Οι Μπαλκονάτες πετσοκόβουν την τοξική αρρενωπότητα και κάθε βιαστή
- 16 ΙΟΥΛ 2025

Σε έναν κινηματογραφικό κόσμο που εξακολουθεί να βλέπει τη γυναίκα μέσα από το φίλτρο της ανδρικής επιθυμίας, η Noémie Merlant με την ταινία The Balconettes (Οι Μπαλκονάτες) ανατρέπει ριζικά τη ματιά αυτή. Στην πιο θερμή μέρα ενός αποπνικτικού καλοκαιριού στη Μασσαλία, 3 γυναίκες – ένα camgirl, μια συγγραφέας και μια ηθοποιός – συνυπάρχουν, ιδρώνουν, γελούν, φοβούνται, αγαπούν εγκληματούν, αλλά κυρίως επιβιώνουν. Με σκηνοθετικό θάρρος και θεατρικότητα που ακροβατεί ανάμεσα στον σουρεαλισμό και το αιχμηρό σχόλιο, η Merlant μάς προσφέρει ένα ιδιότυπο θρίλερ γεμάτο χιούμορ, αίμα και γυναικεία αλληλεγγύη. Ή αλλιώς, ένα φεμινιστικό μανιφέστο μεταμφιεσμένο σε φλογερή κωμωδία.
Πες με ρομαντική αλλά όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ με ολοένα και περισσότερους τρόπους πως το συλλογικό και διαγενεακό τραύμα* για το γυναικείο φύλο αν και τεράστιο, έχει τεράστια ενωτική δύναμη. Κι όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, η ζωή μπορεί τη μια στιγμή να σε φτύνει στα μούτρα και την άλλη να σε πετάει στα ουράνια. Κάτι που η Noémie Merlant με τις Μπαλκονάτες πετυχαίνει αβίαστα. Με ωμή ειλικρίνεια και καθηλωτική αμεσότητα.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή, η Merlant δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Μια μεσήλικη γυναίκα, καταβεβλημένη από τη ζέστη και τον σύζυγό της, καταρρέει στο μπαλκόνι. Όταν αυτός την ξυπνά με απαξιωτική αγένεια, εκείνη τον σκοτώνει χωρίς δισταγμό, με μια σιδερένια σέσουλα κι ένα πανί. Είναι η πιο σύντομη, αλλά και η πιο ενδεικτική σεκάνς του τι πρόκειται να ακολουθήσει: η γυναίκα που από θύμα, αποφασίζει να πάρει τα πάρει πίσω τα ηνία της ζωή στα χέρια της. Μια μικρή, αυτόνομη αφήγηση μέσα στην αφήγηση που εισάγει θεματικά την κεντρική γραμμή του έργου: την αόρατη πολλές φορές βία, τις σιωπές πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά και το μεγαλείο της αλληλεγγύης.
Η ταινία, ωστόσο, δεν σταματά εκεί. Μεταφερόμαστε αμέσως στο διπλανό διαμέρισμα όπου 3 νεαρές γυναίκες, κάθε μια με τις δικές της αντιφάσεις και πληγές, προσπαθούν να βρουν ισορροπία σε έναν κόσμο που τις αντιμετωπίζει με απόρριψη ή επιθυμία– ποτέ όμως με σεβασμό. Όταν η Ruby σκοτώνει κατά λάθος τον φωτογράφο που προσπάθησε να τη βιάσει, ξεκινά ένας κυκεώνας ηθικών διλημμάτων, πρακτικών παραλογισμών και υπαρξιακών τρόμων.
Οι Μπαλκονάτες δεν είναι απλώς ένα φεμινιστικό murder comedy. Είναι μια καλειδοσκοπική τοιχογραφία για το πώς η κουλτούρα του βιασμού δεν είναι απλώς εγκληματική, είναι καθημερινότητα. Για το πώς οι γυναίκες αναγκάζονται συχνά να φτάσουν στα άκρα– ψυχολογικά, ηθικά, πρακτικά– για να αποτινάξουν αυτό το βάρος από πάνω τους.
Η αισθητική, θα σου θυμίσει Almodóvar στο πιο θερμό, πιο εκκεντρικό του και η σύγκριση δεν είναι τυχαία. Η ίδια η Merlant, ντυμένη σαν Marilyn Monroe, κινείται ανάμεσα στο γκροτέσκο και το τραγικό, ενώ η Ruby– με τη loud εμφάνισή της και τη ρητή διεκδίκηση του σώματός της– φέρνει στο προσκήνιο τη σεξουαλική αυτονομία, χωρίς να χάνει την ανθρώπινη της ευθραυστότητα. Η Nicole, με τη σειρά της, μεταφέρει το μεταφυσικό στοιχείο της ταινίας, βλέποντας φαντάσματα– αλλά όχι οποιαδήποτε φαντάσματα: μόνο νεκρούς άντρες-θύτες, σαν να κουβαλά κάθε γυναίκα την ιστορία όλων των άλλων.
Το The Balconettes δεν είναι μια τέλεια ταινία
Η πλοκή της είναι συχνά ακατάστατη, τα σεναριακά της νήματα μπερδεμένα και το χιούμορ της ιδιόμορφο. Κι όμως, εκεί ακριβώς βρίσκεται και η δύναμή της: στην αποδοχή του χάους.
Γιατί το γυναικείο βίωμα, ειδικά σε ένα πατριαρχικό σύστημα, είναι πολυεπίπεδο, αντιφατικό, παράλογο και ενίοτε εξουθενωτικό. Η Merlant δεν επιχειρεί να τακτοποιήσει τίποτα.
Αντιθέτως, τολμά να αποτυπώσει την ένταση του γυναικείου θυμού δίπλα στην ανάγκη για τρυφερότητα, την ωμότητα δίπλα στη φαντασία, την κωμωδία δίπλα στον τρόμο.
Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται η γυναικεία φιλία όχι ως ρομαντικό ιδεώδες, αλλά ως πράξη αντίστασης. Οι 3 γυναίκες δεν είναι αψεγάδιαστες, ούτε πάντα ενωμένες. Είναι όμως εκεί, η μια για την άλλη, όταν ο κόσμος καταρρέει. Και αυτό είναι από μόνο του μια μορφή επανάστασης.
Το The Balconettes δεν διεκδικεί τη θέση του σε έναν αντρικά δομημένο κανόνα κινηματογραφικής αισθητικής. Τον απορρίπτει, τον γελοιοποιεί, τον εκθέτει. Είναι μια ταινία που φωνάζει με οργή, γελά με θράσος και αγαπά με πίστη. Η Noémie Merlant μάς δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν το γυναικείο βλέμμα όχι μόνο κρατά την κάμερα, αλλά και στρέφει τον φακό στο σκοτεινό, ανομολόγητο, εξοργιστικό– και ταυτόχρονα τόσο αληθινό– κομμάτι της γυναικείας εμπειρίας.
Είναι μια ταινία που, αν και ατελής, είναι αδιαπραγμάτευτα απαραίτητη.
*Υ.Γ: Τυχαία, παρακολούθησα την ταινία την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η ομόφωνη ενοχή του Πέτρου Φιλιππίδη, μετά από μια πολύμηνη και εξουθενωτική για τα θύματα δικαστική διαδικασία. Καθόλου τυχαία, παρακολούθησα τα 3/4 της βουρκωμένη. Το ίδιο και η (άγνωστη) διπλανή μου.