ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Στο μυαλό (που κουβαλάει) ο γιος μου

Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται ο γιος μου. Όταν με κοιτάει, όταν παίζει, όταν κλαίει, όταν είναι δίπλα μου στο αυτοκίνητο και δεν μιλάει. Εύχομαι για λίγο να μπορούσα να μπω στο μικρό του μυαλουδάκι.

Να μπορούσα για λίγο να μείνω και να ακούσω τις σκέψεις του όταν παίζει με τα αυτοκινητάκια του, όταν είναι στο σχολείο, όταν κάνει ποδήλατο και μιλάει σε άλλα παιδάκια, όταν δεν θέλει να φάει, όταν είναι λυπημένος, χαρούμενος ή όταν κλαίει μετά από έναν καβγά μας. Τι να σκέφτεται άραγε; Τι να ονειρεύεται το βράδυ;

Δε τον πήγα, βέβαια, γι αυτό τον λόγο να δούμε την ταινία “Τα μυαλά που κουβαλάς”. Έτυχε. Με την Όλγα ψάχναμε να δούμε μια ταινία, αυτή ήταν ό,τι τελευταίο καλύτερο κυκλοφορούσε και να που καθόμαστε δύο μαμάδες πίσω, τρία παιδάκια μπροστά στο σινεμά. Τα κεφαλάκια δεν φαίνονται από τα δικά μας καθίσματα. Όλα τρώνε από ένα τεράστιο ποπ κορν και πίνουν πορτοκαλάδα. Μαμά, πότε θα αρχίσει; Μαμά, άρχισε;

Πολλές ερωτήσεις ακούγονται και κατά τη διάρκεια της ταινίας, κανείς όμως στις παιδικές ταινίες δεν κάνει Σσσσσσττττ! Όλοι απαντάμε χαμηλόφωνα στα παιδιά. Είτε πρόκειται για απορίες σχετικά με αυτό που βλέπουν, είτε θέλουν τσίσα και κακά.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Ράιλι. Ένα κορίτσι που γεννήθηκε στη Μινεσότα και αγαπάει το χόκεϊ στον πάγο, αλλά η ωραία ζωή της αλλάζει όταν μετακομίζει στο πολύβουο Σαν Φρανσίσκο με την οικογένειά της. Την ίδια ώρα μετακομίζουν και αυτοί που κατοικούν στον εγκέφαλό της: Η Χαρά, ο Θυμός, η Αηδία, η Θλίψη και ο Φόβος. Το τι αισθάνεται η Ράιλι καθορίζεται από το ποιος επικρατεί στο μυαλό της σε ένα πολύχρωμο κέντρο ελέγχου μέσα στο μικρό κεφαλάκι της, με τεράστιες αποθήκες αναμνήσεων καλών και κακών.

 

Η Χαρά, το συναίσθημα που όλοι οι γονείς θέλουμε να κυριαρχεί στη ζωή του παιδιού μας, είναι το μόνο καλό και έρχεται συχνά σε κόντρες με τα άλλα τέσσερα. Στην Ράιλι δεν αρέσει το μπρόκολο, καλά το σκέφτηκες, η Αηδία έχει πατήσει το κουμπάκι της. Φοβάται η Ράιλι να κατέβει την τσουλήθρα, ο Φόβος έχει τρομοκρατηθεί. Είναι χαρούμενη η Ράιλι στην αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά, η Χαρά έχει τον έλεγχο του μυαλού. Κάπως έτσι εξελίσσεται η ιστορία και ακολουθούμε την Ράιλι στην νέα της ζωή, όπου αλλάζει σχολείο, δεν έχει φίλους, ο μπαμπάς δουλεύει πολύ, τα έπιπλα αργούν να έρθουν…

Ο γιος μου γελάει με τον Φόβο που τρομάζει και παίρνει διάφορες γκριμάτσες, γελάει με το μπρόκολο που εκτοξεύεται από την Ράιλι, γελάει ακόμα περισσότερο με τον Θυμό που όταν τα πάρει στο κρανίο γίνεται κατακόκκινος και βγάζει φωτιά. Λέει στον διπλανό του, αυτή είναι η Θλίψη, μπορεί να κάνει τη Ράιλι να κλάψει και συνεχίζει να τρώει με λαιμαργία τα ποπ κορν του.

“Θέλω κι άλλη πορτοκαλάδα”, μου λέει. “Στο διάλειμμα”, του απαντώ.

Η ταινία δεν έχει τόση πλάκα τώρα

Τα συναισθήματα – πρωταγωνιστές έχουν καθένα το δικό του χρώμα στο μυαλό της Ράιλι και οι αναμνήσεις που σχετίζονται με αυτά αποθηκεύονται ακολούθως κατά χρώμα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα μέχρι που η Ράιλι μετακόμισε στην μεγάλη πόλη. Το control room ήταν ελεγχόμενο, κυρίως από την Χαρά, αλλά ξαφνικά ο έλεγχος χάθηκε. Ο Θυμός άρπαζε τον έλεγχο όταν η Ράιλι δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και η Θλίψη έσπρωχνε τα πατήσει το δικό της κουμπί όταν η Ράιλι θυμόταν τις φίλες της και το πατινάζ στη λίμνη που έκανε μαζί τους.

 

Η ταινία έχει λιγότερη πλάκα τώρα, καθώς η Χαρά και η Θλίψη φεύγουν από τον κεντρικό έλεγχο του μυαλού του μικρού κοριτσιού και ψάχνουν στα ενδότερα να δουν τι έχει πάει στραβά και η Χαρά δεν μπορεί να δώσει καμία πλέον χαρά στο παιδί.

Το ταξίδι της Θλίψης και της Χαράς στο Υποσυνείδητο αφήνει στον έλεγχο τον Θυμό, την Αηδία και τον Φόβο. Τότε η Ράιλι αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και να πάει στο παλιό της στη Μινεσότα.

Ο γιος μου αφήνει την θέση του και έρχεται αγκαλιά. Της διπλανής μας θέλει να πάει στο σπίτι. Ο γιος της Όλγας της λέει ότι κουράστηκε κι εμείς αναρωτιόμαστε ποιο από τα χρωματιστά ανθρωπάκια κάνουν κουμάντο τώρα στα κεφαλάκια των παιδιών μας. Λέω στο γιο μου ότι “μάλλον πατήσαμε το κουμπί του Φόβου” και κάνω μερικές γκριμάτσες υστερίας. Γελάει στην αγκαλιά μου και λουφάζει. “Θα δεις ότι όλα θα πάνε καλά και θα γυρίσει στο σπίτι της η Ράιλι” του λέω. “Μα γιατί θέλει να φύγει;” με ρωτά. “Γιατί φοβάται στη νέα της ζωή του” απαντώ και είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα. “Σε λίγο θα δεις, θα γυρίσει στους γονείς της. Απλά τώρα τους έχει θυμώσει, κοίτα, κοίταξε πόσο κόκκινος είναι ο θυμός”.

Στην έξοδο ο γιος μου λέει στον φίλο του ότι του έπεσε ένα δάκρυ όταν η Ράιλι επέστρεψε στο σπίτι και έβαλε τα κλάματα στην αγκαλιά των γονιών της και αμέσως μετά γελάει λέγοντας είδες που με την φωτιά του Θυμού κόψανε το τζάμι;

Μετά την ταινία, με κάνει και γελάω όταν μου λέει, “μαμά ο Θυμός πάτησε το κουμπί και με μαλώνεις;”. Κι εγώ το χρησιμοποιώ. Το πρωί που άργησε να ντυθεί για το σχολείο και του είπα ότι την επόμενη θα τον ξυπνήσω πιο νωρίς, έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια στο διπλανό κάθισμα του αυτοκινήτου. Του είπα: “μάλλον ο κύριος Θυμός έχει γίνει κατακόκκινος, πρόσεξε να μην σου κάψει το κεφάλι”. Αρχίσαμε να γελάμε. Μου είπε πώς “τώρα στο κεφάλι μας είναι η Χαρά”.

Είχε πολύ πλάκα η ταινία. Φυσικά, δεν μπόρεσε να με βοηθήσει να καταλάβω τι μυαλά κουβαλάει ο γιος μου, αν μην τι άλλο όμως, βοήθησε και τους δυο μας να μιλάμε γι αυτά που νιώθουμε. Κι όσο πιο πολύ μιλάμε με τον γιο μου γι αυτά, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι ότι τον καταλαβαίνω.