ΠΑΙΔΙ

Τι συμβαίνει με την παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα; Ο Γιάννης Πανούσης και η Όλγα Θεμελή απαντούν

Istock

Τα νούμερα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς για την παιδική κακοποίηση είναι σοκαριστικά. Το 2024 το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού ανέφερε ότι τουλάχιστον 4000 παιδιά κακοποιούνται σοβαρά στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Περισσότερα από 100 πεθαίνουν και πάνω από 100 μένουν με σοβαρές αναπηρίες. Τι έχει συμβεί και κακοποιούνται αυτοί που πρώτοι απ’ όλους θα έπρεπε να προστατεύονται. Τι δείχνει αυτό για την ελληνική κοινωνία, αλλά και τι συμβαίνει όταν κάποιος αποφασίζει να μιλήσει; Γιατί τα νούμερα που αφορούν την παιδική κακοποίηση είναι τόσο απογοητευτικά; Και πόσο ενδεικτικά είναι της πραγματικής έκτασης του φαινομένου;

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πολλές υποθέσεις που απασχόλησαν επί μήνες την επικαιρότητα και είχαν να κάνουν με παιδιά που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά ή που έχασαν τη ζωή τους στα χέρια των φροντιστών τους. Ο φακός της δημοσιότητας έπεσε πάνω τους με νοσηρή περιέργεια, με αναλγησία, με τη διάθεση ενός ακόμα «θηρευτή». Και όταν «αντικαταστάθηκαν» από το επόμενο έγκλημα, διαπιστώσαμε ότι καμία απορία που γεννήθηκε δεν πήρε απάντηση, τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε για την πρόληψη, κανείς δεν αναρωτήθηκε για την επόμενη μέρα. Τα θύματα που ενδεχομένως επαναθυματοποιήθηκαν πέρασαν στη λήθη για το ευρύ κοινό και το «βιβλίο» της παιδικής κακοποίησης έκλεισε εξίσου απότομα σε ό,τι αφορά τον δημόσιο διάλογο.

Η 19η Νοεμβρίου είχε κηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης του Παιδιού με πρωτοβουλία της Women’s World Summit FoundationΤον κι εμείς ανοίγουμε τον φάκελο «παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα» με τους πλέον ειδικούς. Ζητήσαμε από τον Καθηγητή Εγκληματολογίας, πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου Θράκης και πρώην υπουργό Γιάννη Πανούση και από την Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Όλγα Θεμελή, με το πλούσιο ερευνητικό της έργο στο ζήτημα της παιδικής κακοποίησης, που εκτός πολλών άλλων έχει υπάρξει και Ειδικός Επιστήμονας στον Κύκλο για τα Δικαιώματα του Παιδιού στον Συνήγορο του Πολίτη, Πρόεδρο του ΚΕΣΑΘΕΑ και μέλος νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για τα ανήλικα θύματα, να μας μιλήσουν για την παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα.

Ρωτήσαμε τον Γιάννη Πανούση για την κακοποιήση παιδιών στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και τη σύνδεση- αν υπάρχει- μεταξύ παιδικής κακοποίησης και εγκληματικότητας ανηλίκων. Η Όλγα Θεμελή μάς μίλησε για το τι συμβαίνει όταν ένα παιδί καταγγείλει την κακοποίησή του, και πώς μπορεί να αποφευχθεί η επαναθυματοποίησή του. Τελικά πώς μπορούμε να φτιάξουμε μία κοινωνία πιο ασφαλή για τα παιδιά; Ο λόγος στους ειδικούς.

Όλγα Θεμελή: «Το πεδίο της προστασίας του “μικρού” ανθρώπου είναι κατά κύριο λόγο ζήτημα ανθρωπισμού»

παιδική κακοποίηση, Όλγα Θεμελή, Γιάννης Πανούσης

H Όλγα Θεμελή, που έχει ασχοληθεί επισταμένα ερευνητικά με την παραβίαση της γενετήσιας ζωής των ανηλίκων εξηγεί για ποιο λόγο αυτά τα εγκλήματα παραμένουν «αόρατα», τι συμβαίνει μετά την καταγγελία ενός παιδιού και πόσο υπάρχει δυνατότητα να αποφευχθεί ο επανατραυματισμός του στην πορεία προς τη δικαίωση. Ποιος είναι ο ρόλος των Media σε όλα αυτά και ποιος θα έπρεπε να είναι; Η Όλγα Θεμελή απαντά.

«Τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας των ανηλίκων αποτελούν την κατ΄ εξοχήν αφανή εγκληματικότητα. Πρόκειται για τα μη καταγεγραμμένα σε αριθμούς και στατιστικές αδικήματα, τα οποία θα παραμείνουν μυστικό ανείπωτο, θαμμένα κάτω από την κορυφή του παγόβουνου – τη μόνη εικόνα που βλέπουμε- η οποία ωστόσο απέχει πολύ από την αλήθεια. Αναφερόμαστε δε για εγκλήματα ιδιαίτερης κοινωνικής βλάβης. Οι αριθμοί μπορεί μεν να αντιπροσωπεύουν τεκμηριωμένες περιπτώσεις οι οποίες καταγγέλθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας, αποτυγχάνουν ωστόσο να αντικατοπτρίσουν το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Τα εν λόγω εγκλήματα πρέπει να μας θυμίζουν ότι το πραγματικά ειδεχθές έγκλημα είναι αθέατο, αόρατο και ανεύρετο», αναφέρει η καθηγήτρια εγκληματολογικής ψυχολογίας και εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό.

«Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το θύμα επιλέγει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων την απώθηση, την άρνηση και τελικά την απόκρυψη. Ο ψυχικός κατακερματισμός, ο εκφοβισμός, η ντροπή, οι ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, “ισχυρού” και αδύναμου, “ευυπόληπτου” ενήλικα και “ασήμαντου” παιδιού. Γιατί ακόμα κι όσοι γνωρίζουν για τη σεξουαλική του παραβίαση, επιλέγουν επίσης τη σιωπή και την αποφυγή οποιασδήποτε εμπλοκής για “ιδία προστασία”».

Όλγα Θεμελή: «Η επίκληση της άγνοιας, η άρνηση και πολύ συχνά η συγκάλυψη, αποτελούν δυστυχώς πάγιες τακτικές του οικογενειακού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου του θυματοποιημένου ανήλικου. Μια ατελείωτη συνωμοσία της σιωπής. Πώς υπό αυτούς τους όρους να ειπωθεί το ανείπωτο;»

 «Γιατί ακόμα κι όταν το ίδιο αποφασίσει να μιλήσει, συναντά ένα ανυπέρβλητο τείχος εμποδίων, το οποίο αδυνατεί να υπερπηδήσει. Μηχανισμοί δυσκίνητοι, απρόθυμοι, χρονοβόροι που ματαιώνουν κάθε προσπάθεια αποκάλυψης και υποστήριξης της ουσιαστικής αλήθειας. Γιατί η έλλειψη ιατροδικαστικών ευρημάτων (εντοπίζονται μόνο στο 5% περίπου των περιπτώσεων) συνεπάγεται αυτόματα και τη μειωμένη αξιοπιστία της κατάθεσής του. Ας λάβουμε παράλληλα υπόψη μας την παραβίαση θεμελιωδών δικονομικών εγγυήσεων που επιβάλλουν τη μυστικότητα της προδικασίας και τη διαπόμπευση των θυμάτων μέσα από το αδηφάγο φακό των ΜΜΕ. Η χρόνια αυτή ανοχή όλων των παραπάνω οδηγεί τα παιδιά νομοτελειακά στην απόκρυψη των εγκλημάτων της γενετήσιας αξιοπρέπειάς τους. Ο σκοτεινός αριθμός του εγκλήματος αυξάνει και … το σκοτάδι βαθαίνει», επισημαίνει.

Ποια είναι η πραγματικότητα που περιμένει ένα παιδί αφού καταγγείλει;

Σίγουρα δεν είναι περίπατος. Μοιάζει περισσότερο με μαραθώνιο μετ’ εμποδίων. Η Όλγα Θεμελή περιγράφει την αποκαρδιωτική εικόνα.

«Αν και το δικαιικό μας σύστημα διαθέτει ένα πλούσιο νομικό οπλοστάσιο για την προστασία της ανηλικότητας, έχοντας υιοθετήσει μια σειρά από δικαιογενεσιουργικούς κανόνες, αθετεί συστηματικά την εφαρμογή τους. Έτσι το θύμα που αποκαλύπτει την κακοποίησή του του καλείται να αντιμετωπίσει μηχανισμούς που δεν ανταποκρίνονται στην ηλικία του και δεν προσαρμόζονται στο αναπτυξιακό του στάδιο. Το δε παιδί, όπως τονίζει και ο Μπουρτνιέ, δεν “κουβαλάει μόνο την ηλικία του αλλά και το κοινωνικο-πολιτισμικό του κεφάλαιο”.

Πολλαπλές -συχνά επαναλαμβανόμενες και πολύωρες καταθέσεις- σε ακατάλληλους χώρους από επαγγελματίες δίχως καμία εξειδικευμένη εκπαίδευση. Ιατροδικαστικές υπηρεσίες, αστυνομικά τμήματα, ανακριτικά και εισαγγελικά γραφεία, ιδιωτικοί χώροι τεχνικών συμβούλων. Ένα ανελέητο ψυχικό σφυροκόπημα. Γνωρίζετε ότι υπάρχουν παιδιά που εξετάζονται για ιατρικά ευρήματα σε νεκροτομεία;

Ουκ έστιν αριθμός εμπλεκόμενων προσώπων και χρονοβόρων, καφκικών διαδικασιών που απέχουν τόσο πολύ από το ιδεώδες των θεμελιωδών και οικουμενικών αρχών της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ), 33 χρόνια μετά την κύρωσή της από τη δικαιοταξία μας!», σημειώνει και συνεχίζει.

Όλγα Θεμελή: «Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες υποθέσεις τελεσιδίκησαν, 12 ή ακόμα και περισσότερα χρόνια μετά τις καταγγελίες των θυμάτων. Σε αυτή τη χρονοβόρα και δαιδαλώδη διαδρομή, τα θύματα έχουν πια “απωλέσει” την παιδική τους ηλικία, κυριολεκτικά και συμβολικά».

«Πρόκειται ως εκ τούτου για μια εξαιρετικά δυσχερή και συνάμα τραυματική διαδικασία. Η αργή απονομή της Δικαιοσύνης έναντι της ταχείας, η εχθρική προς τα παιδιά Δικαιοσύνη, έναντι της φιλικής, η επαναθυματοποιήση έναντι της προστασίας. Κατ’ επέκταση, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τις ανυπέρβλητες δυσκολίες παιδιών που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες και όπως γνωρίζουμε από τη διεθνή βιβλιογραφία, υπερεκπροσωπούνται ανάμεσα στα θύματα. Πώς θα βρει μέσα σε αυτό το Σύστημα το δρόμο της η φωνή ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας, ενός θύματος με αυτισμό, με νοητική υστέρηση ή άλλες ειδικές ανάγκες; Πώς θα αντέξει αυτές τις διαδικασίες σύνθλιψης ένα προσφυγόπουλο, ένας ασυνόδευτος ανήλικος ή ένα κορίτσι Ρομά; Πώς θα προασπιστούν την αλήθεια τους παιδιά των ιδρυμάτων όταν η επιβίωσή τους εξαρτάται αποκλειστικά από αυτά; Είναι τα περιστατικά εκείνα που χάνονται στο “σκοτάδι”, αυξάνοντας δραματικά τα αδιερεύνητα ποσοστά της αφανούς εγκληματικότητας», καταλήγει η Όλγα Θεμελή.

Υπάρχει τρόπος ένα παιδί να μην επαναθυματοποιηθεί σε αυτή τη χρονοβόρα πορεία προς τη δικαίωση; Η νομοθεσία υπάρχει, η εφαρμογή της επείγει.

«Οι απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα είναι κρίσιμες: με ποιες διαδικασίες εξετάζεται ένα παιδί όταν αποκαλύψει; Με ποιες επιστημονικές μεθόδους; Ποιοι επαγγελματίες του Συστήματος Δικαιοσύνης διαθέτουν ειδικές γνώσεις και επάρκεια προκειμένου να λάβουν την κατάθεσή του αποφεύγοντας την επαναθυματοποίηση και τον επανατραυματισμό του; Πόσες φορές, για πόση ώρα, σε πόσους “ειδικούς”, σε πόσες διαφορετικές δομές, φορείς και άλλα οικήματα;

Πώς είναι δυνατή μέσα σε όλο αυτό το τρομακτικό πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω η προστασία της ανηλικότητας και η τήρηση των επιταγών του εμβληματικού άρθρου 3 της ΔΣΔΠ, το οποίο θεσπίζει την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού; Είναι άραγε προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού η εμπλοκή του στον παραπάνω μηχανισμό; Είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του η με εισαγγελική εντολή “προστατευτική φύλαξη” σε νοσοκομείο για ενήλικες αρρώστους για αόριστο χρονικό διάστημα, λόγω της αδυναμίας φιλοξενίας του σε κατάλληλο πλαίσιο;», αναρωτιέται η καθηγήτρια.

«Όπως ορθά υπογραμμίζει η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού “η πλήρης εφαρμογή της έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας προσέγγισης με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τη συμμετοχή του συνόλου των εμπλεκομένων φορέων, ώστε να διασφαλίζεται η ολιστική σωματική, ψυχολογική, ηθική και πνευματική ακεραιότητα του παιδιού και να προάγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπειά του” (Γενικό Σχόλιο αριθ. 14, 2013). Τι ακριβώς διασφαλίζεται για ένα ανήλικο θύμα στη δικής μας δικαιοπολιτεία;

 

Για την αποφυγή του επανατραυματισμού του απαιτείται πρωτίστως η εφαρμογή των επιταγών της νομοθεσίας. Δεν αρκεί η απλή επίκληση, αλλά η ευθυγράμμιση μας με τις θεμελιώδεις αρχές της Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού και τις επιταγές της φιλικής προς τα παιδιά Δικαιοσύνης, όπως αυτές έχουν υιοθετηθεί εδώ και χρόνια από το Συμβούλιο της Ευρώπης», επισημαίνει και συνεχίζει αναφέροντας τι πρακτικά σημαίνει αυτή η «ευθυγράμμιση».

«Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων: την εφαρμογή του εξειδικευμένου δομημένου δικανικού πρωτοκόλλου που έχει υιοθετήσει η έννομη τάξη μας ήδη από το 2019, την εκπαίδευση όλων των εμπλεκόμενων επαγγελματιών, τη λήψη της κατάθεσης σε έναν ασφαλή και φιλικό προς την ανηλικότητα χώρο. Ασφαλώς τέτοιοι χώροι δεν είναι σε καμία περίπτωση το αστυνομικό τμήμα, το δικαστήριο, η εισαγγελία ή ένα νοσοκομείο, ακόμα κι αν εκεί έχει προβλεφθεί η διαμόρφωση ενός δωματίου υποδοχής παιδιών.

Σε όλες σχεδόν τις χώρες που διαθέτουν έναν νομικό πολιτισμό, πολλαπλασιάζονται οι βέλτιστες πρακτικές και δημιουργούνται ολοένα και περισσότερα “Κέντρα Συνηγορίας του Παιδιού” (“Child Advocacy Centers”) ή διαφορετικά τα “Σπίτια του Παιδιού” (“Barnahus”). Παρά τις δικαιοπολιτικές υπαγορεύσεις, στη χώρα μας τα παιδιά εξακολουθούν και καταθέτουν σε ακατάλληλους χώρους ενώ τα “Σπίτια του Παιδιού” που λειτουργούν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη υιοθετούν ένα “υβριδικό μοντέλο”, που απέχει πολύ από τις διεθνείς καλές επιταγές, αν και έχουν θεσμοθετηθεί ήδη από το 2017 (π.χ υποστελέχωση, ανυπαρξία διεπιστημονικής ομάδας, απουσία παροχής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος υπηρεσιών όπου όλα λαμβάνουν χώρα μέσα στο Σπίτι του Παιδιού “κάτω από την ίδια σκεπή”, κ.ά) κατά τα διεθνή πρότυπα. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση οπισθοδρόμησης του νομικού μας πολιτισμού», τονίζει.

Ο ρόλος των ΜΜΕ

Για την Όλγα Θεμελή ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας μπροστά στην καταγγελία είναι και ο χειρισμός τέτοιων υποθέσεων από τα ΜΜΕ. «Τα ΜΜΕ αναπαράγουν τις περισσότερες φορές τις κυρίαρχες ιδεολογίες για το έγκλημα και την εγκληματικότητα. Συχνά μάλιστα λειτουργούν επιλεκτικά, ανάλογα με την κοινωνική αναγνώριση του δράστη. Τις περισσότερες ωστόσο φορές εμπορευματοποιούν το έγκλημα και τους πρωταγωνιστές του. O φόβος δημοσιοποίησης της υπόθεσης στα ΜΜΕ, αποτρέπει το ανήλικο θύμα από την καταγγελία της πράξης. Δυστυχώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων κατά παράβαση κάθε αρχής δημοσιογραφικής δεοντολογίας -κυρίως δε κατά παράβαση της δικονομικής επιταγής για το απόρρητο των προδικαστικών ενεργειών- οι καταθέσεις των παιδιών διαρρέουν αυτούσιες. Πρόκειται για κατ΄ επανάληψη κακοποιητικές τακτικές που οδηγούν σε έναν διαρκή επανατραυματισμό ενός παιδιού, συνήθως μάλιστα μέσα από τον αδηφάγο φακό της τηλεόρασης με όρους εντυπωσιοθηρίας.

Τα ΜΜΕ θα μπορούσαν αναμφίβολα να συνεισφέρουν σημαντικά στη συγκρότηση ενός κοινού αξιακού χώρου με πρώτιστο μέλημα την προστασία και την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού».

Όλγα Θεμελή: «Αναζητείται επειγόντως ένας άλλος δημοσιογραφικός πολιτισμός που θα συμβάλλει στην προστασία της ανηλικότητας, δίχως να την ευτελίζει μετατρέποντάς την σε ένα “θέαμα” υψηλής τηλεθέασης με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα παιδιά».

Μπορώ στο σημείο αυτό να σας θυμίσω -σε εκπομπή μεγάλης τηλεθέασης- τη λεπτομερή ανάγνωση ευρημάτων ανατριχιαστικής ιατροδικαστικής εξέτασης που αφορούσε το βιασμό ανήλικης. Δεν υπήρξε στη καμία συνέπεια μολονότι η εν λόγω συμπεριφορά συνιστά αξιόποινη πράξη. Ποια είναι άραγε η συμβολή του ΕΣΡ ως συνταγματικά κατοχυρωμένης Ανεξάρτητης Αρχής στην εμπέδωση της αρχής της νομιμότητας και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων ενός παιδιού;», επισημαίνει.

Για την Όλγα Θεμελή δεν αρκεί να γιορτάζουμε ημέρες για τα Δικαιώματα του Παιδιού για να τα προστατεύσουμε. Ο σεβασμός σε αυτά τα δικαιώματα, όπως και η ενσυναίσθηση απέναντι σε όσους «μικρούς» ανθρώπους τα δικαιώματα των οποίων παραβιάστηκαν ίσως να ήταν πιο αποτελεσματικά εργαλεία.

«Δεν αρκεί ο εορτασμός παγκόσμιων ημερών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Το πεδίο της προστασίας του “μικρού” ανθρώπου είναι κατά κύριο λόγο ζήτημα ανθρωπισμού. Φέρει ένα βαρύ αξιακό φορτίο και συνδέεται βαθιά με μια ιδεαλιστική πίστη που δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Συνδέεται με το αποτύπωμά μας στον κόσμο.

Η ανοχή στην υιοθέτηση κακοποιητικών πρακτικών, η μη συναισθητική απόκριση στις ανάγκες των ανήλικων θυμάτων και η παραβίαση συνταγματικών και διεθνών επιταγών για την προστασία τους, συνιστούν σε μια έννομη τάξη μια συμπεριφορά αυτοϋπονόμευσης που οδηγεί σε έναν κοινωνικό αυτοτραυματισμό. Γιατί όπως υποστήριζε ο ανθρωπιστής και ο οραματιστής, Γιάνους Κόρτσακ: “Τα παιδιά δεν είναι οι πολίτες του αύριο. Είναι οι πολίτες του σήμερα”», καταλήγει.

Γιάννης Πανούσης: «Παιδί- δράστης και παιδί- θύμα συγκροτούν κάποια αλυσίδα με εγκληματολογικό ενδιαφέρον;»

Ο Γιάννης Πανούσης ανέλυσε τη σκέψη του λαμβάνοντας υπόψη τόσο «την ποσοτική αύξηση της παραβατικότητας/εγκληματικότητας των ανηλίκων (ιδίως με θύματα συνομήλικους), όσο και «την αύξηση της κακοποίησης νέων παιδιών, κυρίως μέσα στην οικογένεια» που διαπιστώνεται προφανέστατα γύρω μας.

«Ερώτηση κρίσιμη: συνδέονται αυτά τα 2 φαινόμενα,δηλαδή παιδί- δράστης και παιδί– θύμα συγκροτούν κάποια αλυσίδα με εγκληματολογικό ενδιαφέρον;», σημειώνει ο Γιάννης Πανούσης προτού μελετήσει την κακοποίηση ως σύμπτωμα της ενδοοικογενειακής βίας.

Η κακοποίηση ως σύμπτωμα της ενδοοικογενειακής βίας

«Για να απαντηθεί αυτό το κρίσιμο ερώτημα δεν αρκεί να διαβάζουμε στατιστικές κι αριθμούς, καθώς εκτός από τις δημοσιογραφικές περιγραφές, δεν διαθέτουμε πολλά ποιοτικά στοιχεία για δράστες (ενήλικες ή ανήλικους) και για θύματα (ανήλικους). Πού ζουν, πώς ζουν, τι σκέφτονται, ποιο αξιακό σύστημα ακολουθούν στη ζωή τους;», σημειώνει αρχικά

Από την άλλη σχετικά με το παιδί- θύμα κακοποίησης πρέπει να διερευνήσουμε αν υπάρχει από την πλευρά του δράστη/των δραστών κάποια σαδιστική διάθεση, κάποια μορφή εκμετάλλευσης (σεξουαλική ή άλλη), κάποια ανθρωποκτόνος βούληση ή αν η επιθετικότητα και η ένταση μέσα στην οικογένεια ξεφεύγει του ελέγχου και καταλήγει σε εγκληματική βία.

 Δεν αρνούμαι ότι το φαινόμενο είναι ενδεικτικό μιας κοινωνικής αποδιοργάνωσης, όμως κανένα κοινωνικό πρόβλημα που αποκτά προσωπικές ψυχολογικές διαστάσεις και οδηγεί σε διαπροσωπικές εντάσεις και ακύρωσης του/της “άλλου/άλλης”, δεν ερμηνεύεται μονοπαραγοντικά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δράστη (π.χ. αλκοολικός, βίαιος κ.λπ.) μέχρις ενός ορισμένου σημείου μπορεί να φωτίσουν την επικίνδυνη κατάσταση», επισημαίνει.

«Είναι βέβαιο ότι σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες ειδικές “οικογενειακές” ομάδες, διάφορες συναισθηματικές οντότητες κινούνται με το δικό τους “κώδικα σχέσεων” και (αντι)κοινωνικής ηθικής, συχνά απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινότητα και χρησιμοποιούν τη βία, ιδίως κατά των πλέον ευάλωτων παιδιών, άλλοτε σαν μηχανισμό επιβολής κι άλλοτε σαν εκδίκηση απευθυνόμενη σε άλλο μέλος της συμβιωτικής ομάδας», σημειώνει και συνεχίζει μιλώντας για την οικογένεια που και στη δική μας κουλτούρα θεωρείται ότι φέρει χαρακτηριστικά  που αποδεικνύονται περισσότερο κοντά στον «μύθο» και λιγότερο κοντά στην πραγματικότητα.

Γιάννης Πανούσης: «Ο μύθος της φιλικής, συναισθηματικής, λειτουργικής οικογένειας έχει διαψευσθεί από διάφορα συμπτώματα αποδιοργάνωσης, ανάμεσα στα οποία πρωταρχική θέση καταλαμβάνει η βία».

«Μολονότι η βία δεν είναι εγγενές στοιχείο της οικογενειακής συνύπαρξης ούτε αναγκαστικά προκύπτει από αισθήματα απόλυτης αγάπης- “κατοχής, η χρήση και κατάχρηση “δύναμης επιβολής” δεν λείπει από τις ενδοοικογενειακές σχέσεις .

Η βία στο σπίτι δεν συγκροτεί ένα (ενιαίο) “παράδειγμα”. Είναι ένας όρος που αναφέρεται σε διαφορετικές εμπειρίες κι επιδέχεται πολλές ερμηνείες (από διαταραγμένες προσωπικότητες μέχρις άρρωστες σχέσεις και ανύπαρκτες δομές). Βιολογία, ψυχολογία, ψυχανάλυση, κοινωνιολογία, ρόλοι και πολιτιστικό/ οικολογικό περιβάλλον επιχειρούν να δώσουν μία κοινά αποδεκτή απάντηση, αλλά μάλλον γενικεύουν καθώς η ίδια η έννοια της οικογένειας διευρύνεται ή συρρικνώνεται κατά περίπτωση κι εποχή. Η ψυχοδυναμική της ενδοοικογενειακής βίας διαμορφώνει όρους κυκλικής αιτιότητας, όπου το αίτιο γίνεται αποτέλεσμα κι αντίστροφα.

Η καταπίεση και η εξουσία, η υποτίμηση/ ταπείνωση, οι ενοχοποιήσεις/ απενοχοποιήσεις, οι πρωτογενείς/ δευτερογενείς θυματοποιήσεις (με εμπλοκή και των ΜΜΕ), οι σκοτεινοί αριθμοί μη-καταγγελιών, η ντροπή και ο φόβος, η προστασία των αδύναμων (παιδιών), όλα αυτά παρεισφρέουν συμβάλλοντας είτε στην απόκρυψη, είτε στη δικαιολόγηση», αναφέρει ο καθηγητής.

Η κακοποίηση που επιστρέφει ως «μπούμερανγκ» και το θύμα γίνεται θύτης

Στη συνέχεια ο Γιάννης Πανούσης προσπαθεί να διαπιστώσει ποια θα μπορούσε να είναι η «κόκκινη κλωστή» που «συνδέει εγκληματολογικά έναν ανήλικο- θύμα κακοποίησης (στο σπίτι, στο σχολείο ή στον δρόμο), ώστε να καταστεί ο ίδιος θύτης, ίσως και δράστης κακοποίησης άλλου».

«Τα ποσοτικά στοιχεία δεν μπορεί ν’ αποτελούν κάποιο κρίσιμο παράγοντα, αφού προφανώς υπάρχει μεγάλος σκοτεινός αριθμός στα εγκλήματα αυτού του τύπου. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις case studies, όπου γνωρίζουμε ότι ο νυν δράστης υπήρξε κάποτε θύμα, αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να ερμηνεύσει το διαπραχθέν έγκλημα, το οποίο μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τη φυσική ή ψυχολογική κακοποίηση που είχε υποστεί ή με τους συγκεκριμένους δράστες/ νυν θύματα.

Επειδή αυστηρώς ερευνητικά δεν διαθέτουμε, μοιάζει να είναι δύσκολο να διαμορφώσουμε ένα θεωρητικό μοντέλο. Παρά ταύτα θα καταθέσω μία προσέγγιση,που προφανώς δεν καλύπτει κάθε παρόμοιο γεγονός, αλλά ίσως φωτίζει κάποιες πλευρές της πραγματικότητας», εξηγεί και στη συνέχεια «φωτίζει» σημεία γύρω από την ψυχολογία του κακοποιημένου παιδιού που αξίζει να γνωρίζεις.

«Το παιδί-θύμα συνήθως είναι το πλέον ευάλωτο ή δυσπροσάρμοστο σε μία οικογένεια (παιδί- στόχος) ή το πιο παράταιρο στο χώρο. Το κακοποιημένο παιδί κουβαλάει τη θλίψη, την απόσυρση, το κλείσιμο στον εαυτό του, την απάθεια, την παθητικότητα, την ανασφάλεια, αλλά από εκεί μέχρι την έξαρση θυμού κι οργής ή μέχρι τη βίαιη αντίδραση ψυχονευρωτικού τύπου πρέπει να παρεισφρήσει κάποια άλλη αιτία πιο συγκεκριμένη.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διακρίνουμε τα “χρόνια θύματα” από τα “οξείας μορφής”, γιατί τα πρώτα έχουν δεχτεί κακοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα και κουβαλάνε το στίγμα που θολώνει την ταυτότητά τους, ενώ τα δεύτερα κακοποιήθηκαν σε μεμονωμένα περιστατικά, που όμως τους έχει δημιουργηθεί ένα συνεχές άγχος.

Γιάννης Πανούσης: «Δεν γνωρίζω αν τα “χρόνια θύματα” μετεξελίσσονται σε “χρόνιους παραβάτες”, όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι ακόμα κι αν τα τραύματα είναι κοινά, οι αντιδράσεις δεν ομοιάζουν».

«Το ίδιο ισχύει με το παιδί- δράστη μιας κακοποίησης, που ποτέ δεν προδικάζει ότι θα είναι σε όλη του τη ζωή θύτης και δεν θα καταστεί κάποια στιγμή και ο ίδιος θύμα. Η μετάβαση από το “ευάλωτο θύμα” στον συνειδητό δράστη μπορεί να συσχετίζεται με πολύ διαφορετικά (οικονομικά, πολιτισμικά, κοινωνικά) αίτια, που μετέτρεψαν ένα παιδί σε κίνδυνο σ’ ένα επικίνδυνο παιδί.

Όσο κι αν προϋπάρχει μία (ενδεχόμενη) προδιάθεση “επιστρεπτέας επιθετικότητας/ βίας” η κόκκινη κλωστή κρατιέται από αλλού. Ηθικοί κώδικες, κοινωνικές αξιολογήσεις, ζητήματα ταυτότητας καθοδηγούν τις παρορμήσεις, απευαισθητοποιώντας ή μειώνοντας τις αναστολές, δίχως αναγκαία αναφορά στο παρελθόν.Ίσως ακόμα και η συνάδουσα ευαλωτότητα να μην είναι διαρκής και συνεχώς προσδιοριστική των πράξεων και παραλείψεων του υποκειμένου.

Η ψυχαναγκαστική ιδέα που χρόνια τον βασάνιζε, ως έναν εν αναμονή δράστη, δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα από την τυφλότητα της ανταπόδοσης, την εγκληματική εργαλειοποίηση του τραύματος.

Το τραύμα της προγενέστερης θυματοποίησης, όπου η ευθύνη μπορεί να χρεώθηκε και στο θύμα (victim blaming),δικαιολογεί τη μονομαχία του lost child με το παρελθόν του, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί με ένα controlling hero, που έκλεισε την πληγή με το ίδιο νόμισμα της βίαιης συμπεριφοράς (συχνά κατά “αθώου θύματος”), ώστε “το κτήμα” να γίνει “ο ιδιοκτήτης” της βίας», σημειώνει παρουσιάζοντας τη δική του προσέγγιση γύρω από τη βία που μπορεί να επιστρέψει στη ζωή ενός θύματος κακοποίησης μετατρέποντάς τον σε δράστη σε μία προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου που απώλεσε.

Ο ίδιος κλείνει την τοποθέτησή του υπογραμμίζοντας τα εξής:

  1. Τα ποσοτικά στοιχεία έχουν την αξία τους, η οποία όμως είναι πολύ σχετική διότι οι αριθμοί εξαρτώνται από τον αριθμό των καταγγελιών και την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών θεσμών και των διωκτικών αρχών.
  2. Τα ποιοτικά στοιχεία χρειάζονται ιδιαίτερη επεξεργασία (προκειμένου να εκπονηθεί κατάλληλη αντεγκληματική πολιτική), καθώς κάθε κακοποίηση έχει τον δικό της ερμηνευτικό κωδικό και οι γενικεύσεις δεν βοηθάνε.
  3. Οι καταγγελίες δεν εξαρτώνται μόνον από το φόβο (και τη ντροπή;) των θυμάτων, αλλά κι από τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας και την ανοχή του άμεσου περιβάλλοντος.
  4. Τα ΜΜΕ συχνά αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη υπερπροβάλλοντας στοιχεία όπως το επάγγελμα, την εθνικότητα κλπ των δραστών, δραματοποιώντας και εικονοποιώντας την περίπτωση και μη υπεισερχόμενα στην ουσία και στα πραγματικά αίτια.
  5. Δεν είναι εύκολο να γίνουν προβλέψεις ή να δοθούν συμβουλές για ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά μας αφενός επειδή ζούμε ΟΛΟΙ στην κοινωνία των διακινδυνεύσεων κι αφετέρου επειδή οι συναισθηματικοί δεσμοί έχουν ατονήσει.

Γιάννης Πανούσης: «Σε κάθε περίπτωση περισσότερος σεβασμός στα δικαιώματα των παιδιών και μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και κοινωνική αλληλεγγύη, ίσως θα περιόριζαν το αρνητικό αυτό φαινόμενο».

Exit mobile version