ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι γυναίκες του Γιώργου Ρόρρη είναι περίπου 60 λόγοι για να πας στην Άνδρο

Κάθεται. Ή καλύτερα, μισοξαπλώνει σε μια σκούρη καφέ πολυθρόνα. Είναι ξυπόλυτη. Οι σαγιονάρες της διακρίνονται λίγο πιο κει, πεταμένες στο αδρό, ξύλινο πάτωμα. Πίσω της, ο τοίχος, ένα ημιφωτισμένο μπλε ραφ που έχει αρχίσει να θαμπώνει. Το δεξί της πόδι πατάει κάτω, το άλλο, λυγισμένο, ακουμπάει πάνω στην πολυθρόνα με το πέλμα να φωλιάζει κάτω από τον μηρό του πρώτου. Γέρνει προς τα δεξιά της –ειδικά το κεφάλι, αναπαύεται παραδομένο πάνω στο λυγισμένο χέρι με τον αγκώνα να ξεπροβάλλει κάτω από τα ολόσγουρα μαλλιά της. Το βλέμμα χαμηλωμένο. Το άλλο χέρι, ήμερο, χαλαρώνει πάνω στον λυγισμένο μηρό, μια ανάσα από το εφηβαίο. Το δε εφηβαίο της Αλεξάνδρας κάνει αντίθεση με το λευκότερο δέρμα που ορίζει το σημάδι απ’ το μαγιό της. Σημάδι που ανιχνεύεται και στα στήθη της, έτσι που γέρνουν ελαφρά ακολουθώντας την στάση του σώματος, καθώς η Αλεξάνδρα χαλαρώνει σε ένα αδιόρατο μεταίχμιο μεταξύ περισυλλογής, γαλήνης και μιας κάποιας μελαγχολίας.

 

Μια γυναίκα μόνη, υπερπλήρης και αρχετυπική μες στην γυμνότητά της. Εύγλωττη και μυστηριακή ταυτόχρονα. Μια φευγαλέα στιγμή εσωτερικότητας, που ο Γιώργος Ρόρρης χρειάστηκε κοντά έναν χρόνο για να την αποτυπώσει με τον χρωστήρα του στον καμβά. Αυτή η φευγαλέα ιδιωτική στιγμή της Αλεξάνδρας, έτσι γερμένη, γυμνή κι σκοτεινόφωτη πάνω στην καφέ πολυθρόνα, ακινητοποιήθηκε για πάντα χάρη στην διακριτική, ευαίσθητη και διεισδυτική ματιά του κορυφαίου Έλληνα, αναπαραστατικού ζωγράφου, του 58χρονου Γιώργου Ρόρρη από τον Κοσμά Κυνουρίας.

Μπλε Αλεξάνδρα/ Blue Alexandra 2005-2006
Λάδι σε καμβά / Oil on canvas – Συλλογή Σωτήρη Φέλιου / The Sotiris Felios Collection

Υπάρχουν πάντα πολλοί λόγοι για να ταξιδέψει κανείς στην Χώρα της Άνδρου. Αρχοντική, αυταπόδεικτα θαλασσινή, τουριστικά σενιαρισμένη, χτισμένη κατά μήκος μιας συγκλονιστικής χερσονήσου που καταλήγει στην Καμάρα, την πέτρινη καμπυλωτή γεφυρούλα που οδηγεί στο νησάκι όπου κάποτε έστεκε το βενετσιάνικο φρούριο κοιτάζοντας τον φάρο του Τουρλίτη. Κάθε καλοκαίρι, ωστόσο, συντρέχει ένας ιδιαίτερος λόγος παραπάνω για να βρεθεί κανείς στην πρωτεύουσα της Άνδρου. Η ετήσια εικαστική έκθεση που διοργανώνει από τα μέσα καλοκαιριού έως τις αρχές φθινοπώρου το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, ένα εξαιρετικό γεγονός, καλλιτεχνικό και κοινωνικό. Που κάπως καταφέρνει και συνδυάζει αβίαστα το απλό με το αρτίστικα εκλεπτυσμένο.

Απλό, γιατί είναι πραγματικά απλούστατο, κάποιο μελτεμένιο βράδυ των διακοπών σου, να πας να δεις την έκθεση στο μουσείο-μπιμπελό στην καρδιά της Χώρας. Και εκλεπτυσμένο φουλ, διότι η ημεδαπή κι αλλοδαπή υψηλή τέχνη, που έχει εκτεθεί στις αίθουσες του μουσείου από το 1987 έως σήμερα, περιλαμβάνει Πικάσο, Ματίς, Μπουζιάνη, Χένρι Μουρ, Τέτση, Μόραλη και Τζιακομέτι, μεταξύ πολλών άλλων. Κι αυτό, δεν το λες αμελητέα ή συνηθισμένη καλοτυχία.

Το γυμνό ολόσωμο πορτρέτο της προρρηθείσας Αλεξάνδρας –η «Μπλε Αλεξάνδρα», όπως τιτλοφορεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης την ελαιογραφία, διαχωρίζοντάς την από μια ξαπλωτή στον καναπέ σκέτη «Αλεξάνδρα»–, είναι ένα από τα περίπου 60 έργα του Ρόρρη που περιλαμβάνονται στην τρέχουσα ανδριώτικη έκθεση «Γιώργος Ρόρρης: Η ευγένεια του απέριττου» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Σε επιμέλεια Μαρίας Κουτσομάλλη-Μορό, η έκθεση συνιστά την πρώτη αναδρομική του έξοχου ζωγράφου, 14 χρόνια μετά την τελευταία του ατομική στην γκαλερί «Μέδουσα» της αείμνηστης Μαρίας Δημητριάδη. Και συνιστά και μια εμπειρία που μάλλον δεν πρέπει να χάσεις.

Επιρροές, δάσκαλοι κι εμμονές

Οι πίνακες και τα λίγα σχέδια που συναποτελούν την υποδειγματικά στημένη έκθεση καλύπτουν το σύνολο της δημιουργικής πορείας του Ρόρρη. Από μια «Σπουδή γυμνού» με κάρβουνο που φιλοτέχνησε το 1984 ως φοιτητής της ΑΣΚΤ, έως την μεγάλη καταπληκτική αυτοπροσωπογραφία-σε-καθρέφτη, το έργο που υποδέχεται τον επισκέπτη μπαίνοντας στο Μουσείο, την οποία ο Ρόρρης φιλοτέχνησε μόλις στο δεύτερο λοκντάουν ειδικά για την έκθεση.

Το υλικό της αναδρομικής έκθεσης διαρθρώνεται σε τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά το ατελιέ της οδού Τροφωνίου 12, το λιτό ταλαιπωρημένο διαμέρισμα πίσω απ’ τον Σταθμό Λαρίσης που από το 1993 είναι σχεδόν ο μοναδικός τόπος γέννησης και σιωπηλός πρωταγωνιστής των έργων του. Ακόμη και τους πίνακες της τελευταίας διετίας, που καταπιάνονται με την αποτύπωση της χέρσας ελληνικής γης (ενίοτε, με μια γυναίκα ξαπλωμένη πάνω της) πάλι στο ατελιέ τους ζωγραφίζει αδειάζοντας στο πάτωμα σακιά με χώμα που φέρνει από τον Κοσμά… Ο δεύτερος άξονας φιλοξενεί έργα που παραπέμπουν στους μεγάλους δασκάλους του καλλιτέχνη, εκείνους που επηρέασαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν την δημιουργική του ιδιόλεκτο. Προφανώς τον Τέτση ή τον Μυταρά που τον δίδαξαν στην ΑΣΚΤ. Κυρίως όμως, κάτι μέγιστους διαχρονικούς κολοσσούς της παγκόσμιας ζωγραφικής σαν τον Βελάσκεθ και τον Γκρέκο, ή τους νεότερους Μπαλτύς, Λούσιεν Φρόιντ και Στάνλεϊ Σπένσερ. Τους οποίους ο Ρόρρης μνημονεύει διαρκώς, γενναιόδωρα και ταπεινά, λες και ζωγραφίζει τους πίνακές του συνεταιρικά, μαζί με όλους αυτούς τους εμβληματικούς ομότεχνούς του. Και η τρίτη θεματική ενότητα της έκθεσης, με τίτλο «Από σάρκα και οστά», περιλαμβάνει έργα που εξυμνούν την σάρκα –την γυμνή και γυναικεία, κατά κανόνα–, ή που αποτίνουν φόρο τιμής στο οικογενειακό χασάπικο των Ρόρρηδων στο χωριό, μέσα από ρεαλιστικά κι εξπρεσιονιστικά ταυτόχρονα «πορτρέτα» σφάγιων.

Αλλά όσο αληθοφανές και μελαγχολικό και αν φαντάζει ένα ματωμένο αρνίσιο κεφαλάκι μέσα από τις κρουστές στρώσεις λαδομπογιάς, όσο μεγαλόπρεπο ή αινιγματικό κι αν είναι το διπλό ολόσωμο πορτρέτο του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, που ο Ρόρρης φιλοτέχνησε το 2017 για το νέο αθηναϊκό μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, όσο κι αν υπνωτίζουν τα άχαρα αθηναϊκά κτίρια γύρω από το ατελιέ της Τροφωνίου, που ο ζωγράφος ανέδειξε μοναδικά κόντρα σε έναν γαλάζιο ουρανό, είναι οι γυμνές γυναίκες του Ρόρρη που κλέβουν την παράσταση.

Όταν η γύμνια γίνεται ένδυμα

«Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο» έλεγε ο Ελύτης. Στους πίνακες του Ρόρρη η γραμμή που ενώνει το γυμνό σώμα μιας γυναίκας με το μυστήριο δεν είναι καθόλου νοητή. Είναι εντελώς χειροπιαστή. Επί πέντε χρόνια, κατά τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ, έκανε γυμνό. «Ανώδυνο γυμνό,» όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, πιθανότατα επειδή η βασική του έγνοια είναι η πιστή αποτύπωση κάθε πτυχής του δέρματος, κάθε εξογκώματος ή κοκκάλου, χωρίς από πίσω να υπάρχει μια ιστορία.

Αντιθέτως, η Μάγδα, η Ελισάβετ, η Λαμπρινή, ή η γνωστή Αλεξάνδρα είναι γυμνά που λένε μια ιστορία –σχεδόν την ιστορία μιας ολόκληρης ζωής. Και μόνο παρεμπιπτόντως αυτές οι γυναίκες (επαγγελματίες μοντέλα, συνήθως) είναι και γυμνές. «Με τον καιρό, κατάλαβα ότι δεν ήθελα να κάνω ανώδυνο γυμνό, αλλά ήθελα να ζωγραφίσω πορτρέτα γυναικών οι οποίες ήταν ενδεδυμένες την γυμνότητά τους,» μας εξηγούσε συναρπαστικά ο ζωγράφος σε μια δίωρη ξενάγηση στην έκθεση λίγες ώρες πριν τα επίσημα εγκαίνια. «Πορτρέτα γυναικών που δεν φορούσαν τα ρούχα τους. Κάναμε πολύ μεγάλες συζητήσεις με τις κοπέλες και κατάλαβα ότι όσο εξοικειωνόμασταν, τόσο ενεδύοντο την γυμνότητά τους και την ακινησία τους. Το μοντέλο είναι γυμνό από την στιγμή που βρίσκεται στην πόζα και παραμένει ακίνητο. Και η ακινησία αυτή το τοποθετεί στον κόσμο της τέχνης. Δεν θα σηκωθεί χωρίς ρούχα να πάει να ψήσει καφέ» παρατηρούσε τότε ο Ρόρρης.

Πέρα από τον ενστικτώδη μαγνητισμό που ασκεί η «ετερότητα» του γυναικείου σώματος στον ζωγράφο, η αρχική ενασχόλησή του με το γυμνό σχετιζόταν λίγο και με την επιθυμία του να ενισχύσει το αναιμικό γυμνό στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική –«είχα αυτήν την μικρή ταπεινή φιλοδοξία,» ομολογεί. Υπάρχουν, βέβαια, κάποια λίγα ελληνικά γυμνά των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά, όπως επισημαίνει ο Ρόρρης, «σήμερα δεν είναι η γυναίκα ίδια (με την γυναίκα εκείνης της εποχής). Δεν περπατά με τον ίδιο τρόπο, δεν ντύνεται με τον ίδιο τρόπο, δεν κάθεται με τον ίδιο τρόπο, δεν ομιλεί, δεν κινεί τα χέρια της με τον ίδιο τρόπο –είναι μια άλλη γυναίκα. Σημασία είχε να ιδωθεί η γυναίκα που ερχόταν στο ατελιέ. Η σημερινή γυναίκα. Στην πραγματικότητα. Αλλά, βέβαια, η πραγματικότητα είναι αδιάφορη, απλά κείται απέναντί σου. Δεν σου λέει πώς να την ζωγραφίσεις. Αυτό σ’ το λέει η τέχνη.»

Α, είναι συναρπαστικό να ακούς τον Ρόρρη να μιλάει για την τέχνη (του)! Δεν είναι μόνο που χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις, ή που αυτό που λέει έχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν είναι καν οι γοητευτικές αναγωγές σε καλλιτέχνες, κινήματα ή λογοτεχνήματα που κάθε τόσο διανθίζουν τον λόγο του, εξάπτοντας την σκέψη, τον προβληματισμό, την έμπνευση. Αυτό που κάνει τον Γιώργο Ρόρρη υπέροχο ομιλητή είναι η γενναιοδωρία με την οποία σου παραδίδει το κλειδί της τέχνης του. Σου λέει τι τον ενέπνευσε εδώ, πώς το έκανε εκείνο εκεί, τι πρόβλημα εμφάνισε ένας τρίτος πίνακας και πώς το έλυσε. Σου δίνει απλόχερα στοιχεία και αποκαλυπτική πληροφορία για το πώς ζωγραφίζει. Κι ίσως άθελά του, και για το γιατί.