Καλάβρυτα: Πήραμε τα βουνά
- 31 ΙΑΝ 2015
Δεν είμαι πολύ της χειμερινής εξόρμησης. Καθότι κρυουλιάρα κυρίως. Όμως φέτος, μετά από καιρό ομολογώ, την πήρα την απόφαση να αφήσω τα ζεστά μου και να την τολμήσω. Στα Καλάβρυτα θα πηγαίναμε, όχι για να υψώσουμε το λάβαρο της επανάστασης ή για κανέναν άλλο σπουδαίο λόγο, αλλά γιατί θέλαμε λίγο να αλλάξουμε παραστάσεις, να πάμε κάπου κοντά που θα έμοιαζε με μακριά και να περάσουμε όμορφα. Η Μαρίνα και ο Παναγιώτης ήθελαν να κάνουμε σκι, εγώ όχι. Ήθελαν να τρέχουμε από αξιοθέατο σε αξιοθέατο, εγώ όχι. Ήθελαν να ξυπνάμε λίγο νωρίτερα, εγώ όχι. Τελικά εκτός από το σκι, όλα τα άλλα τα έκανα. Η φάση ήταν επιστροφή στην φύση, ομίχλη στα στενάκια του χωριού και καλό φαγητό.
Ξεκινήσαμε λίγο πριν τις γιορτές με ζεστά ρούχα και με μία χαρά άλλο πράμα (και με λίγη δική μου γκρίνια), ο Παναγιώτης είναι εξαιρετικός οδηγός (αν δεν παινέψουμε τους φίλους μας) και ο δρόμος μας φάνηκε πιο λίγος από ότι είναι. Στην πραγματικότητα είναι περίπου 200 χιλιόμετρα. Αρκετά για να χρειαστείς μία στάση κάπου για κρουασάν σοκολάτας και ζαμπονοτυρόπιτες. Στην Ακράτα σταματήσαμε και αν δεν το είχαμε κάνει αυτό σε δύομιση ωρίτσες θα ήμασταν εκεί.
Με το που φτάσαμε στο χωριό, είδαμε το ξενοδοχείο μας, το Hotel Filoxenia & Spa. Ναι, ναι και Spa. Για την ακρίβεια υδρομασάζ (λέγε με τζακούζι), που έκανα τα δύο από τα τέσσερα βράδια που μείναμε. Πόσο χαλαρωτικό θεοί. Ένα βράδυ που δοκίμασα το χαμάμ το ψιλομετάνιωσα να σου πω την αλήθεια. Γιατί να θέλεις να ιδρώνεις δηλαδή σώνει και ντε; Όμως δεν μπορώ να πω η κοπέλα που ήταν υπεύθυνη για αυτά αλλά και ο Ντίνος, ο ένας εκ των ιδιοκτητών ήταν αρκετά εξυπηρετικοί.
Την πρώτη μέρα ζητήσαμε οδηγίες για το πού θα φάμε. Μας είπαν ένα σωρό και διαλέξαμε το Σπιτικό. Η τυροκαυτερή του ήταν όνειρο. Αυτή θυμάμαι περισσότερο αν και οι μερίδες του γενικά ήταν γενναίες. Η ιδιοκτήτρια ήταν ευγενέστατη και από μουσική έπαιζε Θανάση και Μάλαμα. Το βραδάκι (όχι και αξημέρωτα, γιατί δεν είσαι και στην Αράχωβα) πήγαμε στο Σκηνικό, ένα ροκάδικο μικρό και ευτυχώς ζεστό (γιατί έξω Δεκέμβρης μήνας ήταν, το είχε το κρυάκι του), ακούσαμε When the music’ s over και Hey you, είδαμε φωτογραφίες από Τζάνις Τζόπλιν και δεν θέλαμε να φύγουμε.
Η επόμενη ήταν η μέρα του Οδοντωτού. Αυτού του μικρού τρένου, που τελευταία φορά είχα μπει όταν ήμουν μικρούλα με γονείς.
Ε, από τότε, παρότι εγώ δεν μεγάλωσα και πολύ, αυτό άλλαξε κομματάκι. Η διαδρομή του όμως παρέμεινε ίδια. Δεν θυμόμουν και πολλά βέβαια, αλλά ήταν το ίδιο εντυπωσιακή.
Περνούσαμε πάνω από το φαράγγι του Βουραϊκού και οι φωτογραφικές των κινητών είχα πάρει φωτιά, στροφή και κλικ ένα πράγμα. Πολύ πράσινο, πολύ νερό, όμορφη και άγρια φύση, που όσο προχωρούσες την έβλεπες να ξεδιπλώνεται όλο και πιο περήφανα μπροστά σου.
Φτάσαμε μέχρι το Διακοφτό, μας έκανε καλή μέρα (με ήλιο δηλαδή, γιατί από δροσιά είχε μπόλικη), οπότε κάναμε βόλτα ως την παραλία και κάτσαμε για καφέ. Για όσο προλαβαίναμε βέβαια γιατί ο Οδοντωτός θα μας έπαιρνε σύντομα μαζί του για την επιστροφή.
Τότε ήταν που κατεβήκαμε για λίγη ώρα στη Ζαχλωρού. Τι τέλεια. Είναι λίγο spooky, λίγο παραδοσιακή, λίγο σαν να θες να αποκλειστείς εκεί. Μια ταμπέλα έλεγε να μην κόβουμε τα λουλούδια (ενώ δεν υπήρχαν), το γεφυράκι με τις ράγες πάνω ήταν αρκετά τρομακτικό, αλλά εμείς ατρόμητοι κάτσαμε με τις ώρες για φωτογραφίες και η ταβέρνα που φάγαμε ήταν αυτό που μου έμεινε περισσότερο από όλη την εκδρομή. Ζαχλωρού την έλεγαν και αυτή.
Ο ιδιοκτήτης τα έσπαγε. Και ο χώρος ήταν όσο γραφικός έπρεπε. Με τις κουρελούδες του, με τη ζωντανή του μουσική aka ένα παλικάρι με κιθάρα που έλεγε το Σαν Σταρ του Σινεμά του (ναι το Μην Ξαναρθείς απ’ την Δουλειάαα) και το Αμοργός του Καζούλη (έλα ρε τι τραγούδι). Έκατσε μαζί μας για να μας πείσει για το αγριογούρουνο στιφάδο, δεν χρειάστηκε πολύ, αυτό πήρα και παιδιά, γιάμι, γιάμι, γιάμι, δεν έχω λόγια. Μας κέρασε κρασί, μας περιποιήθηκε και μετά, αφού φάγαμε και την φορμαέλα μας (κάτι σαν σαγανάκι που μου φάνηκε υπεραλμυρό), φύγαμε σχεδόν τρέχοντας να προλάβουμε το τρένο.
Η μέρα που ακολούθησε ξεκίνησε με πρωινό τέλειο (όπως και όλες οι άλλες), συνεχίστηκε με Σπήλαιο Λιμνών, που κάπως αλλιώς το περιμέναμε και κάπως αλλιώς το βρήκαμε. Νομίζαμε ότι θα μπούμε σε βαρκούλες και άλλα τέτοια περιπετειώδη, αλλά τελικά αρκεστήκαμε σε πεζοπορία μέσα στο σπήλαιο, με τους υπέροχους κατά τα άλλα σταλαχτίτες και σταλαγμίτες που έμοιαζαν με πτυχώσεις από κουρτίνα ή από αρχαιοελληνικό μανδύα.
Ο ξεναγός μας είπε ότι εκεί μέσα ζουν πάρα πολλές νυχτερίδες, πέταξαν και μερικές πάνω από το κεφάλι μας.
Η φάση ήταν Λάρα Κροφτ, σαν βιντεοπαιχνίδι με πίστες ένα πράγμα ναι. Λίγο πριν φύγουμε μας σταμάτησε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας για να μας κεράσει τεντούρα, το παραδοσιακό ποτό εκεί στην Αχαΐα. Κάτι σαν λικέρ με απόσταγμα γαρίφαλου και κανέλας. Δοκιμάσαμε και από τα γλυκά του κουταλιού που είχε.
Για φαγητό πήγαμε σε ένα εστιατόριο με θέα στα βουνά και τα λαγκάδια, τύπου σαλέ. Το βράδυ φάγαμε μία σαλατάρα όνειρο μπροστά σε τζάκι στο πιο ζεστό μαγαζί του χωριού, το Montana. Έπρεπε να φάμε καλά, γιατί την άλλη μέρα θα πηγαίναμε χιονοδρομικό. Τζάμπα το πολύ φαγητό τελικά γιατί σκι δεν κάναμε (γιούπι και δεν ήθελα), επειδή δεν είχε αρκετό χιόνι (όσο χρειαζόταν για να μπορούμε δηλαδή, γιατί μια χαρά κάτασπρα ήταν όλα). Κάτσαμε στην καφετέρια μόνο και πήγαμε λίγο κόντρα στον παγωμένο αέρα, γιόλο.
Α για το προηγούμενο βράδυ δεν σας είπα, αφήστε το καλύτερα, τελειωμένο κλαμπάκι, σαν αυτά στις πενταήμερες, χρόνος παραμονής το πολύ μισάωρο με δυσκολία.
Μετά το χιονοδρομικό, που λέτε, περάσαμε από τον Τόπο Θυσίας, όπου ένας δέος το νιώθεις, αφού τα ονόματα των ανθρώπων που σκοτώθηκαν το 1943 είναι γραμμένα σε παγωμένα μάρμαρα. Πάντως έχει πολύ ωραία θεά από την κορυφή του (όπου θα φτάσεις αν ανέβεις κάτι σκαλιά, διασχίζοντας ουσιαστικά ένα μονοπάτι ανάμεσα σε πολύ πράσινο, τύπου δάσος).
Όχι πια πόλεμοι γράφει στο χόρτο. Μακάρι, αλλά πού;
Και μετά ήρθε η ώρα των μοναστηριών, πήγαμε σε δύο. Στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου που είναι πολύ ψηλά και από μακριά τη βλέπεις σαν σφηνωμένη στο βράχο. Και στην Μονή Αγίας Λαύρας με τα ιερά κειμήλια και όλα τα σχετικά, που το 1821 είχε υψωθεί το λάβαρο της επανάστασης και που οι μοναχοί (παραδόξως) μου ήταν κάπως συμπαθείς. Εντάξει αρκετά με τα μοναστήρια.
Το βράδυ εξουθενωμένοι θέλαμε μόνο μία κρέπα κι ένα ροκάδικο (εκείνο που σας είπα), όμως ήταν κλειστό κι έτσι γυρνούσαμε στους δρόμους. Κι εκεί που φώναζα fog fog (δηλαδή ομίχλη, γιατί είχε), είδα το σύνθημα Έρωτας και Επανάσταση, που μου θύμισε λίγο τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και το πέρα δώθε μας από μοναστήρι σε μοναστήρι και τότε ήταν που θυμήθηκα την κούραση και έπρεπε πια να κοιμηθώ.
Τελευταία μέρα και αφού μαζέψαμε βαλίτσες (πάντα το βαριέμαι αυτό το part), επισκεφτήκαμε το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Η ανατριχίλα που αισθάνεσαι είναι το λιγότερο που μπορώ να πω. Αντικείμενα των ανθρώπων που χάθηκαν, γεμίζουν τις προθήκες. Αφού ήπιαμε έναν καφέ (λευκή σοκολάτα για μένα) και φορτίσαμε με μανία τα κινητά και τα iPads μας, κάναμε μία βόλτα στα μαγαζάκια με παραδοσιακά προϊόντα. Μας κεράσανε μέλι, τσίπουρα, αλλά και βότανο που το μασάς, σου καίει το λαιμό και σου κάνει καλό στο αναπνευστικό. Ε αφού είχε μεσημεριάσει πια, ξεκινήσαμε το ταξίδι για την επιστροφή. Καλαβρυτάκια τα ξαναλέμε.