ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου: Μαριτίνα Πάσσαρη, γιατί έκανες μια ταινία για ένα κορίτσι που κυνηγά ένα αγόρι;

Λευκή Νύχτα/Μαριτίνα Πάσσαρη

Τι είναι η Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου και γιατί πρέπει να στηρίξουμε τους έλληνες δημιουργούς; Ρωτήσαμε την σκηνοθέτρια Μαριτίνα Πάσσαρη (που απόψε προβάλλεται η μικρού μήκους ταινία της, Λευκή Νύχτα, στην Ταινιοθήκη) και μας έδωσε τις απαντήσεις. Ωστόσο, πριν μας λύσει όλες τις απορίες σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα τελευταία χρόνια, αυτός γεμίζει αίθουσες. 

Το ξέρω γιατί πήγα σε μια κατάμεστη αίθουσα να δω τη Φόνισσα, το Digger, το Πρόστιμο, τη Βασίλισσα της Νέας Υόρκης, είδα τι εισιτήρια έκανε ο Άνθρωπος του Θεού. Επίσης, είδα ουρές στα ταμεία των κινηματογράφων στην αντίστοιχη Γιορτή του Κινηματογράφου. Με αυτή την πανελλαδική δράση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, κατά την οποία για μία μέρα (26/3) όλα τα σινεμά της χώρας προβάλλουν εγχώριες ταινίες της πρόσφατης παραγωγής με γενική είσοδο €3, μπορείς να δεις και ελληνικές ταινίες (μικρού ή μεγάλους μήκους) που δεν πρόλαβες ή δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Η Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου είναι μια γιορτή.

Η Μαριτίνα Πάσσαρη έκανε μια ταινία μικρού μήκους για ένα κορίτσι που διασχίζει την Ελλάδα για να βρει το αγόρι των ονείρων της και περνάει μια νύχτα μαζί του θέλοντας να τον κάνει να την αγαπήσει. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή τη σημερινή προβολή της Λευκής Νύχτας στην Ταινιοθήκη και για την Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου.

-Γιατί έχουμε ανάγκη μια Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου; 

Δεν έχουμε ανάγκη μια ημέρα αλλά πολλές. Για αρχή όμως μια μέρα είναι καλύτερη από καμία.

-Θα συναντηθεί ποτέ το ελληνικό κοινό με τον ελληνικό κινηματογράφο;

Το ελληνικό κοινό συναντιέται συχνά με τον ελληνικό κινηματογράφο. Όχι όμως συστηματικά.Υπάρχει χρόνια καχυποψία. Και από τις δύο μεριές θα έλεγα. Για καιρό αναρωτιόμουν τους λόγους, αλλά εκτός από τα προφανή δεν μπορούσα να βρω κάτι που δεν είχε σκεφτεί κανείς άλλος και θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα. Μετά έπαψε να με απασχολεί. 

Άλλωστε δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Η δική μας δουλειά, όσων κάνουμε ταινίες, είναι να τις κάνουμε όσο καλύτερες μπορούμε με αυτές τις συνθήκες. Το κοινό θα έρθει όταν θελήσει. Και θα είναι ένα καινούριο κοινό, κυρίως από την νεότερη γενιά. Επειδή ασχολούμαι και με το θέατρο έχω παρακολουθήσει πώς πέρασε από την ολική ανυποληψία στο νεανικό κοινό, στην αποδοχή. Δεν έγινε μέσα σε μια νύχτα. Πολλά έπαιξαν ρόλο. Κάποτε ήταν αδιανόητο να είσαι νέος και να πηγαίνεις θέατρο. Το ίδιο έχει αρχίσει να συμβαίνει με το ελληνικό έργο που παλιότερα δεν ανέβαινε στη σκηνή. Τώρα μεγάλο ποσοστό των παραστάσεων βασίζεται σε ελληνικά κείμενα

Ελπίζω ότι και οι ελληνικές ταινίες θα αποκτήσουν σύντομα πιο «ερωτική» σχέση με το κοινό. Άλλωστε οι συνθήκες αλλάζουν. Οι πλατφόρμες που ξεκίνησαν ως ανταγωνιστές της αίθουσας έχουν αρχίσει να βοηθούν στη συμφιλίωση του κοινού με τις ελληνικές ταινίες. Τώρα μπορείς να δοκιμάσεις να δεις από το σπίτι σου κάποια ταινία που ίσως δε θα σε τραβούσε μέχρι την αίθουσα, να ανακαλύψεις σκηνοθέτες, να βρεις τι σε ενδιαφέρει και τι όχι. Και ο τρόπος που το κοινό πάει σινεμά αλλάζει επίσης

Μετά την πανδημία η επιτυχία των εκδηλώσεων, των φεστιβάλ, των κινηματογραφικών event αποδεικνύει ότι χρειάζεται ένα επιπλέον κίνητρο για να δοκιμάσει ο θεατής στην αίθουσα κάτι όχι και τόσο σίγουρο, έναν νέο ή άγνωστο Έλληνα σκηνοθέτη/τρια, μια ταινία εκτός Hollywood ή της κλασικής σινεφίλ διανομής.

«Με αυτή την έννοια η ιδέα της Ημέρας Ελληνικού Κινηματογράφου είναι στη σωστή κατεύθυνση αφού με φτηνό εισιτήριο, με συζητήσεις, με την παρουσία των σκηνοθετών γίνεται μια εκδήλωση που απλώνεται σε όλη τη χώρα».

 

-Πόσο χρόνο και χρήμα απαιτεί μια ταινία μεγάλου μήκους να ολοκληρωθεί; Κι είναι αυτός ο λόγος που οι περισσότεροι κινηματογραφιστές κάνετε ταινίες μικρού μήκους;

Εξαρτάται από το σχέδιο. Μπορεί να χρειαστεί ένα χρόνο (το λιγότερο) ή πολλά περισσότερα χρόνια. Μια ταινία μεγάλου μήκους περνάει από πολλές επιτροπές για να εγκριθεί, από πολλά στάδια μέχρι να μπει στο γύρισμα. Όσο «χαμηλού προϋπολογισμού» και αν είναι, χρειάζεται πολύ περισσότερα χρήματα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο λοιπόν είναι η διαδικασία για την ανεύρεση χρημάτων για την παραγωγή. Και δεν καλύπτουν όλοι τον προϋπολογισμό. Παρ’ όλα αυτά δεν πιστεύω ότι οι περισσότεροι κινηματογραφιστές έχουν παραιτηθεί από το όνειρο της μεγάλης ταινίας. 

Η άποψη για τη μικρού μήκους στην Ελλάδα, στο μυαλό αυτών που χαράζουν την κινηματογραφική πολιτική και στο μυαλό του περιορισμένου της κοινού, είναι ότι πρόκειται για το πρώτο βήμα νέων κινηματογραφιστών. Ότι είναι διαβατήριο για τη μεγάλου μήκους. Αυτό στερεί από την μικρή ταινία την καλλιτεχνική της ιδιαιτερότητα. Όμως, η μικρού μήκους είναι μια καλλιτεχνική πρόταση εξίσου ισχυρή. Είναι -τηρουμένων των αναλογιών- ένα διήγημα, όχι ένα μυθιστόρημα -αν και η νουβέλα έχει μεγαλύτερη σχέση με την κινηματογραφική ταινία και τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα με τις σειρές. Παλιότερα πολλοί κινηματογράφοι συνήθιζαν να εντάσσουν στο πρόγραμμά τους μικρού μήκους.

Θυμάμαι σε κάποιες προβολές το κοινό να ασφυκτιά μέχρι να τελειώσει η μικρή ή να λέει ότι προτίμησε την μικρού από την μεγάλου μήκους. Βλέπετε, δεν είναι μόνο θέμα διάρκειας. Παρά την συντομία της και κάποτε εξαιτίας αυτής, η μικρή ταινία είναι εξίσου δύσκολη. Ο λόγος της διάρκειάς της με τον χρόνο που απαιτεί για την υλοποίησή της από την ιδέα ως την τελική κόπια, μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο λόγο της μεγάλου μήκους. Μετά υπάρχει το πρόβλημα της διανομής. Οι μικρές ταινίες διακινούνται κυρίως σε φεστιβάλ και ελάχιστα στην τηλεόραση στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς τις προβολές στο ERTFLIX και τελευταία στο Cinobo.  Πάρα πολύ δύσκολα η μικρή ταινία μπορεί να βγάλει κέρδος.

Εμείς έχουμε κάνει προσπάθειες να διανέμουμε τη Λευκή Νύχτα κι εκτός Ελλάδας, μας έχει πλησιάσει μια εταιρεία παγκόσμιας μη αποκλειστικής διανομής μικρού μήκους ταινιών και περιμένουμε τα αποτελέσματα. Γιατί με τις αλλαγές που προανέφερα, με την αύξηση των συνδρομητικών καναλιών, με τον πολλαπλασιασμό στις πλατφόρμες, μοιάζει να ανοίγει περισσότερος χώρος για την μικρού μήκους.

Δεν πιστεύω ότι οι σκηνοθέτες πραγματικά προτιμούν την μικρή ταινία στην Ελλάδα. Η εντύπωση αυτή προκύπτει από μια σύμπτωση. Η πανδημία που έστειλε τους καλλιτέχνες σπίτια τους, είχε και μια «ευκαιρία». Το Πρόγραμμα Covid του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου χρηματοδότησε με καλούς όρους ένα μεγάλο αριθμό μικρού μήκους ταινιών και ντοκιμαντέρ, έδωσε τη δυνατότητα σε παλιότερους και νεότερους κινηματογραφιστές να εργαστούν σε αυτά τα είδη.

Η Λευκή Νύχτα δεν θα είχε πραγματοποιηθεί με άλλο τρόπο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σεκάνς που ανήκε σε ένα σενάριο μεγάλου μήκους ταινίας που παλέψαμε χρόνια με συν-σεναριογράφο τον Νίκο Σαββάτη να υλοποιήσουμε. Το σενάριο ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον και πλούσιο, αλλά απορρίφθηκε σε κάποιο στάδιο. Όταν προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός του Υπουργείου κατέθεσα 3 προτάσεις. Οι 2 ήταν μέρος αυτού του σεναρίου και η 3η  ένα καινούργιο σενάριο. Μετά από πολλά, βαθμολογίες, κόντρα βαθμολογίες, διαφορετικές επιτροπές, εγκρίθηκε τελικά η Λευκή Νύχτα. Κι έτσι από ένα σενάριο μεγάλου μήκους έγινε ταινία ένα μικρό απόσπασμα.

-Γιατί η Ισπανία και η Ιταλία έχουν τόσο μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή και εξάγουν τα προϊόντα τους (δεν μιλάω καν για την περίπτωση της Γαλλίας) κι εμείς όχι;

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μέρες. Όμως ποιο σύστημα χρηματοδότησης και διανομής ισχύει εκεί; Πόσες ταινίες παράγονται το χρόνο; Ποιο ποσοστό εξάγεται; Τι γνωρίζει το μεγάλο διεθνές κοινό για τον ιταλικό ή ισπανικό κινηματογράφο πέρα από τον Pedro Almodóvar ή τον Paolo Sorrentino που έτσι και αλλιώς έχουν μεγάλους προϋπολογισμούς και παραγωγή πέρα από τη χώρα τους;

Θέλω να πω, είναι τόσο μεγάλη η διείσδυση των αγγλόφωνων ταινιών που ακόμη και χώρες μεγαλύτερες και πλουσιότερες από την Ελλάδα, με γλώσσες που μιλιούνται από δισεκατομμύρια στον πλανήτη (Ισπανικά) και με πιο συστηματικά εμπορικό κινηματογράφο από τον ελληνικό, δεν εκπροσωπούνται αναλογικά. Αλήθεια πόσοι μιλούν ελληνικά ανά την υφήλιο;

Για να επιστρέψουμε στην συζήτηση για την Ημέρα ελληνικού κινηματογράφου, πιστεύω ότι το motto «Σινεμά στη Γλώσσα μας», έχει ουσία. Ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο χρήματα και μεγάλοι προϋπολογισμοί, αλλά κι ένα μέσο διατήρησης και ανάδειξης πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Και η γλώσσα μας είναι ένα από αυτά. Ο κινηματογράφος που μιλάει ελληνικά είναι μικρός έτσι και αλλιώς σε απήχηση λόγω γλώσσας, αλλά δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Άλλωστε οι ταινίες μας ταξιδεύουν σε μεγάλα και μικρότερα φεστιβάλ και κάποιες καταφέρνουν να αποκτήσουν μικρή ή μεγαλύτερη διανομή στο εξωτερικό.

Και μπορεί να μην έχουμε πολλές ταινίες μας στο Netflix (αν αυτό είναι που μας ενδιαφέρει μπερδεύοντας την τηλεοπτική παραγωγή και τις σειρές με τον κινηματογράφο), αλλά ακόμα κι εκεί κάτι καταφέρνουμε. Δεν θα ήθελα εδώ να επεκταθώ σε πιο ειδικά θέματα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα του προϋπολογισμού των ελληνικών ταινιών (που είναι υποπολλαπλάσιος των ξένων παραγωγών) και να παρασυρθούμε σε οικονομικές και τεχνικές συγκρίσεις, γιατί θα είναι σαν να προσπαθώ να αποφύγω το αιώνιο ερώτημα όλων όσοι (καλοπροαίρετα ή μη) επικρίνουν τον ελληνικό κινηματογράφο για έλλειψη καλών σεναρίων και καλών αφηγηματικών ταινιών για μεγάλο κοινό. Ε, λοιπόν, ούτε αυτό είναι αλήθεια.

«Κάθε χρόνο, τουλάχιστον μια μεγάλη ελληνική παραγωγή σωστά σχεδιασμένη και διαφημισμένη καταφέρνει να κάνει πολλά εισιτήρια και να είναι ακόμα και πρώτη σε εισπράξεις. Το ότι δεν έχει πάντα ανάλογη πορεία στο εξωτερικό, θα έπρεπε να είναι αντικείμενο έρευνας».

Για να επιστρέψουμε στις ταινίες που δεν είναι μεγάλες παραγωγές, για τα ελληνικά δεδομένα πάντα, πιστεύω όσο οξύμωρο και αν φαίνεται ότι όταν θα πάψουμε να προσπαθούμε να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας, όταν συνδεθούμε με το δικό μας παρελθόν, όταν ο όρος σύγχρονη ελληνική ταινία πάψει να μας προσδιορίζει αποκλειστικά, και διεκδικήσουμε να εντάξουμε τις ταινίες μας στα κινηματογραφικά είδη που ήδη ανήκουν πχ. περιπέτεια, ταινία δρόμου, κωμωδία, ρομαντική κομεντί, ταινία τέχνης θα έχουμε διαλύσει το πρώτο στρώμα ανυποληψίας. Έτσι, οι ταινίες δεν θα πάψουν να είναι λιγότερο ελληνικές, θα είναι πιο σαφής η στόχευση στο κοινό. Και σιγά σιγά δεν θα χρειάζεται πια Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου, αλλά άλλου είδους Έργα και Ημέρες. 

-Πείτε μου λίγα λόγια για το love story στη Λευκή Νύχτα; Γιατί μένει ανεκπλήρωτο;

Πρόκειται για μια μικρή ερωτική ιστορία από τη μεριά του κοριτσιού. Είναι ίσως το πιο απλό σενάριο που έχω σκηνοθετήσει ποτέ. Ένα κορίτσι θέλει ένα αγόρι που δεν τη θέλει. Είναι δυνατόν να τον κάνει να την αγαπήσει; Ήθελα να μείνω όσο γίνεται πιο κοντά στα πρόσωπα, να μη χρησιμοποιήσω σκηνοθετικά τεχνάσματα και να παρακολουθήσω την πορεία των συναισθημάτων τους. Πιστεύω ότι τα συναισθήματα είναι ρευστά. Αυτό ακριβώς ανακαλύπτει το κορίτσι στη διάρκεια της Λευκής Νύχτας. Θα ήθελα το κοινό παρακολουθώντας αυτήν την ερωτική ιστορία να δει την μετάβαση και να αποφασίσει για τη συνέχεια μετά τους τίτλους τέλους. Θα ξαναβρεθούν ή όχι; Άρχισε κάτι; Ή τέλειωσε οριστικά;

-Μετανιώσατε ποτέ που δεν γίνατε Πολιτικός Μηχανικός και σας κέρδισε το θέατρο και ο κινηματογράφος; 

Πολλά χρόνια πριν πήρα αυτή την απόφαση χωρίς κανένα δισταγμό και είμαι περήφανη για όσα έχω καταφέρει.