PROFILE

Maid: Η αληθινή ιστορία της Stefanie Land που έγινε βιβλίο και σειρά στο Netflix

Netflix

H Stephanie Land εργαζόταν ως καθαρίστρια επί σειρά ετών, ακροβατώντας στο τεντωμένο σκοινί της φτώχειας και της αστεγίας, κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο. Στη συνέχεια, έγραψε τα απομνημονεύματα της με τίτλο «Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive». Ένα βιβλίο που κέρδισε την προσοχή του πρώην πρόεδρου των ΗΠΑ, Barack Obama, έγινε best seller και σειρά στο Netflix. Ένα βιβλίο που σκιαγραφεί την πραγματικότητα των ανθρώπων που η Land αναφέρει ως «αόρατους».

Maid – Από βιβλίο, σειρά στο Netflix

Η σειρά Maid είναι βασισμένη στο best seller βιβλίο της Stephanie Land, «Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive». Η υπόθεση ακολουθεί την πορεία μια νέας γυναίκας που φεύγει από την κακοποιητική σχέση που έχει με τον σύντροφό της, παίρνοντας μαζί της την τρίχρονη κόρη τους. Στην πορεία, κι έχοντας φτάσει σε σημείο να μην έχει χρήματα ούτε και για φαγητό, ξεκινάει να καθαρίζει σπίτια για μόλις 9 δολάρια την ώρα.

 Stephanie Land – Η αληθινή ιστορία του Maid

Μερικά χρόνια πριν, η 43χρονη Stephanie Land, έτριβε πατώματα και καθάριζε τουαλέτες, κερδίζοντας 9 δολάρια την ώρα ως οικιακή βοηθός. Μία ανύπαντρη μητέρα, με ένα παιδί, έγκυος στο δεύτερο, που πάλευε να τελειώσει το κολέγιο και να επιβιώσει. Απένταρη και απελπισμένη. Σήμερα είναι, η συγγραφέας ενός από τα πιο επιτυχημένα best-sellers στη λίστα των New York Times.

Eνός βιβλίου που διασκευάστηκε σε μια επίσης πολύ επιτυχημένη σειρά για το Netflix, με πρωταγωνίστρια την Margaret Quale, την κόρη της Andy McDowell, η οποία υποδύεται τη μητέρα της και στη σειρά.

Τo βιβλίο «Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive» είναι ό,τι περιγράφει ο τίτλος. Τα απομνημονεύματα μιας γυναίκας η οποία επί 6 χρόνια εργαζόταν ως καθαρίστρια για πλούσιες οικογένειες. Κυρίως όμως είναι μια διαφωτιστική ματιά στη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών, οι οποίοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, παλεύοντας με ένα σκληρό και περίπλοκο κράτος Πρόνοιας. Τροφή, περίθαλψη και στέγη, γίνονται προνόμια και όχι αυτονόητες παροχές.

«Η κόρη μου έκανε τα πρώτα της βήματα, σε ένα καταφύγιο αστέγων»

Η σκληρή πρώτη φράση του βιβλίου, είναι η σκληρή αλήθεια της Stephanie Land. H Alex, η ηρωίδα της, βρέθηκε άστεγη στα 20 της, παλεύοντας με έναν κακοποιητικό σύντροφο, ο οποίος της ζητούσε επίμονα να κάνει έκτρωση. Μέχρι τη στιγμή που η ίδια βρίσκει το κουράγιο να τον εγκαταλείψει. Για να επιβιώσει έκανε τη μοναδική δουλειά που μπορούσε να βρει. Καθώς δεν είχε καμία μόρφωση, εξειδίκευση ή επαγγελματική προϋπηρεσία.

Εργάστηκε ως καθαρίστρια σε σπίτια μεσαίας και ανώτερης τάξης. Για πελάτες που απολάμβαναν ακριβά κρασιά ή πετούσαν στα σκουπίδια, ολόκληρο το περιεχόμενο του ψυγείου τους. Στο βιβλίο η Land περιγράφει, πώς ένα ζευγάρι που ζούσε σε μια έπαυλη, της απαγόρευσε να σταθμεύει στο δρόμο τους, όταν το αυτοκίνητό της έριξε λίγο λάδι στην άσφαλτο.

Οι περισσότεροι εργοδότες την προσέβαλαν, την αγνοούσαν και της φέρονταν σαν να ήταν αόρατη. Οι χειρότερες εμπειρίες της; Τα βρώμικα, εγκαταλελειμμένα σπίτια μετά από μια μετακόμιση. Τα σπίτια των συλλεκτών, υπερφορτωμένα με αναμνήσεις και άχρηστα αντικείμενα.

Από το μηδέν, στην ευκαιρία και την επιτυχία

Η Land είναι σήμερα ευγνώμων για όλα εκείνα τα σπίτια. Για όλα εκείνα τα προγράμματα, τα επιδόματα και τα βοηθήματα που έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύει πως χρειάζεται. Όλα αυτά της έδωσαν μια ευκαιρία για να μετακομίσει στην Μοντάνα. Να σπουδάσει με υποτροφία Αγγλικά και Δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο. Και τελικά να γράψει ένα βιβλίο, το οποίο μεταφράστηκε σε 11 γλώσσες. Η Land περιοδεύει στις ΗΠΑ, συμμετέχοντας σε καμπάνιες για ένα δικαιότερο κράτος Πρόνοιας και για την καλύτερη πληρωμή των καθαριστριών από τους εργοδότες τους.

Η ίδια δηλώνει πως δεν αισθάνεται τόσο πολύ συγγραφέας. Απλώς προσπάθησε να διηγηθεί μια οδυνηρή ιστορία. Είναι ο μόνος τρόπος, όπως εξηγεί, για να κάνεις τον κόσμο να ακούσει:

«Οι άνθρωποι ακούν τις αυθεντικές φωνές. Όσο περισσότερο εκτίθεσαι και γίνεσαι ευάλωτος, τόσο περισσότερο αγγίζεις αυτούς που είχαν μια παρόμοια εμπειρία με τη δική σου. Αλλά ντρέπονται ή φοβούνται να το παραδεχτούν. Έτσι, όλοι νιώθουμε λιγότερο μόνοι».