ΣΧΕΣΕΙΣ

Πόσο έχει αλλάξει η παραδοσιακή, ελληνική οικογένεια με τα χρόνια

Pexels

Λιγότεροι γάμοι και περισσότερα διαζύγια. Αύξηση στα σύμφωνα συμβίωσης, στις μονογονεϊκές οικογένειες και στις γεννήσεις εκτός γάμου. Ζευγάρια χωρίς παιδιά. Η παραδοσιακή οικογένεια χάνει συνεχώς έδαφος και αλλάζει δραματικά. Μια νέα έρευνα ακτινογραφεί το προφίλ της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας.

Τα στατιστικά στοιχεία γύρω από τη σύγχρονη, ελληνική οικογένεια

Η πλειοψηφία των νοικοκυριών στην Ελλάδα σήμερα είναι μονοπρόσωπα: Ένας άνδρας ή μια γυναίκα που επέλεξαν ή κατέληξαν να ζουν μόνοι τους. Σύμφωνα με τη Eurostat, το μερίδιο των μονοπρόσωπων νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2017, φτάνοντας το 31%. Η επόμενη μεγαλύτερη ομάδα είναι τα παντρεμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά, που αντιπροσωπεύουν το 25,2 % του συνόλου των νοικοκυριών. Ακολουθούν τα παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά, που αντιπροσωπεύουν το 21,9% του συνόλου. Στην τέταρτη θέση (15,7%), βρίσκονται τα ανύπαντρα ζευγάρια χωρίς παιδιά.

Ο αριθμός των γάμων μειώθηκε από 62.195 το 1993 σε 50.138 το 2017, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Οι πολιτικοί γάμοι έχουν ξεπεράσει τους θρησκευτικούς γάμους τα τελευταία πέντε χρόνια, με 25.163 τελετές να καταγράφονται το 2017, σε σύγκριση με 24.975 θρησκευτικούς γάμους.

Εν τω μεταξύ, τα διαζύγια αυξήθηκαν από 7.725 το 1993 σε 13.494 το 2005.  Περαιτέρω αύξηση (30%) σημειώθηκε κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ο αριθμός των διαζυγίων μειώθηκε μόλις το 2016, φτάνοντας τις 11.013. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των συμφώνων συμβίωσης εκτινάχθηκε στα ύψη: Από 581 το 2013 σε 4.921 το 2017.

Οι γεννήσεις εκτός γάμου αυξήθηκαν επίσης από 5,1% του συνόλου το 2004 σε 9,4% το 2015, σύμφωνα με την Eurostat. Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά αυξήθηκαν από 1,8% σε 2,3% σε 10 χρόνια. Συνολικά, το 6,3% όλων των νοικοκυριών αποτελείται επί του παρόντος από μονογονεϊκές οικογένειες και άλλους τύπους νοικοκυριών.

Η σύγχρονη ελληνική οικογένεια αλλάζει δομή

«Στη χώρα μας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 λύνονταν 550-900 στους 10.000 γάμους. Η ένταση αυξάνεται προοδευτικά στη συνέχεια: 2.200-2.500 γάμοι στη δεκαετία του 2000 και περισσότεροι από 2.500 στους 10.000 γάμους, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης, οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, η αύξηση της έντασης του διαζυγίου, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των μονογονεϊκών οικογενειών, όσο και των παιδιών που μεγαλώνουν σε οικογένειες με έναν θετό και έναν βιολογικό γονέα. Επομένως, οι οικογενειακές δομές στη χώρα μας διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο συνεχίζει να επικρατεί μεν. Αλλά νέα οικογενειακά πρότυπα αναδύονται απαιτώντας νέες προσεγγίσεις σχετικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής».

Τα προαναφερθέντα αποτελούν αποτελέσματα έρευνας του Δρ. Δημογραφίας, Γιώργου Κοντογιάννη. Σύμφωνα με το ΑΠΕ παρατίθενται στο 8ο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».

Περισσότερα διαζύγια

Από την ανάλυση των δεδομένων, διαπιστώνουμε ότι η ένταση του διαζυγίου αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι γάμοι να οδηγούνται στη λύση τους.

Έτσι, στη χώρα μας, ενώ χώρισε το 10% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν το 1972, έλυσε τον γάμο του το 17% αυτών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Είναι πολύ πιθανόν να συμβεί το ίδιο στο 30% των ζευγαριών, που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Ο κ. Κοντογιάννης αναφερόμενος και στο συναινετικό διαζύγιο, διαπιστώνει ότι από τη θέσπισή του (το 1983) και μετά αυτό, κατέστη ιδιαίτερα σύνηθες. Το ειδικό τους βάρος αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα τα συναινετικά διαζύγια να αποτελούν πλέον το 59-82% του συνόλου την περίοδο 1984-2017.

Η ταχύτατη αύξηση των δεικτών – αλλά και της μέσης διάρκειας γάμου κατά τη λύση του τις περιόδους 1979-1981 και 1984-1988, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, που διευκόλυνε το διαζύγιο και επέτρεψε τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».


 

Ο ίδιος υπογραμμίζει μιλώντας για την σύγχρονη ελληνική οικογένεια:

«Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και τάσεις σύγκλισης με τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Εκτός από την αύξηση της συχνότητας λύσης του γάμου (του ποσοστού δηλαδή των ζευγαριών που παντρεύτηκαν μετά το 1970 και πήραν διαζύγιο), αυξάνεται στις νεότερες γενεές και το ποσοστό των ατόμων που δεν παντρεύονται καθώς και αυτών που δεν κάνουν παιδιά. Αυξάνονται επίσης οι εκτός γάμου γεννήσεις και τα ζευγάρια που επιλέγουν το Σύμφωνο Συμβίωσης.

Επομένως, οι οικογένειες στη χώρα μας διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο από αυτές του παρελθόντος. Γεγονός που απαιτεί νέες προσεγγίσεις σχετικά με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής».