Μια καθόλου ωραία «πεταλούδα» σε γυμνάσιο της Κυψέλης και η βία πολύ πριν το μαχαίρωμα
- 16 ΔΕΚ 2025
Άλλη μια μέρα σε ένα ελληνικό σχολείο. Και κάπου ανάμεσα στα τετράδια και τις φωνές, μια «πεταλούδα» άνοιξε. Όχι στον δρόμο ή σε κάποια σκοτεινή γωνιά της πόλης. Σε ένα γυμνάσιο της Κυψέλης. Ανάμεσα σε ανήλικες. Με αίματα στο προαύλιο.
Και εμείς ως κοινωνία κάναμε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε πολύ καλά: σοκαριστήκαμε για λίγο, ψιθυρίσαμε «πού πάμε» και «τι γίνεται με τα παιδιά», μιλήσαμε λίγο για τη δράστρια και το θύμα, κλείσαμε το θέμα και συνεχίσαμε. Γιατί έτσι γίνεται πάντα. Μιλάμε για τη βία μόνο τη στιγμή που γίνεται τόσο ωμή που δεν μπορούμε πια να την αγνοήσουμε. Μόνο όταν στάξει αίμα. Και ακόμη και τότε, φροντίζουμε να δούμε μόνο τη μισή εικόνα.
Ναι, υπήρξε ένα κορίτσι-θύμα. Ένα 14χρονο παιδί που από τύχη σώθηκε. Που έβαλε το χέρι στην κοιλιά για να προστατευτεί. Που είδε τη σχολική της καθημερινότητα να μετατρέπεται σε σκηνή τρόμου. Αυτό το παιδί πρέπει να προστατευτεί, να στηριχθεί, να μην ξαναβρεθεί ποτέ μόνο του απέναντι στη βία. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.
Αλλά υπάρχει και το άλλο κορίτσι. Η 16χρονη. Εκείνη που έβγαλε το μαχαίρι. Εκείνη που, σύμφωνα με μαρτυρίες, αφού έβγαλε μαχαίρι, μετά γελούσε. Εκείνη που «ήταν η πρώτη της μέρα στο σχολείο». Εκείνη που είχε ξανακάνει το ίδιο σε άλλα 2 παιδιά. Και εδώ ακριβώς αρχίζει η μεγάλη, εκκωφαντική σιωπή.
Γιατί κανείς δεν φαίνεται να αναρωτήθηκε σοβαρά τι συμβαίνει με αυτό το παιδί; Πώς γίνεται μια ανήλικη να κυκλοφορεί με πεταλούδα στο σχολείο;
Πώς γίνεται να έχει πράξει προηγούμενα περιστατικά βίας και η «λύση» να είναι απλώς μια αλλαγή σχολείου; Σαν να αλλάζουμε καναπέ για να μη φαίνεται ο λεκές. Σαν να λέμε «πάμε παρακάτω» και να ελπίζουμε ότι το πρόβλημα θα ξεχαστεί σε άλλη αυλή, σε άλλο διάδρομο, σε άλλο σχολείο.
Δεν μιλάω για δαιμονοποίηση. Μιλάω για ευθύνη. Για την ευθύνη των ενηλίκων, των θεσμών, της Πολιτείας να δουν εγκαίρως ένα παιδί που φωνάζει όχι με λόγια, αλλά με πράξεις ότι κάτι πάει πολύ στραβά.
Γιατί ένα παιδί που μαχαιρώνει δεν «ξέφυγε» απλώς. Δεν είναι «κακός χαρακτήρας». Είναι ένα παιδί που κουβαλάει βία. Και η βία δεν γεννιέται στο κενό. Μαθαίνεται, βιώνεται, συσσωρεύεται, αγνοείται.
Αλλά είναι πιο βολικό να πούμε ότι το Υπουργείο Παιδείας έδωσε οδηγίες, ότι θα μιλήσει ο ψυχολόγος, ότι θα διερευνηθεί η υπόθεση. Μετά το μαχαίρι. Μετά το αίμα. Μετά τον τρόμο δεκάδων παιδιών που έκλαιγαν στους διαδρόμους.
Και κάπου εδώ αξίζει μια μικρή παρένθεση: η συστέγαση σχολείων. Γιατί όταν 2 (ή περισσότερες) σχολικές μονάδες μοιράζονται τον ίδιο χώρο, μοιράζονται και την ένταση, τις συγκρούσεις, τις γκρίζες ζώνες ευθύνης. Περισσότερα παιδιά, διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικοί κανόνες, λιγότερα μάτια. Όχι, η συστέγαση δεν γεννά από μόνη της τη βία, αλλά τη διευκολύνει να κυκλοφορεί πιο άνετα. Σε διαδρόμους που δεν ανήκουν σε κανέναν, σε αυλές που ποτέ δεν είναι πραγματικά «δικές» τους, σε σχολεία όπου η φροντίδα μοιράζεται όσο και ο χώρος: πρόχειρα. Και όταν κάτι ξεφύγει, κανείς δεν είναι ακριβώς υπεύθυνος.
Η ειρωνεία; Ότι όλοι γνωρίζουν πως αυτά τα περιστατικά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Πάντα υπήρχαν σημάδια. Πάντα κάτι είχε προηγηθεί. Πάντα κάποιος το είχε ακούσει. Αλλά κανείς δεν έκανε αυτό που πραγματικά χρειάζεται: έγκαιρη παρέμβαση, ουσιαστική ψυχιατρική και κοινωνική στήριξη, εισαγγελική εποπτεία όταν μιλάμε για επαναλαμβανόμενη, επικίνδυνη βία.
Γιατί όχι, δεν αρκεί να αλλάξεις σχολείο σε ένα παιδί που βγάζει μαχαίρι κι αρχίζει να μαχαιρώνει. Δεν αρκεί να του πεις «πάμε αλλού, από την αρχή». Δεν αρκεί να κλείσεις τα μάτια και να προσευχηθείς να μη συμβεί το επόμενο. Αυτό δεν είναι φροντίδα. Είναι εγκατάλειψη.
Και τελικά, είναι και βαθιά άδικο. Για το θύμα, που κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του. Για τα παιδιά που έγιναν μάρτυρες. Αλλά και για το ίδιο το κορίτσι-θύτη, που αφέθηκε να συνεχίσει χωρίς πραγματική βοήθεια, χωρίς όρια, χωρίς κάποιον να πει: «Αυτό σταματάει εδώ. Κάτι σοβαρό συμβαίνει και πρέπει να το δούμε τώρα».
Σε μια κοινωνία που δηλώνει ότι προστατεύει τα παιδιά, έχουμε μάθει να παρεμβαίνουμε μόνο όταν είναι πια αργά. Να μιλάμε για βία χωρίς να αγγίζουμε τις ρίζες της. Να ζητάμε ασφάλεια χωρίς να επενδύουμε στη φροντίδα. Να σοκαριζόμαστε, αλλά όχι να αλλάζουμε.
Και κάπως έτσι, μια «πεταλούδα» ανοίγει σε ένα σχολείο, όλοι παγώνουν για λίγο, και μετά συνεχίζουμε σαν να μην είναι θέμα χρόνου να ξανανοίξει αλλού.
Ο επίλογος δεν χρειάζεται δραματικές λέξεις. Χρειάζεται το αυτονόητο: αν δεν αρχίσουμε να βλέπουμε όλα τα παιδιά ως ευθύνη μας, τότε η επόμενη «από τύχη σώθηκε» περίπτωση δεν θα είναι είδηση. Θα είναι προαναγγελθείσα τραγωδία.