ΣΧΕΣΕΙΣ

Όχι εγώ, μια φίλη μου, θέλει να μιλήσει στα παιδιά της για τη νέα της σχέση. Πώς;

24Media Creative Team

Όχι εγώ, μια φίλη μου, έχει χωρίσει με τον άντρα της και πατέρα των 2 παιδιών της, εδώ και 4 χρόνια. Τον τελευταίο καιρό νιώθει ξανά ζωντανή – γνώρισε κάποιον που την κάνει να χαμογελά, να περιμένει μηνύματά του, να νιώθει γυναίκα και όχι μόνο μαμά. 

Όμως έχει αρχίσει να αγχώνεται για το πώς μπορεί να προχωρήσει η μεταξύ τους σχέση, κυρίως επειδή υπάρχουν τα 2 παιδιά της, που βρίσκονται και στην εφηβεία: “Πώς θα το πω στα παιδιά; Μήπως τους στερήσω την αίσθηση της οικογένειας που είχαν, έστω κι αν χωρίσαμε; Μήπως τους μπερδέψω ή νιώσουν ότι προδίδω τον πατέρα τους; Κι αν δεν τον συμπαθήσουν;” Κάθε φορά που πάει να τους μιλήσει, τελικά το αφήνει για “αργότερα”. Από τη μία δεν θέλει να τους συστήσει κάποιον, αν δεν είναι σίγουρη ότι πρόκειται για κάτι “σοβαρό”, από την άλλη, φοβάται ότι αν το μάθουν από κάπου αλλού, θα θυμώσουν μαζί της. Μιλάς τελικά στα παιδιά σου για τη νέα σου σχέση; Κι αν ναι, υπάρχει τρόπος να το κάνεις χωρίς να πληγωθούν;

Η ζωή μετά το διαζύγιο φέρνει μαζί της νέες ισορροπίες, αλλαγές, απαιτήσεις. Η καθημερινότητα χρειάζεται επαναπροσδιορισμό, καλείσαι να την ξαναφτιάξεις απ’ την αρχή, πρακτικά, συναισθηματικά, ψυχικά. Κι εκεί, ο ρόλος της μητέρας γεμίζει σχεδόν ολόκληρο τον χώρο. Οι ανάγκες της γυναίκας μένουν για λίγο πιο πίσω, συχνά χωρίς καν να το καταλάβεις. Η φροντίδα των παιδιών προηγείται, ενώ η επιθυμία για συντροφικότητα, για σχέση, για εγγύτητα αρχίζει να ξεθωριάζει. Η αγάπη προσφέρεται με φυσικότητα, μα η επιστροφή της, μένει κάπως μετέωρη.

Και κάποια στιγμή, κάτι ξαναγεννιέται. Μπορεί να μην έχει ακόμη ταμπέλα ή μία οικεία μορφή, αλλά έχει χαμόγελο, συναισθήματα, παρουσία. Ένας άνθρωπος που γίνεται μια υπενθύμιση πως υπάρχεις και αλλιώς, όχι μόνο μέσα από τη φροντίδα, αλλά και μέσα από το να σε φροντίζουν. Και τότε αρχίζει να γεννιέται μέσα σου ένα ερώτημα: πώς μοιράζεσαι κάτι τόσο προσωπικό με τα παιδιά σου; Δεν είναι μονάχα το πότε. Είναι και το πώς. Η παρουσία ενός νέου ανθρώπου στη ζωή σου φέρνει μαζί της μια μετακίνηση στον χάρτη της οικογένειας. Μια μετακίνηση που δεν είναι πάντα ορατή, αλλά γίνεται αισθητή. Ο τρόπος που θα τον εντάξεις στο κοινό σας πλαίσιο μπορεί να δείξει αν πρόκειται για κάτι που αξίζει χώρο, φροντίδα, σεβασμό ή αν μοιάζει με κάτι που δεν έχει ακόμη “δικαίωμα” να υπάρξει. Όταν έρθει η στιγμή, αυτό που χρειάζεται είναι καθαρότητα και σύνδεση. Η πρόθεση να τους μιλήσεις, επειδή νιώθεις ότι η σχέση έχει σημασία για εσένα και αυτό αξίζει να το ξέρουν.

Μια μητέρα το είχε πει σε μια συνεδρία με τόσο πετυχημένο και ταιριαστό τρόπο:

«Είναι σαν να βγαίνω βόλτα με ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Και όταν επιστρέφω, το βγάζω πριν μπω στο σπίτι και το κρύβω. Δεν ξέρω αν μου ταιριάζει και θα ήθελα να τους το δείξω, γιατί νομίζω πως μου πάει. Αλλά φοβάμαι ότι θα με κρίνουν αυστηρά.»

Αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, που κάτι σε αφορά, αλλά δεν έχει ακόμη βρει τη θέση του, είναι αληθινό και ευαίσθητο. Δεν σημαίνει παραπλάνηση. Είναι μια φάση που χρειάζεται φροντίδα, χρόνο και ειλικρίνεια.

Και κάπου εκεί υπάρχει και κάτι πιο βαθύ: η ευθύνη που έχεις ως παράδειγμα. Παράδειγμα ανθρώπινο και ειλικρινές. Μέσα από σένα μαθαίνουν τι σημαίνει να σχετίζεσαι με φροντίδα, με αλήθεια, με σεβασμό – να κρατάς τον εαυτό σου, χωρίς να σβήνεις τον άλλον, να χωράνε και οι δύο χωρίς να εξαφανίζεται ένας. Δεν χρειάζεται να έχεις όλες τις απαντήσεις.

Μπορείς απλώς να πεις πως υπάρχει ένας άνθρωπος που σου κάνει καλό, πως ακόμη μαθαίνεις κι εσύ πού σας πάει, και πως ένιωσες ότι ήρθε η στιγμή να το ξέρουν.

Ίσως αντιδράσουν, ίσως κρατήσουν απόσταση, ίσως χρειαστούν χρόνο – κι όλα αυτά είναι εντάξει. Ανήκουν σε μια ζωντανή, αυθεντική σχέση που δεν περιμένει την τελειότητα για να προχωρήσει. Αυτό που χρειάζονται τα παιδιά είναι να νιώσουν πως οι σχέσεις δεν κρύβονται, δεν βαραίνουν, και δεν μετρώνται μόνο με το αν “κρατάνε”. Είναι στιγμές φροντίδας, επιθυμίας, συνύπαρξης – με την πρόθεση να σταθούν στον κοινό χώρο με σεβασμό.

Και ίσως, μέσα σε όλα όσα τους έχεις ήδη προσφέρει, αυτή η εικόνα να μείνει μαζί τους ως κάτι αληθινό.

Τι λέει γι’ αυτό, η συναθλήτριά μου στο γυμναστήριο, Χριστίνα:

Ναι, τους μιλάς. Όχι γιατί είναι εύκολο, αλλά γιατί είναι πιο δίκαιο απ’ το να το μαθαίνουν τυχαία ή να ζουν σε ένα κλίμα αποσιώπησης. Όταν εγώ γνώρισα τον σύντροφό μου, ένιωθα πολύ παρόμοια: ενοχές, φόβο, το “κι αν δεν τον δεχτούν;”, το “μήπως είναι νωρίς;”. Όμως τα παιδιά, ακόμα και στην εφηβεία —ή ίσως ειδικά τότε— έχουν ανάγκη να βλέπουν την αλήθεια και να νιώθουν ότι τους εμπιστεύεσαι. Δεν χρειάζεται να τους παρουσιάσεις τον νέο άνθρωπο της ζωής σου ως “αντικαταστάτη” κανενός, ούτε να ξέρεις από την αρχή αν “είναι ο ένας και μοναδικός”. Αρκεί να τους πεις ότι υπάρχει κάποιος που σε κάνει να νιώθεις καλά και ότι θα ήθελες, όταν νιώσουν έτοιμα, να τον γνωρίσουν.

Εγώ φρόντισα πρώτα να χτίσω μια σταθερότητα με τον σύντροφό μου — να είμαι σίγουρη ότι υπάρχει κάτι ουσιαστικό — και μετά μίλησα στα παιδιά με ειλικρίνεια και σεβασμό. Όχι με πίεση. Όχι με ενοχές. Τους έδωσα χώρο να ρωτήσουν, να εκφράσουν τις δικές τους ανησυχίες. Δεν ήταν όλα ρόδινα, αλλά τους έδειξα ότι δεν χάνουν εμένα, δεν χάνουν τον μπαμπά τους — απλώς η ζωή προχωρά και εξελίσσεται, χωρίς να ακυρώνει ό,τι υπήρξε. Αυτό χρειάζονται τα παιδιά: να ξέρουν πως, όσο κι αν αλλάζουν οι ρόλοι και οι συνθήκες, η αγάπη και η παρουσία σου παραμένουν σταθερές.