ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μανόλης Αναγνωστάκης: 6 υπέροχα ποιήματα του ποιητή του έρωτα και του αγώνα

Eurokinissi

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη. Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα, το 1942 και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα, το 1944.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία το 1951.

Την περίοδο 1959-1961, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, εξέδιδε το περιοδικό «Κριτική», ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).

Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

«Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο.

Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας” και τα σχετικά.

Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά.

Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει», είχε εξομολογηθεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης για το έργο του.

Μανόλης Αναγνωστάκης: 6 υπέροχα ποιήματα του «ποιητή της ήττας»

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου `κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα `σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Ὁ Οὐρανός

Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου

Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου

Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος

Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα

Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει

Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα

Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ

Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα

Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

Ἐπίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.

Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς

προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη

Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν

μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.

«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,

«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες

κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Ἔστω.

Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος…

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα

Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση

Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων

Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;

Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ

Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε

Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;

(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα

βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν

πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας

διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)

Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ

Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα

Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα

Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.

Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις

Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις

Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου

Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα

Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις

Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.

Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;

Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.

Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ

Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε

Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ

Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα

Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες

Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια

Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.

Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.

Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.

Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε

Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας

Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις

Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.

Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;

Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε…

Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου

Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη

Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη

Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου

Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου

Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ

πρὶν ἀπὸ μένα

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω

ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου

μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ

ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε…

Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου

Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!

Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω

ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου

μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ

ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε…

Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα…