OPINIONS

Όταν έσφιξα το χέρι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Το καλοκαίρι του 2001 είχα δώσει πανελλαδικές εξετάσεις και περίμενα - υπομονετικά - τα αποτελέσματα. Είχα πολλή αγωνία και περνούσα τον χρόνο μου, αυτή τη βασανιστική μεταβατική περίοδο από την αποφοίτηση ως την επίφαση της ενηλικίωσης, ανάμεσα στη θάλασσα και το μπαλκόνι του σπιτιού. Μια μέρα του Ιούλη, ο πατέρας μου θα πήγαινε από το Ηράκλειο στα Χανιά, γιατί τον είχαν προσκαλέσει σε μια εκδήλωση. Αποφάσισα να δώσω ένα τέλος στην απραξία και να του κάνω παρέα στη διαδρομή.

Ο χώρος της εκδήλωσης βρισκόταν στο Ακρωτήρι, κάτω από το σπίτι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Μεγαλώνοντας στην Κρήτη τη δεκαετία του ’80, σε μια οικογένεια που φήφιζε ΠΑΣΟΚ και που όλη μέρα συζητούσαν για πολιτικά, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό με το που αντίκρισα το σπίτι, ήταν η φήμη για τις 17 τουαλέτες που είχε συμπεριλάβει ο αρχιτέκτονας και που χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα με κάθε ευκαιρία όσοι σιχαινόντουσαν τον Επίτιμο και ήθελαν να τον ψέξουν για την προσωπική του ζωή και συγκεκριμένα για τον πλούτο του. Αυτά άκουγα επί χρόνια, οπότε αυτούς τους συνειρμούς θα έκανα.

Στεκόμουν με τον πατέρα μου στην άκρη ενός βάθρου, όταν πλησίασε προς το μέρος μας ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μαζί με τον επί χρόνια σωματοφύλακά του, Μανούσο. Ψηλός και επιβλητικός, μας χαιρέτισε με τη σειρά. “Τι κάνεις, παιδί μου”, με ρώτησε κι για ένα δευτερόλεπτο κόλλησα κι αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να προσφωνήσω έναν άνθρωπο ο οποίος, στο μυαλό μου, ήταν από την ημέρα που γεννήθηκα “ο αποστάτης” και, αργότερα, σε μια πιο ποπ εκδοχή, “ο Δρακουμέλ”. “Καλά, κύριε πρόεδρε, ευχαριστώ”, λύθηκε η γλώσσα μου την κρίσιμη στιγμή. Τον παρατήρησα για λίγο καθώς μιλούσε με τους υπόλοιπους για το καλοκαίρι και τις διακοπές στα Χανιά. Μιλούσε ήρεμα κι αργά και ήταν, όπως πάντα, διαυγής. Στο μυαλό μου τον συνέκρινα με τον Μητσοτάκη που παρακολουθούσα επί χρόνια (εξ ανάγκης στη μοναδική τηλεόραση του σπιτιού της γιαγιάς μου) στο έδρανο της Βουλής. Η εποχή του γνήσιου μίσους στο πρόσωπό του είχε παρέλθει για μια μερίδα του κόσμου, για τους οποίους είχε επέλθει η συμπαντική ισορροπία όταν έριξε την κυβέρνησή του ο Αντώνης Σαμαράς. Ο αποστάτης είχε βρει τον αποστάτη του, κι αυτό θεωρείτο από πολλούς ως “πολιτική δικαιοσύνη”.

Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε σπίτι, είπα στον πατέρα μου: “Μου έδωσε το χέρι του, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται να περάσω πουθενά”. Εκτός από τις 17 τουαλέτες, τα σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας, τις φήμες για συνεργασία με τους Γερμανούς επί Κατοχής και πολλά άλλα περιστατικά που του απέδιδαν, είχα σκεφτεί στο μεταξύ και κάτι που μπορούσε να με πλήξει άμεσα, δηλαδή τη γρουσουζιά που του είχαν προσάψει. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν όντως με γκαντέμιασε και πέρασα στη Νομική, αντί για μια άλλη σχολή, πιο εύκολη και πιο ευχάριστη, ωστόσο δεν έχω καταλήξει επ’ αυτού.

Σήμερα το πρωί διάβασα την είδηση του θανάτου του στο Facebook και αμέσως φρόντισα να το διασταυρώσω από διάφορες πηγές. Γεννημένος το 1918, πέθανε στα 99 του χρόνια, σφραγίζοντας μια ολόκληρη εποχή. Στενοχωρήθηκα, γιατί η πρώτη μου σκέψη δεν ήταν ότι πέθανε ένας πολιτικός που θεωρείται από μια μεγάλη μερίδα του κόσμου τουλάχιστον αμφιλεγόμενος. Αυτό που σκέφτηκα αμέσως ήταν ότι πέθανε ένας πατέρας και ένας παππούς. Αναιρούν αυτές οι ιδιότητες το έργο που άφησε ή που δεν άφησε; Όχι, αλλά δεν χρειάζεται πάντα να μπαίνουμε στη θέση του ιστορικού, του παρόντος ή του μέλλοντος και να σπεύδουμε να τοποθετούμαστε σε ένα από τα δυο άκρα μια για πάντα. Ούτε σωτήρας αποδείχθηκε στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του, ούτε όμως ήταν και ο Σατανάς επί της γης μεταμορφωμένος σε Χανιώτη πολιτικό. Κάποιοι πιστεύουν ακράδαντα ότι δεν τον άφησαν να γίνει σωτήρας και αντίστοιχα κάποιοι άλλοι πιστεύουν, εξίσου ακράδαντα, ότι ήταν ο Σατανάς. Πολλοί, επίσης, του καταλογίζουν και το γεγονός ότι στην παρακαταθήκη του συγκαταλέγεται ολόκληρη η οικογένειά του, η οποία έχει αναλάβει σημαντικές πολιτικές και άλλες θέσεις που επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας.

Ο θάνατος ενός πολιτικού προσώπου είναι, φυσικά, μια ακόμα αφορμή για την αποτίμηση της προσωπικότητας και του έργου του. Δεν είμαι σε θέση να τον κρίνω συνολικά και μια για πάντα, γιατί μου λείπει η ιστορική και πολιτική γνώση σε βάθος. Ένα, όμως, ήταν σίγουρο. Η πολιτική διορατικότητά του ήταν μοναδική, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο επέλεγε να την αξιοποιήσει με βάση τη δεξιά ιδεολογία του. Θέλησε σε καίρια χρονική στιγμή να μικρύνει το κράτος, το επιχείρησε με απρόσφορο τρόπο κι αυτό, μεταξύ άλλων, ξεκίνησε ένα ντόμινο εξελίξεων που επέφεραν και την πτώση της κυβέρνησής του. Αυτή τη διαφορετική στάση του απέναντι στο “Τσοβόλα δώσ’ τα όλα”, που πρέσβευε πάντα ο αγαπημένος του δικού μου οικογενειακού περιβάλλοντος και αιώνιος αντίπαλός του, την εκτίμησα πολύ αργότερα.

Σήμερα γράφτηκαν πολλά για το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και, φυσικά, θα γραφτούν ακόμα περισσότερα. Δυο πράγματα επέλεξα να κρατήσω, στην προσπάθεια να διατηρήσω, πρωτίστως, την εκφραστική μου ψυχραιμία και τη συνολική ισορροπία των συμπερασμάτων μου. Το πρώτο είναι η συνειδητοποίηση ότι μια γενιά μεγάλων πολιτικών ανδρών, με τα σωστά και τα λάθη της, έφτασε στο οριστικό της τέλος. Το δεύτερο είναι ότι δεν θα μπω στη διαδικασία σύγκρισης του αποβιώσαντος με οποιονδήποτε άλλο, ιδίως με τον προσφιλή σε πολλούς τρόπο που συμπυκνώνεται στη φράση “αυτοί μας κατέστρεψαν/ οι άλλοι μας έσωσαν ή θα μας σώσουν ή θα μας είχαν σώσει αν τους είχαμε αφήσει”. Είναι μια μεγάλη κουβέντα για ένα μέσο και μια χρονική στιγμή που στέκονται απρόσφορα μπροστά στις συγκεκριμένες συνθήκες.

Το τέλος μιας εποχής είναι εδώ. Χωρίς καμία παρελθοντολαγνεία, κρατώντας όσα μαθήματα μας δίδαξε, το αποδεχόμαστε και προχωράμε παρακάτω. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με τα άκρα, ας το κάνει. Όποιος στα αλήθεια θέλει να αποδώσει “πολιτική δικαιοσύνη”, θα προσπαθήσει να τα αποφύγει. Το μέγεθος της προσωπικότητας, καλώς ή κακώς δεν συναρτάται από τη συμπάθεια που της τρέφουμε. Αλλά ως πότε θα μαλώνουμε γι’ αυτό; Μάλλον ήταν η τελευταία μας ευκαιρία για να το κάνουμε.

Κεντρική Φωτογραφία: NIKOLAREAS/DASKALAKIS/POUPOULIDOU/NDP PHOTO AGENCY