. Θεωρούσα ότι δεν μου ταιριάζουν….». Στη ζωή της, έλεγε, δεν είχε ποτέ στόχους μεγαλεπήβολους ή στρατηγική. Άφηνε πάντα τα πράγματα –  όλα τα πράγματα, τα τραγούδια, τα λεφτά, τη δόξα, τον έρωτα -να έρχονται ή να φεύγουν. Εκείνη, απλώς τους παραδινόταν, τα ακολουθούσε. «Σαν το φύλλο που τσουλάει στο ποτάμι – έτσι κινήθηκα όλα μου τα χρόνια, όπου με πήγαινε…».

Ήταν σκληρή, απόλυτη σε πολλά, θέματα μουσικής και αρχών.

Απύθμενα ευαίσθητη σε άλλα τόσα. Φοβόταν το σκοτάδι. Έβλεπε παράξενα, επαναλαμβανόμενα όνειρα. Θεωρούσε «έγκλημα» το ότι είχε πάρει πολλά κιλά και το ότι κάπνιζε.  Την ενοχλούσε η ακινησία της, θα ήθελε να είχε ταξιδέψει περισσότερο. Παρ’όλα αυτά δήλωνε πως τα δικά της εγκλήματα ήταν «εγκλήματα πάθους και όχι προμελέτης». Παθιαζόταν συχνά – με ανθρώπους, πράγματα, ιδέες, τοπία, το αθηναϊκό κέντρο. Τη θεωρούσαν αγέλαστη, λίγοι γνώριζαν το πικρό, «υπόγειο», ανατρεπτικό της χιούμορ. Κι όμως, είχε πολύ απ’αυτό.

Είχε τους δικούς της αργούς ρυθμούς, που ορίζονταν από τη μουσική και από σιωπές.

Και από ξαφνικούς «κεραυνούς» – έλεγε, αστειευόμενη, πως «είμαι ένα σαλίγκαρος με εκρήξεις». Την έθλιβε η αρρώστια της, η ανημποριά, οι «αναχωρήσεις» των αγαπημένων της. Χαιρόταν με την φύση, τη θάλασσα, τα πιτσιρίκια με τα piercing και τατουάζ που έβλεπε ξαφνικά μες στο κοινό, στις συναυλίες της. Κοιτούσε τα μάτια τους και ξανάνιωνε. Ήταν πιστή και καλή φίλη, αλλά και βαθιά μοναχικός άνθρωπος. Της αρκούσε να ζει παρέα με τη μουσική, τις ζωγραφιές, τα σκίτσα, τα βιβλία της, τις 8 κιθάρες της – το μόνο πράγμα που «αποθησαύρισε» σε όλη της τη ζωή. Έγραψε ένα βιβλίο. Τραγούδησε, συμμετείχε, ακούστηκε ή έγραψε τραγούδια σε 46 δίσκους. Μας κέρασε «τσάι γιασεμιού» και «Βatida de Coco». Πρόσκαιρους αποχαιρετισμούς: τη «Σερενάτα». Και «Ήσυχα Βράδια» – τον δικό μου «ύμνο της απώλειας».

Η ίδια δεν πίστευε πως έκανε «τίποτα σπουδαίο».

Δεν με νοιάζει πώς θα με θυμάται το κοινό, δεν ξέρω αν θα με θυμάται, δεν με αφορά, δεν με απασχολεί. Να με θυμάται με ευχαρίστηση μόνο, τίποτα άλλο. Δεν θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι τόσο φοβερό. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί είχα διεξόδους, δηλαδή μπορούσα να κάνω πράγματα που με ευχαριστούσαν και από αυτά τουλάχιστον μπόρεσα και επιβίωσα. Δεν είμαι απολύτως ικανοποιημένη με εμένα.

Θα την ξάφνιαζε, μάλλον, αυτή η μαζική θλίψη του κοινού για το φευγιό της, ο όψιμος θρήνος, οι αναρτήσεις στα social media, το «αντίο» των πολιτικών αρχηγών. Θα της άρεσε, ίσως, περισσότερο να την σκεφτόμαστε να «αναχωρεί»  όρθια, γελαστή, τρυφερή, μεταξωτή, σαν σημαιάκι καρφωμένο πάνω σε μια πάμφωτη Αθήνα- καράβι.

Σ’ένα πράγμα, σίγουρα, έκανε λάθος: Θα μας λείψεις Αρλέτα.

 

Κεντρική φωτογραφία: NDP PHOTO AGENCY