ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Στάθης Ψάλτης κρύωνε

Η φωνή του. Αυτό μου έκανε περισσότερο εντύπωση. Βαθιά και χαμηλή, απαλλαγμένη από την κωμική υστερία της σκηνής, ήταν φωνή τενόρου. Μιλούσε αργά, με έναν παράξενο ρυθμό, διακεκομμένο, με άστατες ανάσες, με κοντές φράσεις, που «έσβηναν»  στο στόμα του, σ’ ένα μουρμουρητό. Σαν να έβαζε ξαφνικά τελεία, στη μέση μιας πρότασης.

Ήταν Νοέμβρης, Κυριακή απόγευμα, είχε παγωνιά. Φορούσε μαύρα – παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, κασκόλ, κοντό παλτό – κι ένα παράξενο, «θεατρικό», μπλε σκούρο, τραγιασκάκι, στραβοβαλμένο, όπως συνήθιζε. Έπινε τσάι, για το λαιμό του, μιλούσε σκυφτός, κοιτώντας πάνω από τα γυαλιά του. Από κοντά, η λιγνή, λιπόσαρκη φιγούρα του, έδειχνε ακόμα πιο εύθραυστη, λες και η απλή χειραψία θα την έσπαγε. Μπορεί και να κρύωνε.

Η ιντριγκαδόρικη επιστροφή του στη σκηνή, ως παραμάνα της Ιουλιέττας, στο σεξπιρικό δράμα που ανέβασε στη σκηνή του «Πάνθεον», ο  Δημήτρης Λιγνάδης, ήταν ένα από τα «γεγονότα» του περυσινού χειμώνα. Βρεθήκαμε στα παρασκήνια, για μια συνέντευξη.

Πιο πριν δεν τον γνώριζα. Από κείνη τη μία και μοναδική μας συνάντηση (σ.σ. ίσως να ήταν και η τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε ποτέ) θυμάμαι έντονα την οικονομία των κινήσεών του –τόσο παράξενα διαφορετική, από την νευρωτική, αεικίνητη, κινηματογραφική του περσόνα. Και την αβρότητά του. Μια σχεδόν παλαιομοδίτικη ευγένεια που εκτεινόταν προς τον συνομιλητή του σαν δώρο, αλλά και σαν απαίτηση. Έπρεπε να του τη γυρίσεις αμέσως πίσω, να την ακουμπήσεις κάτω προσεκτικά, με σεβασμό. Τον καταλάβαινα. Επέστρεφε στο θέατρο με Σέξπιρ, φοβόταν μη φανεί φτηνός. «Ο Στάθης είναι πρόθυμος να μιλήσει για όλα, αλλά δεν θέλει καμιά αναφορά στα ‘80’s και στις βιντεοκασέτες», με είχαν προειδοποιήσει οι PRίστες. Μου μίλησε για όλα. Στον απλό κωδικό της αναγνώρισης του ταλέντου του, ο Στάθης Ψάλτης «ξεκλείδωνε» όλες τις πόρτες του και σου ανοιγόταν πρόθυμα. Σαν γλυκό, λίγο γκρινιάρικο παιδί.

Ναι, είχε ταλέντο – τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για τον άνθρωπο που έκανε τον κόσμο να γελάει, με την εμφάνισή του μόνο στη σκηνή ; Από το ντεμπούτο του κιόλας… «Ήταν στο θέατρο Παρκ. Δεν μίλαγα καν. Είχα ένα στιγμιότυπο, με τον Μουστάκα, που έλεγα μόνο το εξής: «τικιτάκα τικιτάκα, τικιτάκα τακατα». Έκανα ένα κινέζικο πουλάκι. Ήμουν 48 κιλά, έβγαινα σαν καρτούν, κι εκεί ο κόσμος γελούσε τόσο πολύ, ώστε μέχρι να μιλήσει ο συνάδελφος, περνούσαν 4-5 λεπτά. Πρέπει να ήμουν 21 ετών τότε..»

Πίστευε πως είχε γεννηθεί ηθοποιός. Ήξερε πως ήταν καλός. Δήλωνε ότι δεν ένιωθε παρεξηγημένος ως καλλιτέχνης, ότι δεν ήθελε να αποδείξει τίποτα, σε κανέναν. Δεν ξέρω αν έλεγε αλήθεια – μάλλον όχι, κρίνοντας από το πόσο συχνά επαναλάμβανε πως «έχω κάνει μόνο 12 ταινίες ως πρωταγωνιστής και ποτέ, καμία βιντεοκασέτα».

Το πάθος του, επαναλάμβανε, ήταν το θέατρο, Το υπηρέτησε 45 χρόνια, παίζοντας σχεδόν τα πάντα: επιθεωρήσεις κατά κύριο λόγο, αλλά και πρόζα, και κλασικό ρεπερτόριο, Σέξπιρ και Καμύ, Τσέχοφ και Γκόγκολ

Στο βάθος μάλλον θλιβόταν, που οι νέοι άνθρωποι δεν το ήξεραν αυτό..

Τι άλλο θυμάμαι; Την χαρά του για κείνη την παράσταση, για το πώς ο Λιγνάδης είχε «χτίσει» πάνω του το ρόλο της Νένας μαστόρικα και «αρχιτεκτονικά». Την καλλιέργειά του, που εκφραζόταν με έναν λόγο συγκροτημένο, φιλοσοφημένο. Τον έρωτά του για την γυναίκα του. («Έκανα τρεις γάμους, αλλά ο ευτυχέστερος όλων ήταν ο τελευταίος με το Χριστινάκι μου, που είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας ρομαντικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ξέρει να φέρεται με ευγένεια, ήθος και αξιοπρέπεια. Κάθε πρωί είναι σαν να βλέπω για πρώτη φορά τη Χριστίνα. Και κείνη εμένα…»), το δικό της βλέμμα που «κρεμόταν» επάνω του όλο φροντίδα, όλο έγνοια.

Και το παράπονο που τον έπαιρνε για τη δύσκολη ζωή που είχε ζήσει –για τον χωρισμό των γονιών του που έκανε τα παιδιά στο σχολείο να τον δείχνουν με το δάχτυλο, για το πώς είχε μπαρκάρει στα καράβια στα 13 του, ξεγελώντας τον πατέρα του και κλέβοντάς του την υπογραφή στο ναυτικό φυλλάδιο, για τις μεγάλες φτώχειες που είχε περάσει στην αρχή της καριέρας του. «Περπατούσα με τρύπια παπούτσια και έβαζα εφημερίδες για σόλες. Αλλά οι εφημερίδες βρεχόντουσαν και τα πόδια μου «διαβάζαν» τα χαλίκια. Τα χαλίκια μου έδιναν μαθήματα – άλλο πολύ πόνο, άλλο λιγότερο…»

Ήταν παράξενο το ότι του άρεσε να μιλάει για όλα αυτά, το πώς  ξεχνιόταν να «χαϊδεύει» το δράμα της ζωής του με ηδονική νοσταλγία – την ίδια που νιώθεις όταν ψηλαφίζεις την ουλή από κάποιο παλιό σημάδι. Ποιος; Εκείνος. Ο Ψάλτης, ο Βασιλιάς της κωμωδίας!  Επεδίωκε να σε συγκινήσει ; Τον ανακούφιζε ; Έπαιζε ακόμα ένα ρόλο; Άγνωστο. Το σίγουρο είναι πως αναφερόταν συχνά στην μυθιστορηματική τραγικότητα του καλλιτέχνη…

Όταν παίζεις – έλεγε – είναι από κάτω δύο χιλιάδες άτομα που σε χειροκροτούν, σε θαυμάζουν, σε αποδοκιμάζουν. Ό,τι και να παίξεις, όσο καλά και να το παίξεις, αυτό που έχει σημασία είναι πως όταν σβήνουν τα φώτα και φεύγεις από τη σκηνή, βλέπεις δύο χιλιάδες άδειες θέσεις. Και τότε, τι μοναξιά!…

Ανθρώπους να τον χειροκροτούν μανιασμένα. Τις φωνές. Τα γέλια τους. Την αποθέωση του θεατρίνου – αυτή είναι η τελευταία του εικόνα που κρατώ. Στο «Ρωμαίος και η Ιουλιέττα»  έκανε μια γκράντε είσοδο βγαίνοντας από το πίσω μέρος της πλατείας, ντυμένος γυναικεία, με ένα άχαρο, σκούρο κοστούμι, που άφηνε να φαίνεται μόνο το πρόσωπό του. Μέχρι να φτάσει στη σκηνή του «Πάνθεον» το θέατρο «έπεφτε», η αγάπη του κόσμου απλωνόταν και τον τύλιγε με χίλια πλοκάμια. Έβλεπες πως το χαιρόταν. Έλαμπε, «έπαιζε» με το κοινό με ξεδιαντροπιά, ανταλλάσσοντας αστείες, πορνικές, επιθεωρησιακές ατάκες φυσικά, εκτός σεξπιρικού κειμένου – υποθέτω, μια μικρή παραχώρηση/ «υπόκλιση» του σκηνοθέτη, στο πρόσωπο του, ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στην διάπυρο κωμικό του ταλέντο. Εκεί πάνω, στη σκηνή, ο Στάθης δεν ήταν ποτέ μόνος του.

Βιαζόμουν, η βάρδια του συνεργείου είχε τελειώσει. Έφυγα πριν από την υπόκλιση. Την αυλαία του, την άκουσα χθες. Ήταν η μοναδική φορά που ο Στάθης Ψάλτης με έκανε να κλάψω.