ΘΗΛΑΣΜΟΣ

Θηλασμός: η ψυχολόγος αναλύει όλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει μια θηλάζουσα μητέρα

iStock

Ο μητρικός θηλασμός αποτελεί αναμφίβολα τον πλέον κατάλληλο τρόπο σίτισης του νεογέννητου και απαριθμεί πολλά και σημαντικά οφέλη τόσο για τη σωματική και ψυχική υγεία του βρέφους, όσο και για της μητέρας.

Το γεγονός αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι όλα ρόδινα στην προσπάθεια μιας γυναίκας να θηλάσει ή ότι πρέπει να επικριθεί η γυναίκα που έχει αποφασίσει να μην θηλάσει ή η γυναίκα που παρά την επιθυμία της δεν κατάφερε τελικά να θηλάσει το μωρό της.

 

 

Στις μέρες μας βλέπουμε αρκετά συχνά να επικρατεί μια τρομοκρατία από τις μαίες ή τους παιδιάτρους προς τη μητέρα που συνοψίζεται στη φράση «Πρέπει να θηλάσεις», ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα μαιευτήρια μεταδίδουν άγχος στις γυναίκες που θέλουν να θηλάσουν σχετικά με την ελευθερία τους, εάν αποφασίσουν να το κάνουν («Δεν θα είσαι ποτέ ελεύθερη αν θηλάζεις»).

Τελικά φαίνεται ότι η κάθε γυναίκα θα θηλάσει ή όχι ανάλογα με διάφορους παράγοντες που περιλαμβάνουν τον τρόπο που μεγάλωσε η ίδια (εάν η μητέρα της τη θήλασε ή μετάνιωσε που δεν τη θήλασε), την υποστήριξη που δέχεται από το περιβάλλον της και πρώτα και κύρια από τον σύντροφο ή και πατέρα του μωρού.

Άλλοι πολύ βασικοί παράγοντες είναι ο κοινωνικός περίγυρος, η δυνατότητα να απέχει για ένα διάστημα από την εργασία της ή να είναι σε θέση να αντλεί γάλα σε περίπτωση που επιστρέψει πριν τους έξι μήνες του αποκλειστικού θηλασμού, την πρότερη σωματική και ψυχική υγεία της κ.ά.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά και την ψυχολογία της νέας μητέρας αλλά και την τελική απόφασή της για το αν και πόσο θα θηλάσει τελικά.

Πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εξαιτίας των έντονων πιέσεων που δέχονται για την επιλογή τους.

Αν ο θηλασμός επιφέρει υπερβολικό στρες και άγχος στη νέα μητέρα, την εξαντλεί σωματικά και ψυχολογικά και επιφέρει υψηλά επίπεδα σωματικής και ψυχικής κούρασης, είναι πιθανό η μητέρα να νιώθει συναισθήματα απαξίωσης, κατωτερότητας, ότι δεν τα κατάφερε να θηλάσει εκεί που άλλες μητέρες τα κατάφεραν, αλλά και συναισθήματα ανεπάρκειας ως προς τον ρόλο της ως μητέρα.

Τονίζεται ότι ο θηλασμός από μόνος του κάθε άλλο παρά επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητα και την ψυχολογία της νέας μητέρας, ίσα ίσα ισχύει το αντίθετο. Ο θηλασμός επιδρά θετικά τόσο στη σωματική, όσο και στην ψυχική υγεία της νέας μητέρας. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπου ο θηλασμός δεν είναι δυνατόν να καταστεί εφικτός, η έντονη πίεση που δέχεται η νέα μητέρα για να θηλάσει καταλήγει να βιώνεται ως αποτυχία και να της δημιουργεί σοβαρά καταθλιπτικά συναισθήματα.

Ο ρόλος του πατέρα και του οικογενειακού περιβάλλοντος

Οι πιο συνηθισμένοι παράγοντες που μια νέα μητέρα δεν είναι σε θέση να θηλάσει σχετίζονται με την μη υποστήριξη από τους ειδικούς ή τους παιδιάτρους. Τα μαιευτήρια κι οι παιδίατροι πιέζουν τη γυναίκα να θηλάσει αλλά δεν της υποδεικνύουν τους αποτελεσματικούς τρόπους για να το καταφέρει.

Επιπλέον, το οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον δεν βοηθά στην καλή ψυχολογία της νέας μαμάς. Συχνά βλέπουμε ότι ο πατέρας δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει τη σύζυγό του σε αυτή την προσπάθεια, καθώς θεωρεί ότι είναι αποκλειστικά δική της ευθύνη. Το να αποστασιοποιείται από τη διαδικασία του θηλασμού και να μην αναλαμβάνει τις υπόλοιπες φροντίδες του βρέφους ή του σπιτιού, δεν βοηθά τη νέα μητέρα να προσαρμοστεί απερίσπαστη στη διαδικασία του θηλασμού.

Είναι καίριας σημασίας η θετική στάση του πατέρα απέναντι στον θηλασμό. Kαθορίζει σε μεγάλο βαθμό αν τελικά η νέα μητέρα θα αρχίσει και θα συνεχίσει να θηλάζει.

Ακόμη, το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην προσπάθεια μιας γυναίκας να θηλάσει. Μια αρνητική στάση του περίγυρου της θηλάζουσας μπορεί να είναι αρκετή για να δημιουργήσει προβλήματα και να υποβιβάσει την προσπάθεια.

Ο ρόλος των στενών συγγενών είναι πολύ σημαντικός αφού μπορούν να παρέχουν βοήθεια στη μητέρα, να την εμψυχώνουν και να την υποστηρίζουν συναισθηματικά και ψυχολογικά.

Είναι σημαντικό να παρέχουν πρακτική βοήθεια χωρίς κριτική στάση προκειμένου η επίδρασή τους να παραμένει θετική ή τουλάχιστον ουδέτερη απέναντι στον θηλασμό.

Στις περιπτώσεις, δε, που το νεογνό δεν παίρνει το κατάλληλο βάρος, η αντίστοιχη πίεση που δέχεται και οι ενοχές που δημιουργούν στη μητέρα είναι εξίσου επιβαρυντικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μητέρα έχει να αντιμετωπίσει και την πίεση ότι το νεογέννητο δεν αναπτύσσεται όπως θα έπρεπε και τις ενοχές ότι δεν σιτίζει κατάλληλα το μωρό της.

Αποτέλεσμα αυτών είναι να καταλήγει η ίδια να βιώνει αρνητικά συναισθήματα προς τον θηλασμό, ενώ η λύση θα μπορούσε να έρθει από ειδικούς συμβούλους. Προτείνοντας διάφορες λύσεις και ενθαρρύνοντας τη νέα μητέρα να συνεχίσει την προσπάθεια να θηλάσει και ας μην έχει άμεσα το επιθυμητό αποτέλεσμα (δίνοντας και συμπλήρωμα), θα βοηθούσαν σημαντικά στην ψυχολογία της.

Όταν τελικά δεν εγκαθίσταται ο θηλασμός

Είναι γεγονός ότι το μητρικό γάλα είναι κάτι παραπάνω από μια τροφή και καλύπτει περισσότερες ανάγκες πέραν της σίτισης.

Η κυριότερη και σημαντικότερη εστιάζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ μητέρας και βρέφους. Στις περιπτώσεις που δεν εγκαθίσταται τελικά ο θηλασμός, η μητέρα μπορεί να νιώσει αρνητικά συναισθήματα και τότε είναι εξίσου σημαντικός ο υποστηρικτικός ρόλος των ειδικών που την περιστοιχίζουν (παιδίατρος, μαία) αλλά και των συγγενών και του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου.

Πρέπει να τονιστεί στη νέα μητέρα ότι δεν υπάρχει λόγος απογοήτευσης ή απαξίωσης του ρόλου της. Φυσικά και είναι σε θέση να συνδεθεί και να δεθεί με το μωρό της όσο και μια γυναίκα που θηλάζει, αρκεί να διατηρεί τη συνεχή και διαρκή σχέση και κοινωνική αλληλεπίδραση – συνδιαλλαγή με το μωρό της.

Είναι βασικό να της εξηγήσουν οι ειδικοί που ασχολούνται με τη φροντίδα και τη σωματική και ψυχική υγεία του μωρού, ότι στον μητρικό θηλασμό δεν περιλαμβάνεται μόνο το γάλα αλλά μια ολόκληρη διαδικασία επικοινωνίας, δεσίματος και σχέσης με το μωρό και ότι όλα αυτά είναι σε θέση να τα παρέχει ακόμα και χωρίς να δίνει το γάλα της εάν δεν μπορεί.

Εάν μια γυναίκα δεν καταφέρει να θηλάσει, δεν έχει αποτύχει στον ρόλο της ως μητέρα.

Το πλέον σημαντικό είναι να είναι ήρεμη και με μειωμένα επίπεδα στρες και κατάθλιψης κατά τη συναναστροφή με το βρέφος. Θα πρέπει να ενισχύει τη διαρκή σχέση μαζί του και να ασχολείται με εκείνο όσο θα ασχολούνταν αν το θήλαζε. Σε αυτή την περίπτωση είναι εφικτό να αποκομίσει όλα τα οφέλη του θηλασμού σε ψυχολογικό επίπεδο ακόμα και χωρίς να θηλάζει.

Φυσικά όλα αυτά προϋποθέτουν η μητέρα να είναι απαλλαγμένη από την αρνητική κριτική που δεν θήλασε, και εννοείται ότι όλα αυτά ισχύουν και για τις μητέρες που δεν θηλάζουν από προσωπική τους επιλογή.

Θηλασμός και εργασία

Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει την ψυχολογία της νέας μητέρας ως προς τον θηλασμό είναι οι απαιτήσεις του εργασιακού της περιβάλλοντος.

Είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η εργασία δεν ευνοεί τον θηλασμό και δεν παρέχει κίνητρα στη νέα μητέρα. Είναι συχνό φαινόμενο οι μητέρες να αναγκάζονται να κρύβουν ότι θηλάζουν, να κλείνονται σε τουαλέτες και ακατάλληλους χώρους για να αντλούν γάλα ή να αντιμετωπίζουν χλευασμό και σεξιστικά σχόλια ως προς τον επαγγελματισμό τους.

Η ερωτική ζωή της θηλάζουσας μητέρας

Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί και ο παράγοντας της σεξουαλικότητας και της ερωτικής ζωής της θηλάζουσας μητέρας.

Κατά την περίοδο του θηλασμού η προλακτίνη (η ορμόνη που παράγει ο οργανισμός για τη γαλουχία) αναστέλλει τη σεξουαλική επιθυμία.

Αρκετές γυναίκες παρουσιάζουν μειωμένη ερωτική επιθυμία όσο θηλάζουν. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι έχουν κάποιο πρόβλημα ή ότι κάτι δεν πάει καλά στην ερωτική τους επιθυμία ή ζωή.

Θα πρέπει η γυναίκα να συνειδητοποιήσει πως είναι κυρίως ορμονικό ζήτημα που αντιμετωπίζεται πρακτικά με διάφορα λιπαντικά σκευάσματα που θα της συστήσει ο γυναικολόγος της και πως δεν είναι καθόλου «προβληματική» ακόμα και αν δεν νιώθει καμία ερωτική επιθυμία.

Είναι σημαντικό να το γνωρίζουν αυτό οι νέες μητέρες ώστε να μην παγιώνεται η ερωτική απόσταση με τον σύντροφό τους, που θα επηρεάσει και την ψυχολογία της γυναίκας αλλά και τη γενικότερη σχέση με τον σύντροφο.

Τα τζιζ θέματα: το πόσο θα θηλάσουν και το πού θα θηλάσουν (δημόσιος θηλασμός)

Δύο ακόμη θέματα που απασχολούν πολλές γυναίκες είναι η διάρκεια του θηλασμού, καθώς και το ζήτημα του δημόσιου θηλασμού.

Όπως και στην περίπτωση της επιλογής για θηλασμό, έτσι και στην περίπτωση της επιλογής για συνέχιση του θηλασμού, μια γυναίκα θα πρέπει να είναι ελεύθερη να αποφασίσει ανεπηρέαστη από αρνητική κριτική και στάση του περίγυρού της.

Όπως βλέπουμε την πίεση σε μια γυναίκα να θηλάσει, παρατηρούμε και την αντίστοιχη κοινωνική πίεση σε μια γυναίκα για να αποθηλάσει.

Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα καταλήγει να αφορά τους άλλους και η νέα μητέρα να μπαίνει σε απολογητική θέση γιατί δεν έχει αποθηλάσει το παιδί που «χρόνισε» ή «μεγάλωσε» ή «θα φτάσει πέντε και θα είναι κρεμασμένο στο στήθος σου» ή «ακόμα να το κόψεις;».

Η απάντηση έρχεται ακόμα και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος συστήνει τον αποκλειστικό θηλασμό μέχρι έξι μηνών και τη συνέχιση του θηλασμού έως τουλάχιστον τα 2 έτη, μη θέτοντας όριο για το πότε πρέπει να σταματήσει.

Όσον αφορά τον δημόσιο θηλασμό, θα πρέπει να θεωρείται κάτι αυτονόητο και δεδομένο παγκοσμίως. Όπως δεν σχολιάζεται κάποιος που τρώει το γεύμα του στον δρόμο, το ίδιο δεν θα έπρεπε να σχολιάζεται και ένα βρέφος που τρώει το γεύμα του στον δρόμο.

Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμε στην ψυχολογία της λεχώνας συνολικά, είτε θηλάζει είτε όχι, η οποία εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις, δυσκολίες προσαρμογής στον νέο της ρόλο, δυσκολίες στην καθημερινή φροντίδα του βρέφους και στις νέες αυξημένες απαιτήσεις της καθημερινότητάς της.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε σε όλες τις νέες μαμάδες ότι δεν είναι όλα ρόδινα και δεν είναι υποχρεωτικό να τα βιώνουν ως τέτοια. Αυτός ο καταναγκασμός ότι πρέπει οπωσδήποτε να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, ενώ τις τραβάνε τα ράμματα, είναι άυπνες, καταπονημένες, εξαντλημένες, προσπαθούν να κατανοήσουν και να συνδεθούν με το μωρό τους και τις απαιτήσεις του, και πολλά άλλα που κάθε άλλο παρά διευκολύνουν τη ζωή τους στην αρχή με ένα νεογέννητο, είναι απλά ουτοπικός και άκυρος.

Σίγουρα η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και η κάθε αντίδραση που μπορεί να έχει μια νέα μητέρα είναι εντάξει και είναι αποδεκτή κατά τη διαδικασία προσαρμογής στον νέο της ρόλο.

Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να εμπιστευτεί το ένστικτό της και το μωρό της και όλα θα ισορροπήσουν. Και εάν αυτό δεν γίνει, υπάρχουν πάντα ειδικοί που μπορεί να απευθυνθεί, όπως σύμβουλοι γαλουχίας ή θηλασμού για τη σωστή κατεύθυνση και καθοδήγηση ή ειδικοί ψυχικής υγείας αν νιώθει συναισθηματικά και ψυχικά καταβεβλημένη.

 

*Ευχαριστούμε πολύ την κ. Μαρία Κωνσταντοπούλου, Ψυχολόγο, Σύμβουλο, Ψυχοθεραπεύτρια

Επικοινωνία: [email protected] , 6946567674