ΒΙΒΛΙΑ

Η Philippa Perry έγραψε «Το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς» κι εδώ θα βρεις ένα απόσπασμα πρώτη

Pexels

Η Philippa Perry μάς κέρδισε με το παγκόσμιο best seller της, Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου. Είναι μία έμπειρη ψυχοθεραπεύτρια που έχει βρει τον τρόπο να μιλά στην καρδιά και το μυαλό μας, να μας απαλάσσει από τις αγκυλώσεις μας μέσα από τις σελίδες της και να μας ανοίγει νέους δρόμους σκέψης, σίγουρα πιο λειτουργικούς για τη ζωή μας και με τελικό προορισμό τη δική μας ευτυχία. Από την Τετάρτη, 17 Απριλίου, έρχεται ξανά στη ζωή μας με ένα νέο βιβλίο που θα ασχοληθεί με ένα άλλο θεμελιώδες κεφάλαιο της ζωής μας: Τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Με όλες τις σχέσεις μας και τον τρόπο που συνδεόμαστε με τους άλλους καταπιάνεταιΤο βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς.

Γιατί θέλουμε πάντα να συνδεόμαστε με τους άλλους και πώς δημιουργούμε τελικά αυτές τις συνδέσεις; Προσδοκούμε το «τέλειο», χωρίς να αναγνωρίζουμε ότι η τελειότητα είναι ένας μύθος και παράλληλα φοβόμαστε κάθε «για πάντα». Γιατί; Τις απαντήσεις στις παραπάνω απορίες θα τις βρεις στο Το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς, από τη Philippa Perry.

«Το παν στη ζωή είναι οι σχέσεις και η ποιότητα αυτών των σχέσεων που δημιουργούμε είτε με συγγενείς, συντρόφους, φίλους, συναδέλφους, είτε –κι αυτό είναι το πιο σημαντικό– με τον ίδιο τον εαυτό μας», αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί την Τετάρτη, 17 Απριλίου, από τις εκδόσεις Διόπτρα. «Αν καταφέρνουμε να έχουμε σχέσεις λειτουργικές και ισορροπημένες, τότε μας είναι ευκολότερο να διαχειριστούμε τα όποια ζόρια μας επιφυλάσσει η ζωή», συνεχίζει.

Η Philippa Perry αφού χώρεσε σε ένα βιβλίο όλα εκείνα που θα θέλαμε να ξέρουμε για τη γονεϊκότητα, ώστε μια μέρα τα παιδιά μας να μας ευγνωμονούν που διαβάσαμε τις γραμμές της, έρχεται να μας βοηθήσει σε ένα άλλο βασικό κίνητρο (και ανταμοιβή ταυτόχρονα) της ζωής μας, τις ανθρώπινες σχέσεις.

«Πώς βρίσκουμε τον έρωτα και πώς τον διατηρούμε; Τι μπορούμε να κάνουμε για να διαχειριζόμαστε καλύτερα τις συγκρούσεις; Πώς αντιμετωπίζουμε την αλλαγή και την απώλεια; Τι σημαίνει ικανοποίηση για τον καθένα από εμάς; Άραγε είναι οι άλλοι ενοχλητικοί, ή, μήπως, είμαστε εμείς το πρόβλημα;», είναι μερικά από τα ερωτήματα που από την Τετάρτη, 17 Απριλίου, μπορούν να σού απαντηθούν με τη συμβολή της πένας της Philippa Perry και του βιβλίου της Το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς (μετάφραση Μαρία Ρόζα Τραϊκόγλου). Θα γίνει ένα ωραίο δώρο προς τον εαυτό σου και προς τους δικούς σου ανθρώπους, άντε και προς κάποιους που δεν αγαπάς, αφού ο υπότιτλος του βιβλίου συνιστά να το διαβάσουν κι εκείνοι.

Παρακάτω θα απολαύσεις την προδημοσίευση αποσπάσματος του βιβλίου που εξασφάλισε για σένα αποκλειστικά το LadyLike.

Το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς*

*ίσως και κάποιοι που δεν αγαπάς

το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς Εκδόσεις Διόπτρα

Διάβασε παρακάτω ένα απόσπασμα του βιβλίου

ΠΩΣ ΑΓΑΠΑΜΕ

Χτίζοντας ισχυρούς και ουσιαστικούς δεσμούς με τους άλλους και με τον εαυτό μας

Στη δυτική κοινωνία, έχουμε καταλήξει να πιστεύουμε πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό για κάποιον να είναι ανεξάρτητος. Παντού ακούμε ιστορίες για υποτιθέμενους αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες και για «μοντέρνες, ανεξάρτητες γυναίκες», όπως απαιτούν τα στερεότυπα. Προσωπικά, ωστόσο, θεωρώ πως δεν είμαστε ποτέ απολύτως ανεξάρτητοι. Βασιζόμαστε στους άλλους σχεδόν για κάθε τομέα της ζωής μας, από τη συγκομιδή της τροφής μας και τη διανομή της στα καταστήματα, μέχρι την προμήθεια τρεχούμενου νερού και το χτίσιμο των σπιτιών μας. Είναι λάθος να πιστεύουμε πως υπάρχει απόλυτη ανεξαρτησία. Κι ακριβώς όπως χρειαζόμαστε τους άλλους για να μας παρέχουν πόσιμο νερό, έτσι τους χρειαζόμαστε και για την παρέα τους – έστω κι αν ορισμένοι έχουμε προσπαθήσει να αποβάλουμε αυτή την ανάγκη.

Σε αντίθεση με ορισμένα ζώα, εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε πλήρως ανεπτυγμένοι όταν γεννιόμαστε. Αναπτυσσόμαστε σε στενή σχέση με τους πρώτους φροντιστές μας – η αίσθηση της ατομικότητάς μας, η ταυτότητα, οι ανάγκες και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας διαμορφώνονται ανάλογα με τη φροντίδα που δεχόμαστε. Ο ψυχαναλυτής και παιδίατρος Ντόναλντ Γουίνικοτ είχε πει: «Δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για ένα βρέφος, αλλά για ένα βρέφος και μία μητέρα». Με άλλα λόγια, είμαστε πλάσματα που έχουν ανάγκη από έναν ισόβιο σύνδεσμο, ώστε να νιώθουμε πως είμαστε τμήμα ενός ευρύτερου κόσμου. Αυτός ο σύνδεσμος συνήθως έχει να κάνει με ανθρώπους, αλλά μπορούμε, επίσης, να συνδεόμαστε με ιδέες, μέρη και αντικείμενα. Πάντα, όποιο κι αν ήταν το πρόβλημα που μου παρουσίαζαν παλιότεροι πελάτες μου, ανακάλυπτα πως είχε τη ρίζα του στις σχέσεις τους – στο πώς παλιότερες σχέσεις τους είχαν επηρεάσει την κοσμοθεωρία τους και τη σχέση τους με τον εαυτό τους, ή πώς είχαν επιδράσει στις σχέσεις τους με τους άλλους. Αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το βιβλίο μιλώντας για τη σύνδεσή μας με τους άλλους, επειδή είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Πολλοί άνθρωποι, προτού πεθάνουν, λένε πως το σημαντικότερο πράγμα που έχει απομείνει στη ζωή τους είναι οι σχέσεις τους, κι αυτές αφορούν συνήθως τους άλλους.

Επειδή είμαστε περίπλοκα όντα και καθένας μας προέρχεται από ελαφρώς διαφορετική κουλτούρα –και σε αυτόν τον όρο συμπεριλαμβάνω τις γενικότερες συνήθειές μας, τη δυναμική της οικογένειας, τη γλώσσα, τους τρόπους με τους οποίους ενεργούμε–, οι σχέσεις μπορεί να είναι μπερδεμένες. Όλοι έχουμε διαφορετικά συστήματα πεποιθήσεων και τρόπους να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας. Είναι ζωτικής σημασίας να βρείτε έναν τρόπο να πετύχουν αυτές οι σχέσεις για εσάς και τους ανθρώπους που σας περιβάλλουν, αλλά δεν είναι κάτι ξεκάθαρο. Ελπίζω πως αυτό το κεφάλαιο θα σας φανεί χρήσιμο ως προς αυτό.

Γιατί λαχταράμε τη σύνδεση

Η ανάγκη να νιώθουμε συνδεδεμένοι είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχουμε ανάγκη να συνδεόμαστε όχι μόνο με άλλους ανθρώπους, αλλά και με ιδέες, με αντικείμενα, με το περιβάλλον μας. Θέλουμε να νιώθουμε κομμάτι μιας ευρύτερης εικόνας και αντλούμε αυτή την αίσθηση είτε κάνοντας ουσιαστικές συζητήσεις είτε πιάνοντας την κουβέντα στη στάση του λεωφορείου, διαβάζοντας ένα βιβλίο ή παρακολουθώντας κάτι στην τηλεόραση. Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που έχουμε εθιστεί στα κινητά μας: Μας δίνουν μια αίσθηση σύνδεσης, που απελευθερώνει μικρές δόσεις ντοπαμίνης (η ορμόνη που μας κάνει να «νιώθουμε καλά»).

Παρ’ όλα αυτά, αν το μοναδικό είδος σύνδεσης που έχουμε είναι μέσω μιας οθόνης, υπάρχει πιθανότητα να αρχίσουμε να νιώθουμε κατάθλιψη, εφόσον χρειαζόμαστε περισσότερο ενεργούς τρόπους σύνδεσης, όπου υπάρχει αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε εμάς και σε έναν άλλο άνθρωπο. Σε αντίθετη περίπτωση, υποφέρουμε πνευματικά. Θέλουμε στη ζωή μας ανθρώπους που μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά και χρειαζόμαστε ανθρώπους που υποστηρίζουν την εκάστοτε εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ώστε να επιβεβαιώνουμε την ταυτότητά μας. Η σύνδεση είναι σημαντική, επειδή οι άνθρωποι στη ζωή μας μοιάζουν με καθρέφτες, όπου βλέπουμε τον εαυτό μας. Η αντίδραση των άλλων λειτουργεί ως ένα είδος ελέγχου και ισορροπίας για την πνευματική υγεία μας.

Η μεγαλύτερη σύνδεση, ωστόσο, εγκυμονεί κι αυτή κινδύνους. Για να το εξηγήσω αυτό, επιτρέψτε μου να παραθέσω μια χρήσιμη αναλογία που περιγράφει το ανθρώπινο σώμα ως καλυμμένο από γάντζους. Αν δεν έχουμε κανέναν γάντζο, τότε κανείς δεν μπορεί να συνδεθεί μαζί μας, όπως κι εμείς δεν μπορούμε να συνδεθούμε με κανέναν, γεγονός που μας κάνει να νιώθουμε απομονωμένοι και μόνοι. Αν όμως έχουμε διαθέσιμους όλους τους γάντζους, τότε συνδεόμαστε με τους πάντες και τα πάντα συνεχώς, έτσι που κάθε ατομική σύνδεση παύει να έχει νόημα ή βαρύτητα. Πηδάμε από άτομο σε άτομο, από ιδέα σε ιδέα, και παλεύουμε να κρατηθούμε από κάποιον ή από κάτι που έχει σημασία. Συνδεόμαστε με τα πάντα και σύντομα ανακαλύπτουμε πως δεν συνδεόμαστε με τίποτα. Όλοι έχουμε γνωρίσει κάποιον που μοιάζει «σκόρπιος» κι η προσοχή του διαχέεται παντού, κάποιον που δυσκολευόμαστε να ακολουθήσουμε ή να επιδράσουμε σωστά μαζί του, επειδή νιώθουμε διαρκώς πως δεν έχουμε την πλήρη προσοχή του. Αυτή είναι μια εμμονική συμπεριφορά και για μικρά διαστήματα δεν βλάπτει –για πολλούς, μάλιστα, μπορεί να αποτελέσει μία οδό προς τη δημιουργικότητα–, αλλά μακροπρόθεσμα είναι μη βιώσιμη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Όλοι έχουμε ανάγκη να νιώθουμε πως ανήκουμε σε μια οικογένεια, σε ένα πρότζεκτ, σε μια κοινότητα ή σε έναν άλλο άνθρωπο. Είμαστε πλάσματα των δεσμών κι είναι επικίνδυνο να το αρνιόμαστε.

Όπως με πολλά πράγματα, έτσι κι εδώ πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία. Αν έχουμε διαθέσιμους λίγους γάντζους –όχι όλους, αλλά μερικούς–, τότε μπορούμε να αγκιστρωθούμε από κάποιον για τον οποίο νοιαζόμαστε και από κάτι για το οποίο ενδιαφερόμαστε, κι έτσι να βγάλουμε νόημα.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας για να κάνουμε κάτι που μας ικανοποιεί, να είμαστε δεκτικοί σε νέα άτομα που θα μπουν στη ζωή μας, να εκτιμήσουμε τις αξίες τους και να διαπιστώσουμε αν ταιριάζουν ή όχι με τις δικές μας. Είναι καλή ιδέα να έχουμε γύρω μας ανθρώπους που μας κάνουν να νιώθουμε θετικά για τον εαυτό μας.

Ανθρώπους που, αν μας προκαλούν, το κάνουν με τρόπο που μας κάνει να νιώθουμε πιο ανάλαφροι – ανθρώπους που βρίσκονται στο πλευρό μας.

Σε οποιαδήποτε ομάδα –σχολείο, χώρο εργασίας, κοινωνική ομάδα ή πολυμελή οικογένεια– είναι φυσιολογικό να προκύπτουν υποομάδες. Αυτό δεν είναι κάτι καλό ή κακό, είναι απλώς μια φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά. Όταν πλησιάζουμε ένα άτομο ή περισσότερα, δημιουργείται μια υποομάδα, και το να βρούμε τη θέση μας μέσα σε αυτή μπορεί να διαμορφώσει την ταυτότητά μας και την αίσθηση πως ανήκουμε κάπου. Μέσα σε μια ομάδα δεν αντικατοπτρίζουμε μόνο τα άτομα γύρω μας, με αποτέλεσμα να αποκτούμε μια αίσθηση του ποιοι είμαστε, αλλά ταυτόχρονα ερχόμαστε σε αντίθεση με τα άτομα έξω από αυτή, προσδιορίζοντας ποιοι δεν είμαστε.

Γι’ αυτόν τον λόγο είναι τόσο σημαντικό να ανήκουμε σε ομάδες και γι’ αυτό μπορεί να είναι τόσο δύσκολο να μείνουμε εκτός.

Δεν χρειαζόμαστε όλοι τον ίδιο αριθμό συνδέσεων – ορισμένοι μπορούμε να ζούμε με ελάχιστες, κι αυτή η γυναίκα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Δεν ξέρω αν είναι εφικτό να σχηματιστούν αυθεντικές συνδέσεις και συμμαχίες, αν αυτό δεν το κάνουμε για δική μας απόλαυση και για να έχουμε μια αίσθηση συγγένειας.

Αν θέλουμε να συνδεθούμε με άλλους ανθρώπους, πρέπει να βρούμε το κουράγιο να γίνουμε δεκτικοί, να φανερώσουμε τις αδυναμίες μας και να φροντίσουμε τους άλλους, όταν κάνουν κι εκείνοι το ίδιο.