LIFE

Οι δικές μας καλοκαιρινές ιστορίες

Οι καλοκαιρινές ιστορίες συνήθως μας αφήνουν μια γλυκιά ανάμνηση στο νου. Λίγο η θάλασσα και λίγο η μαγεία που κάνει τα πάντα γύρω μας πιο όμορφα. Γυρίσαμε το χρόνο πίσω και θυμηθήκαμε εκείνη που έχει μείνει περισσότερο χαραγμένη στη μνήμη μας.

Μια ταράτσα – πισίνα θυμάται η Μαριέτα Χριστοπούλου

Τα καλοκαίρια μας πριν το 2000 τα περνούσαμε οικογενειακώς στο “roof” του σπιτιού μας, στην Αιδηψό. Δεν είναι τόσο ειδυλλιακό όσο ακούγεται αλλά τουλάχιστον από εκείνη την εποχή, όσα θυμάμαι είναι γλυκά και όμορφα. Όπως εκείνο το καλοκαιρινό ζεστό απόγευμα που αδυνατώ να προσδιορίσω χρονικά, αλλά σίγουρα σε ηλικία δεν ήμουν πάνω από 8. Οι γονείς μας κάπου έλειπαν, αν θυμάμαι καλά εκτός πόλης και την “επιθεώρηση” μας είχε αναλάβει ο γλυκός μας παππουδάκος.

Από τη φύση του χαλαρός και ξεκάθαρα τρελαμένος με εμένα και τον κατά 4 χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, δύσκολα μας μάλωνε ή μας χάλαγε χατίρι. Έτσι έγινε και τότε. Η ζέστη μας είχε τρελάνει, οπότε τι να κάναμε, ανοίξαμε το λάστιχο και ξεκινήσαμε να παίζουμε μπουγέλο. Εκείνος μας κοίταγε γελώντας ενώ έκοβε καρπούζι και ούτε που σηκώθηκε να μας σταματήσει. Περίπου 1 ώρα μετά, οι υδρορροές είχαν βουλώσει και η ταράτσα είχε γίνει μια μικρή πισίνα. Τα είχαμε περάσει περίφημα, θυμάμαι ακόμα την ευτυχία μας και τα πρόσωπα μας. Οι γονείς μου σίγουρα ένιωσαν λίγο περίεργα όταν ήρθαν αντιμέτωποι με αυτό το μικρό υδάτινο χάος, αλλά αυτό που έμεινε τελικά είναι μια γλυκιά καλοκαιρινή ανάμνηση. Γιατί κάτι τόσο απλό και καθημερινό, περιείχε ότι ένα ιδανικό καλοκαίρι: Ζέστη, χαμόγελα και αγάπη.

 

Έλενα Μπουζαλά: Δύο ζευγάρια – Μία αγάπη

Μοιράζονταν το ίδιο ξενοδοχείο στην Πάτμο κι αν και δεν γνωρίζονταν “κόλλησαν” αμέσως. Εκείνοι νιόπαντροι, είχαν μόλις αποφασίσει να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους χέρι χέρι, όπως και κυκλοφορούσαν. Το άλλο ζευγάρι πολλά χρόνια μαζί, έδειχναν όμως ευτυχισμένοι. Εγώ, στο pool bar σέρβιρα τότε τα καλύτερα κοκτέιλ. Ήταν και τα δύο ζευγάρια φρέσκα και ωραία. Τους παρακολουθούσα να συζητούν ατελείωτες ώρες το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθούν στα ξεχωριστά δωμάτιά τους. Αυτό, τις πρώτες μέρες. Τα επόμενα βράδια κάποιους δεν τους έπερνε τόσο εύκολα ο ύπνος. Την νύφη και τον Ορέστη. Οι σύζυγοι των οποίων ξαπλώναν χωριστά. Το ένα κοκτέιλ διαδεχόταν το άλλο, το ίδιο και τα γέλια. Η οικειότητα γλύκαινε όλο και περισσότερο.

Τόσα βράδια που τους παρακολουθούσα  μαζί σκεφτόμουν: “ωραίο ζευγάρι θα ήταν αυτοί“. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όμως, εκείνη την νύχτα που η μαγεία ενός έρωτα που γεννιέται απλώθηκε σαν πέπλο πάνω από  όσους είχαν μείνει μέχρι το ξημέρωμα στο μπαρ. Στο επόμενο πρωινό ο γαμπρός και η νύφη δεν αντάλλαξαν ούτε μια ματιά. Ο Ορέστης και η Μιρένα ήρθαν πολύ αργότερα. Ακόμα και κάτω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της μπορούσες να καταλάβεις ότι έκλαιγε όλη την νύχτα. Το ίδιο βράδυ, η νύφη και ο Ορέστης ήρθαν στο μπαρ χέρι χέρι. Τους σέρβιρα σαν να τους έβλεπα για πρώτη φορά. Η Μιρένα και ο γαμπρός έμαθα πως γύρισαν με το ίδιο πλοίο.

 

Η Ιωάννα Μαμάη θυμάται όταν έκανε παρέες στην παραλία

Το να είσαι μοναχοπαίδι εκτός από καλά έχει και κακά. Το κυριότερο, ότι δεν έχεις παιδιά στην ηλικία σου για να παίζεις στο σπίτι και ειδικότερα στις διακοπές. Από μικρούλα σχεδόν καθημερινά πήγαινα για μπάνιο στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα μου. Στην τσάντα της παραλίας είχα τα κουβαδάκια μου, τις τσουγκράνες μου, τα μπρατσάκια μου και μια κουλούρα. Με τόσα πολλά που έπαιρνα συχνά μου παραπονιόταν η μητέρα μου ότι ήταν βαριά η τσάντα. Αλλά αφού δεν είχα παρέες, τι να έκανα; Άσε που από μικρή είμαι ένας άνθρωπος που βαριέται εύκολα.

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μέσα των 90s, έκανα το μπάνιο μου στη θάλασσα με το ολόσωμο φρου φρου πορτοκαλί μαγιό μου (ακόμη το θυμάμαι). Βγαίνοντας έξω, παραδίπλα μας κάθονταν δυο οικογένειες και είχαν πέντε παιδιά. Ποιος στη χάρη μου. Άνοιξα την τσάντα, πήρα τα κουβαδάκια μου και τους ζήτησα να παίξουμε. Από τότε και για πολλά χρόνια κάθε καλοκαίρι βρισκόμασταν στην ίδια παραλία και παίζαμε. Μια παιδική φιλία που κρατάει μέχρι σήμερα και όποτε τους θυμάμαι μου έρχεται γεύση αλμύρας και θαλασσινή αύρα.

Γελάει ο κόσμος με την Μάριον Παλιούρα

Δε μου αρέσουν τα καλοκαίρια. Δεν ξέρω γιατί. Νομίζω με εκνευρίζει όλη αυτή η σπαρίλα που νιώθω, και το να μην έχω ενέργεια να κάνω τίποτα. Η ζωή το έχει καταλάβει αυτό και φροντίζει να μη μου φέρνει πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες για το καλοκαίρι. Βέβαια μετά από σκέψη αποφάσισα να μοιραστώ μια εκ των γελοιοτέρων στιγμών της ζωής μου. Δύο χρόνια πίσω, είχαμε επισκεφθεί μεγάλη κοριτσοπαρέα τη Σέριφο. Ανεβήκαμε ένα βράδυ στη Χώρα και κάτσαμε σ’ ένα ουζορακοκρασάδικο με μεζέδες. Φορούσα ψηλόμεση παντελόνα, να σημειωθεί παρακαλώ είναι σημαντικό για την πλοκή του στόρι. Σε κάποια φάση πήγα τουαλέτα, επέστρεψα στο τραπέζι μας και ήρθε ένα ποτήρι κοκα κόλα χωρίς καμια μας να το ‘χει παραγγείλει. Γυρνάω όλο νάζι – πρωτοφανές αυτό για ‘μενα, αλλά είχα πιει – στον μπάρμαν και του λέω “έκανες που έκανες λάθος, δεν έβαζες λίγο ουίσκι μέσα να πιάσει τόπο”. Μου λέει “έλα να σου βάλω”. Σηκώνομαι λοιπόν όλο τσαχπινιά και μπρίο και χοροπηδηχτό βάδισμα τύπου χαζογκόμενα και πλησιάζω το μπαρ, όπου και μου προσθέτει λίγο τζακ στην λανθασμένα κερασμένη κοκα κολα. Άκουγα πίσω μου χαχανητά, αλλά δεν έδινα σημασία. Παίρνω το ποτηράκι μου όλο υπερηφάνια και βλέμμα που στάζει φλερτ και επιστρέφω με το ίδιο βήμα στο τραπέζι μου. Εκεί πριν κάτσω με ενημερώνουν να κοιτάξω πίσω μου. Τίποτα δεν είχε πάει στραβά εκτός από το γεγονός ότι έσερνα μια ουρά από χαρτί υγείας πιασμένη από το πίσω μέρος του παντελονιού μου καθόλη τη διάρκεια της προσπάθειάς μου να αποπλανήσω τον ωραίο (;) μπαρμαν.