OPINIONS

Κρεμασμένοι στο κενό

Tην έβλεπα να κρέμεται από το δεύτερο όροφο, στην πίσω πλευρά του Bataclan, σε αυτό το ερασιτεχνικό video που έδωσε στη δημοσιότητα ο δημοσιογράφος της Le Μοnde – ένα κορμί, μια σκοτεινή, ασύμμετρη γυναικεία φιγούρα, με παντελόνι και κόκκινη ζακέτα, κρεμασμένη από ένα περβάζι, 10-15  μέτρα πάνω από το έδαφος. Δεν ήταν πολύ λεπτή, ίσως ούτε πολύ νέα ή γυμνασμένη. Το μάντευες από την παράξενη ατονία, την απελπισμένη ακινησία της, Δεν ταλαντευόταν, δεν πάλευε να τραβηχτεί πιο  δεξιά ή αριστερά, δεν φώναζε καν για βοήθεια– και ποιος θα την άκουγε μες στο πανδαιμόνιο; Απλά κρεμόταν εκεί, πάνω από τα πτώματα, με το κορμί να τρέμει και να τινάζεται ενστικτώδικα στον αντίλαλο των πυροβολισμών. Ακόμα και τόσες ώρες μετά, μέσα από την ψυχρή οθόνη ένιωθες, σχεδόν τον τρόμο της, τη φρίκη που πάγωνε τα μέλη της. Το φόβο για το χάος που άνοιγε κάτω από τα πόδια της, τη σωματική αγωνία της για τη δύναμη που σιγά σιγά την εγκατέλειπε, κάνοντας τις αρθρώσεις των δακτύλων της να ασπρίζουν, το άκαμπτο σώμα  της που βάραινε, πονούσε, γλίστραγε – «λίγο, αχ, λίγο ακόμα, κάνε Θεέ μου να κρατηθώ λίγο ακόμα, όχι, όχι, όχι, θα πέσω, ΘΑ ΠΕΣΩ!.». Σε ένα άλλο, δεύτερο πλάνο, ένα νεαρό κορίτσι εμφανίζεται στο παράθυρο και την πιάνει από τα δυό της χέρια – θέλει μάλλον να την τραβήξει πάλι μέσα στο κτίριο, αλλά δεν μπορεί, είναι πολύ ισχνό, δεν μπορεί να συγκρατήσει τόση απελπισία. Μετά η κάμερα πήγε αλλού. Δεν είδα τι απέγινε.

Κι όμως. Αυτή η ανώνυμη γυναίκα που κρεμόταν από το 2ο όροφο του Bataclan, οι 127 νεκροί, οι αμέτρητοι τραυματίες ήταν/είναι (;) ένα κομμάτι από μας.

Ήταν σαν εμάς, (άλλωστε, nous sommes tous Parisiens…) μια λίβρα αίμα από την καρδιά της ευρωπαϊκής αθωότητας, από την αδιατάραχτη καθημερινότητά της – απλοί άνθρωποι που ζούσαν, περπατούσαν ερωτεύονταν, διασκέδαζαν, άκουγαν μουσική σε μια πόλη-κομψοτέχνημα, σε ένα – υποτιθέμενο – χωνευτήρι θρησκειών και πολιτισμών με φωτισμένα βουλεβάρτα. Αλλά όχι πια.

Από χτες,  στη γαλλική πρωτεύουσα, οι απλοί άνθρωποι κλείστηκαν έντρομοι στα σπίτια τους . Έξω, κυκλοφορούν μόνο στρατιώτες, ασθενοφόρα και αστυνομικοί. Οι εφημερίδες μιλάνε για «πόλεμο κατά της Γαλλίας». Άλαλοι από τη με φρίκη, μετράμε πτώματα, στο Twitter βγαίνουν διαρκώς αναζητήσεις – «μήπως είδατε αυτό το κορίτσι ;» , τα social media βουλιάζουν από τις προσευχές και τα ψηφιακά δάκρυα. Ο κύκλος τoυ αίματος που άνοιξε στο Charlie Hebdo, στο Βataclan, στο Stade de France, μεγαλώνει κι άλλο, τώρα ο Ολάντ υπόσχεται «ισχυρή απάντηση της ενωμένης Γαλλίας». Που; Πότε; Με ποιους; Σε βάρος ποιών; Δεν ξέρουμε, δεν θέλουμε να μάθουμε και είμαστε πολύ θυμωμένοι για να ρωτήσουμε – η αθωότητά μας πυροβολήθηκε και ασθενεί βαρέως.

Οπότε;  Στρατιωτικός νόμος. Δρακόντεια μέτρα φύλαξης. Αστυνομοκρατία. Απαγόρευση κυκλοφορίας. Κλειστά σύνορα, κλειστές πόλεις, κλειστοί άνθρωποι. Φόβος, καχυποψία. Αντί να αντιμετωπίσει τις αιτίες του πολέμου, η Ευρώπη παίρνει ασπιρίνες για τον καρκίνο,  σηκώνει φράχτες και συρματοπλέγματα, προτάσσει όπλα για να ανακόψει το προσφυγικό κύμα. Το σύνθημα είναι ένα: «ελέγξτε, αστυνομεύστε, κρατήστε το κακό απέξω».  Κι αυτό δεν ξέρω αν είναι απλώς γελοίο ή ολοφάνερα μάταιο – σκέψου να προσπαθείς να συγκρατήσεις ή να αλλάξεις τη ροή  του αφρισμένου ποταμιού που περνάει μέσα από το σπίτι σου με δυό τσουβάλια χώμα πίσω από την πόρτα. Κατά βάθος, το ξέρεις πως δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνει. Γιατί πολύ απλά, το ποτάμι είναι μεγαλύτερο, είναι ατέλειωτο, πολύ απλά η ανάγκη αυτών που δεν έχουν τίποτα για να επιβιώσουν, είναι πιο ισχυρή από το φόβο αυτών που έχουν κάτι να χάσουν.

Και το μίσος δεν ελέγχεται. Σαν το νερό, πάντα θα βρίσκει το δρόμο του, θα τρυπώνει κάτω από πόρτες, από ρωγμές, από χαραμάδες, θα σπρώχνει τις πόρτες, θα παραβιάζει τις ασφάλειες, θα ρίχνει τα αναχώματα και τις οχυρώσεις.

Η πίεση, η δράση και η αντίδραση, είναι απλοί, κοινοί νόμοι της φυσικής, είναι κοινή λογική – το ίδιο και η βαρύτητα. Και η λογική λέει πως μετά το Παρίσι, θα κρεμόμαστε όλοι από ένα παράθυρο, στο 2ο όροφο.