OPINIONS

Εσύ τι κάνεις για τους ανήλικους πρόσφυγες που αγνοούνται;

Δεν έπρεπε να περιμένει κανείς, μα κανείς, αυτή τη φωτογραφία για να αναλογιστεί μια από τις σοβαρότερες πτυχές του προσφυγικού προβλήματος: τι γίνονται τα παιδιά των προσφύγων, μετά το μακρύ, βασανιστικό ταξίδι από τη χώρα τους στην Ευρώπη. Τι γίνονται τα παιδιά που έρχονται με τις οικογένειές τους και τα παιδιά που έρχονται ασυνόδευτα;

Σ’ αυτό το κείμενο, δε θα ήθελα ν’ ασχοληθώ με θέματα όπως η κριτική πάνω στη μεταναστευτική πολιτική της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά. Δε θέλω να πάρω θέση για το αν οι αρμόδιοι φορείς, όπου κι αν βρίσκονται, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους ή όχι. Ούτε θέλω να επαναλάβω φράσεις που ακούγονται καθημερινά στις τηλεοπτικές ανταποκρίσεις από τα νησιά του Αιγαίου ή τα σύνορα με τις άλλες βαλκανικές χώρες. Κυρίως γιατί, από προσωπική εμπειρία, η επανάληψη φράσεων όπως «Οδύσσεια», «αποθήκη ψυχών» και «ανθρώπινα ποτάμια», κάνουν εντύπωση και συγκινούν τον μέσο άνθρωπο δυο – τρεις φορές μόνο, στα πρώτα ακούσματά τους. Διότι, όσο κι αν είναι ακριβείς αυτές οι φράσεις στην περιγραφή μιας κατάστασης, από ένα σημείο και πέρα, συνηθίζονται και δε σημαίνουν τίποτα. Αποκτάμε μια «ρεπορταζιακή αντίληψη» των πραγμάτων και χάνουμε την ουσία.

Δεν ξέρουμε ποια είναι η τύχη τους. Και κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Europol, τα οποία έδωσε στη δημοσιότητα στις αρχές Φεβρουαρίου, αυτή τη στιγμή αγνοούνται τουλάχιστον 10.000 ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες. Συνολικά, ο ακριβής αριθμός των ανηλίκων προσφύγων δε μπορεί να υπολογιστεί με ασφάλεια. Ωστόσο, αν υπολογίσουμε ότι στην Ελλάδα έχουν φτάσει περίπου 900.000 πρόσφυγες, ο αριθμός των ανηλίκων ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες.

Εκπρόσωποι των «Γιατρών του Κόσμου» δήλωσαν πριν λίγο καιρό σε εφημερίδα ότι «τη μάχη για τα ασυνόδευτα ανήλικα, την έχουμε χάσει». Δεν ξέρουμε ποια είναι η τύχη τους. Και κατά πάσα πιθανότητα, δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ.

Κανείς άνθρωπος δεν πρέπει να κατηγορηθεί ποτέ για το γεγονός ότι άφησε την πατρίδα του για να βρει μια καλύτερη τύχη. Διότι, αν είχε τη δυνατότητα να ζήσει με ασφάλεια στη χώρα του, αν υπήρχε κάποια αμυδρή ελπίδα ότι το μέλλον του θα ήταν καλύτερο (ή, έστω, υπαρκτό) εκεί, δε θα επέλεγε να πληρώσει δουλεμπόρους για να μπει σε μια φουσκωτή βάρκα με αβέβαιη την εξέλιξη του ταξιδιού του και της ζωής του μετά από αυτό.

Φυσικά, η παραπάνω άποψη δεν είναι, δυστυχώς, αποδεκτή από πολύ κόσμο. Ο ίδιος αυτός κόσμος, βλέποντας την πιο πάνω φωτογραφία του παιδιού που ταξιδεύει σαν ενήλικας, κουβαλώντας τη μοναδική του περιουσία στα χιλιόμετρα της πορείας του, που δεν ξέρει πότε θα έχει τέλος και ποιο θα είναι αυτό, ίσως, ενδεχομένως, να εκστομίσει ένα απλό «α, το καημένο». «Καημένο». Κάποιοι, πιο ακραίοι (η σωστή λέξη είναι «σκατόψυχοι»), δε θα πουν ούτε αυτό. Θα μιλήσουν για «τη σάρα, τη μάρα» που «κουβαλιέται στη χώρα» και θα ρίξουν το φταίξιμο της κατάστασης ενός ανήμπορου παιδιού στους γονείς του, τους «λαθρομετανάστες», που «το σέρνουν μαζί τους και το ταλαιπωρούν».

Η επιλεκτική ευαισθησία του μέσου ανθρώπου, που λατρεύει να εκτοξεύει τσιτάτα περί του κόσμου, ο οποίος «δε μας ανήκει, αλλά τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας», εξαντλείται κάπου στο «α, το καημένο».

Φτάσαμε στο σημείο να στηλιτεύουμε τα αυτονόητα, τη σκατοψυχιά (συγγνώμη, αλλά δεν υπάρχει άλλη λέξη) του ανθρώπου που ζει μέσα σε μια άρνηση της πραγματικότητας, που καιροσκοπεί, που κρύβεται συχνά πίσω από συνωμοσιολογίες και έχει ξεχάσει – αν βέβαια το ήξερε και ποτέ – ότι θα μπορούσε στη θέση αυτού του παιδιού να βρίσκεται ο ίδιος. Γιατί κάπως έτσι ήταν και οι παππούδες μας, όταν ήρθαν κυνηγημένοι από τον Πόντο, τη Μικρασία ή από όπου αλλού τους έδιωξε ο πόλεμος. Υπό κανονικές συνθήκες, δε θα έπρεπε καν να αναφερθώ σε οικεία παραδείγματα προσφυγιάς. Είναι, όμως, ένας τρόπος να καταδειχθεί η εξαχρείωση πολλών ανθρώπων που δεν «αποδέχονται» το γεγονός ότι κάποιος άνθρωπος αναγκάζεται να αφήσει πίσω του τη ζωή του και ν’ αναζητήσει κάτι καλύτερο για τον ίδιο.

Η επιλεκτική ευαισθησία του μέσου ανθρώπου, που λατρεύει να εκτοξεύει τσιτάτα περί του κόσμου, ο οποίος «δε μας ανήκει, αλλά τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας», εξαντλείται κάπου στο «α, το καημένο». Το ζάπινγκ ή το κλείσιμο του παραθύρου του browser ή η αλλαγή σελίδας της εφημερίδας είναι το σημείο όπου αυτή η ευαισθησία εξανεμίζεται και η σκατοψυχιά επανέρχεται στη θέση της, μετά από κάθε σοκαριστική φωτογραφία, πιο ισχυρή από ποτέ.

Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν; Αρκεί ένα κείμενο σαν αυτό, όπου αναφέρεται ήδη τρεις φορές η λέξη «σκατοψυχιά» και τα παράγωγά της; Όχι, δεν αρκεί κι αυτό είναι αυτονόητο, αλλά, όπως είπα και παραπάνω, τα αυτονόητα έχουν χάσει εδώ και πολύ καιρό το νόημά τους.

Χρωστάμε ένα μέλλον σ’ αυτούς τους ανθρώπους και, κυρίως, σ’ αυτά τα παιδιά. Όχι επειδή το γράφει μια διεθνής σύμβαση που κάποτε υπογράψαμε ως χώρα. Όχι επειδή το λέει ο ΟΗΕ ή οποιοσδήποτε άλλος διεθνής και μη οργανισμός. Όχι επειδή «είμαστε άνθρωποι». Όχι επειδή αυτό υπαγορεύει η επιλεκτική μας ευαισθησία. Όχι επειδή «θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους». Αλλά επειδή έτσι πρέπει. Να βοηθάμε τον αδύναμο. Όχι σε μια ουτοπική ψευδο-ανθρωπιστική βάση. Επί της ουσίας. Γιατί τα λόγια έχουν χάσει το νόημά τους και σε λίγο θα το χάσουν, δυστυχώς, και οι εικόνες. Ας περάσουμε στα έργα. Καθένας ό,τι μπορεί. Μόνο αυτό θα σώσει τον κόσμο.