Αυτό το «Μπορεί να τραβάω αυτούς τους ανθρώπους» της Μαρίνας Καλογήρου που θέλει ανάλυση
- 18 ΙΟΥΛ 2025

Μια εξομολόγηση κακοποίησης είναι εξ ορισμού μια στιγμή συντριβής. Μία κατάθεση ψυχής που μετακινεί τους πάντες, άμεσα και έμμεσα πρόσωπα, τους απλούς ακροατές. Μια δυναμική διαδικασία λύτρωσης και αμηχανίας. Όταν η εμπειρία της κακοποίησης γίνεται ειπωμένο, μια μαύρη, κατάμαυρη ρίζα σαν να ξεριζώνεται μέσα από την ψυχή του θύματος, αφήνοντας χώρο για λίγο παραπάνω οξυγόνο. Η Μαρίνα Καλογήρου, στην τηλεοπτική της συνέντευξη στην Αθηναΐδα Νέγκα επέλεξε να επικοινωνήσει ανοιχτά το πιο σκοτεινό της βίωμα- ένα κρεσέντο πολυμορφικής κακοποίησης από τα 4 έως τα 14, από 4 διαφορετικούς άνδρες, φίλους της οικογένειας και συγγενείς, ξορκίζοντας με έναν ακόμα τρόπο- με κάθε τρόπο πια- «τον κακοποιητή και τον θύτη που κουβαλούσε» όλα αυτά τα χρόνια που είχε πείσει τον εαυτό της πως αυτό το τραύμα το είχε τακτοποιημένο. Δεν ξεπερνιέται ο πόνος αν δεν τον δεις κατάματα.
Τον τελευταίο μήνα η Μαρίνα Καλογήρου βιώνει μία τρομακτική συνειδητοποίηση. Ήταν ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί, με σεξουαλικό τρόπο και κατ’ εξακολούθηση, όπως πολλά ακόμα. «Όταν συνειδητοποίησα πολύ πρόσφατα πόσο κακό μου έχει κάνει και άρχισα να το λέω στις φίλες μου και να μην ντρέπομαι, μου είπαν πάρα πολλοί ότι έχει συμβεί και σε εκείνους», είπε μεταξύ άλλων.
Και είναι αλήθεια αυτό, τα «σιωπηλά» κακοποιημένα θύματα είναι πολύ περισσότερα από όσα αντέχει ένας υγιής νους. Κάθε φορά που μια μαρτυρία κακοποίησης βγαίνει στο φως, τα μηνύματα που λαμβάνουμε ως Μέσο και τα σχόλια κάτω από τα αντίστοιχα posts μαρτυρούν ένα κοινό βίωμα στα όρια του συλλογικούς τραύματος. «Ήμουν κι εγώ θύμα κακοποίησης», «τα ίδια πέρασα κι εγώ». «ξέρω πώς είναι».
Το επιβεβαίωσε και η Μαρίνα Καλογήρου με την πρώτη ανάρτησή της μετά τη δημόσια εξομολόγηση. Μέσα σε ένα 24ωρο έλαβε πάνω από 1.000 μηνύματα και γράμματα από άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν παιδιά.
Το στομάχι φιόγκος για άλλη μία φορά.
Η Μαρίνα Καλογήρου τα είπε όλα με ειλικρίνεια. Εξήγησε με ψυχραιμία για τον τρόπο που ο ψυχισμός της επέλεξε να κάνει απώθηση τη φρίκη μέσω της ωραιοποίησης, έδειξε την έκπληξή της για το πώς όλο αυτό το βάρος αντί να βουλιάξει και να την πάρει μαζί του, αναζήτησε χαραμάδα και βγήκε στην επιφάνεια μέσω της ψυχοθεραπείας.
Άκουσα τα λόγια της ξανά και ξανά, προσπάθησα να μπω στη θέση της και στάθηκα επίμονα σε ένα σημείο- πέρα από την καθ’ αυτή μαρτυρία της. Είναι μια φράση που είπε μεταξύ άλλων στην εισαγωγή της. Αυτό το «μπορεί να τραβάω αυτούς τους ανθρώπους», αναφερόμενη στα άτομα που την κακοποίησαν.
Αυτή την εικασία που την λες και διαπίστωση την έχουμε ακούσει αρκετά. Την έχουμε πει πολλές αλλά και πολλοί. Είτε μεταξύ αστείου και σοβαρού, είτε στην κορύφωση ενός προσωπικού δράματος, μετά από έναν κακό χωρισμό, μέσα από τη συνειδητοποίηση πως ένας από «αυτούς τους ανθρώπους» βρήκε χώρο κι έδρασε πληγωτικά, στην «καλύτερη» σαν εν δυνάμει, στη χειρότερη ξεκάθαρα κακοποιητικά. Είναι μια φράση που λέμε για τους άλλους, αλλά κατά βάθος στρέφεται με φόρα σ’ εμάς.
Γιατί όμως να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Γιατί να χρεωθεί το θύμα, μοιρολατρικά το φταίξιμο του άλλου;
Τι εννοούσε η Μαρίνα Καλογήρου; Σε γενικές γραμμές, αληθεύει ότι ένα κακοποιημένο άτομο είναι πιθανό να αισθάνεται ότι φέρει μερίδιο ευθύνης σε μεγάλο βαθμό για ό,τι του συνέβη, ακόμα και σε μία τόσο τρυφερή ηλικία; Δηλαδή, είναι δυνατόν να έχει πείσει τον εαυτό του ότι κατά κανόνα λειτουργεί σαν μαγνήτης για λάθος ανθρώπους;
«Δυστυχώς, πρόκειται για μια μεγάλη και τραγική ταυτόχρονα αλήθεια. Είναι ένα φαινόμενο που έχει σοβαρές πιθανότητες να παρουσιαστεί σε ανθρώπους που κακοποιήθηκαν στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής τους», εξηγεί η ψυχοθεραπεύτρια/ ψυχολόγος Κλαίρη Σειραδάκη.
Αυτό συμβαίνει για 2 βασικούς λόγους. «Ο ένας είναι διότι ενώ ως ενήλικας το κακοποιημένο άτομο γνωρίζει με την λογική ότι αυτό που υπέστη είναι κακό, δεν παύει ωστόσο να είναι το συνηθισμένο του, το οικείο του, το γνώριμό του, αυτό το οποίο έχει αναγκαστεί να διαχειριστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Αν δηλαδή ένα παιδί έχει έναν πατέρα κακοποιητικό, παρόλο που το γεγονός αυτό το διαλύει, εξοικειώνεται τόσο πολύ με την κατάσταση και πιστεύει ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Κάνει όπως λέμε στην ψυχοθεραπεία “normalisation” μιας μη ομαλής κατάστασης. Μιας αρρωστημένης κατάστασης».
Όπως εξηγεί η ψυχολόγος, το κακοποιημένο άτομο συχνά, όχι μόνο δεν μπορεί να διαχειριστεί το χάδι, την αγκαλιά, την τρυφερότητα, αλλά πολλές φορές είναι πιθανό να μπλοκάρει με αυτά, ακριβώς επειδή δεν τα έχει εισπράξει ποτέ και επομένως δεν νιώθει άνετα μέσα σε αυτά.
Ο άλλος λόγος είναι ότι αυτό το άτομο έχει πειστεί από τα πιο καθοριστικά πρότυπα της ζωής του, ότι δεν αξίζει κάτι περισσότερο από αυτό που βιώνει. Τον πόνο, τον εξευτελισμό, την κακοποίηση. Η κακοποίηση έχει ταυτιστεί με την αγάπη.
«Το κακοποιημένο άτομο έχει μάθει ότι το πρόσωπο φροντίδας μπορεί να είναι και πηγή αβάσταχτου πόνου ταυτόχρονα. Πρόκειται για ένα σαμποτάζ στην ευτυχία. Νιώθει ότι η ευτυχία δεν του αξίζει».
Ένα τέτοιο παιδί λοιπόν, θα μπορούσε αργότερα ως ενήλικας να επιλέγει συστηματικά κακοποιητικούς συντρόφους, όχι επειδή το θέλει πραγματικά ή επειδή περνάει καλά μαζί τους, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για μια γνώριμη κατάσταση, στην οποία νιώθει οικεία ή έχει πείσει τον εαυτό του ότι αυτό του αξίζει. Και τότε, όπως εξηγεί η Κλαίρη Σειραδάκη, «είναι που εγκλωβίζεται σε έναν αέναο φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενης κακοποίησης από όλους τους συντρόφους στη ζωή του, είτε γιατί αυτό ξέρει καλά, είτε γιατί αυτό αξίζει. Αυτά τα τόσο σημαντικά και αγαπημένα πρόσωπα που ως σύντροφοι, θα έπρεπε να προσφέρουν μόνο αγάπη, φροντίδα και τρυφερότητα».
Ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει αυτό που του συμβαίνει με τον δικό του τρόπο- κι αυτό αφορά κυρίως τις αρνητικές εμπειρίες-. Κανένα μοτίβο δεν πρέπει να μας ξενίζει, για κανένα δεν πρέπει να ζητάμε εξηγήσεις, ειδικά όταν δεν αφορά τη ζωή μας. Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε- για άλλη μια φορά- είναι πως τα στόματα πρέπει να ανοίγουν και να μιλάνε.
Και τα μάτια να είναι ορθάνοιχτα, να μην αλληθωρίζουν μπροστά στο αφόρητο.
Όπως έγραψε και η Μαρίνα Καλογήρου «Ας ανοίξουμε τα μάτια να τους δούμε. Ας εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας να μην το δέχονται. Ας τα εκπαιδεύσουμε να μιλάνε αμέσως για ό,τι συμβεί. Ας πάρουμε βοήθεια για να βγάλουμε στο φως τις πληγές και το σκοτάδι μας. Ο πόνος υπάρχει εκεί και όταν τον σκάβεις, τελικά δεν πονάει, μόνο απελευθερώνει και μεταμορφώνει».