H Jojo Moyes “διαβάζει” τη γυναίκα σαν ανοιχτό βιβλίο. 7 εκατομμύρια αντίτυπα το επιβεβαιώνουν
- 2 ΑΠΡ 2019
Από το 2002, όταν εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημά της, η έως τότε δημοσιογράφος Jojo Moyes ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αγαπητή περίπτωση συγγραφέως ευρύτερα αλλά και στην Ελλάδα, όπου τα βιβλία της έχουν ξεπεράσει τις 50.000 αντίτυπα. Το παγκόσμιο best seller «Πριν έρθεις εσύ» έχει πουλήσει εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως, κυκλοφορεί σε 39 χώρες, ενώ έχει μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη με την Emilia Clarke.
Στις 4 Απριλίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός το «Και τώρα εγώ», το βιβλίο που αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια των « Πριν έρθεις εσύ» και του «Μετά από σένα». Πρόκειται για ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα με τη γυναίκα ξεκάθαρα στο επίκεντρο. Το Ladylike εξασφάλισε ένα κομμάτι από το νέο βιβλίο της Jojo Moyes:
“Αργότερα χάρηκα που ο χώρος ήταν τόσο γεµάτος, επειδή όταν παραπάτησα στο πλάι και έπεσα πάνω στον άντρα που έστεκε δίπλα µου, εκείνος άπλωσε το χέρι ενστικτωδώς και στη στιγµή κάµποσα κοστουµαρισµένα µπράτσα µε βοήθησαν να µείνω στα πόδια µου, µια θάλασσα από πρόσωπα που χαµογελούσαν ανήσυχα. Όσο τους ευχαριστούσα ζητώντας συγγνώµη είδα το λάθος µου. Όχι, δεν ήταν ο Γουίλ – τα µαλλιά του είχαν το ίδιο χρώµα και κούρεµα, το δέρµα του την ίδια καραµελένια χροιά. Αλλά πρέπει να µου ξέφυγε µια κοφτή ανάσα, επειδή ο άντρας που δεν ήταν ο Γουίλ είπε: «Με συγχωρείς, σε τρόµαξα;»
«Εγώ… όχι». Έφερα το χέρι στο µάγουλο και κάρφωσα τα µάτια στα δικά του. «Απλώς µοιάζεις µε – µε κάποιον που γνωρίζω. Γνώριζα». Ένιωσα το πρόσωπό µου να ανάβει, το κοκκίνισµα να ξεκινά στο στέρνο και να απλώνεται ως τις ρίζες των µαλλιών.
«Είσαι εντάξει;»
«Ναι, µια χαρά. Είµαι µια χαρά». Τώρα ένιωθα ηλίθια. Το πρόσωπό µου θαµπόφεγγε από χαζοµάρα.
«Είσαι Αγγλίδα».
«Εσύ πάλι όχι».
«Δεν είµαι καν από τη Νέα Υόρκη. Από τη Βοστόνη. Τζόσουα Γουίλιαµ Ράιαν ο Τρίτος». Άπλωσε το χέρι.
«Ως και το ίδιο όνοµα έχεις».
«Ορίστε;»
Πήρα το χέρι του. Από κοντά ήταν αρκετά διαφορετικός από τον Γουίλ. Τα µάτια του ήταν σκούρα καστανά, το µέτωπό του πιο χαµηλό. Η οµοιότητα, όµως, µε είχε ταράξει λίγο. Τράβηξα το βλέµµα µου από το δικό του έχοντας συναίσθηση ότι κρατούσα ακόµα τα δάχτυλά του. «Με συγχωρείς. Είµαι λίγο…»
«Θα σου φέρω κάτι να πιεις».
«Δε γίνεται. Πρέπει να συνοδεύσω τη… τη φίλη µου. Εκείνη εκεί».
Κοίταξε την Άγκνες. «Τότε θα φέρω από ένα ποτό στην κάθε µία. Δε θα –εµ– δε θα δυσκολευτώ να σας βρω». Χαµογέλασε πλατιά και µε άγγιξε στον αγκώνα. Πάσχισα να τραβήξω τα µάτια από πάνω του καθώς αποµακρυνόταν.
Καθώς πλησίαζα την Άγκνες, είδα τη σύζυγο του άντρα που της µιλούσε να τον τραβά απότοµα. Η Άγκνες σήκωσε το χέρι σαν να ήθελε να του απαντήσει κάτι και βρέθηκε να µιλά σε µια φαρδιά κοστουµαρισµένη πλάτη. Γύρισε και η όψη της ήταν τραβηγµένη.
«Με συγχωρείτε. Κόλλησα στο πλήθος».
«Το φόρεµά µου είναι λάθος, έτσι δεν είναι;» µου ψιθύρισε. «Έκανα τεράστιο λάθος».
Το είχε δει κι εκείνη. Μέσα στη θάλασσα των κορµιών έδειχνε κάπως υπερβολικά φωτεινό, όχι τόσο πρωτοποριακό όσο χυδαίο. «Τι θα κάνω; Καταστροφή. Πρέπει να αλλάξω».
Προσπάθησα να υπολογίσω αν προλαβαίναµε σε λογικά πλαίσια να γυρίσουµε στο σπίτι για να αλλάξει. Ακόµα και χωρίς κίνηση θα έλειπε καµιά ώρα. Και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να µην ξαναγυρίσει…
«Όχι! Δεν είναι καταστροφή. Καθόλου. Απλώς πρέπει να…» Έκανα µια παύση. «Σε ένα τέτοιο φόρεµα, ξέρετε, πρέπει να δώσετε στιλ εσείς».
«Τι πράγµα;»
«Να το κάνετε δικό σας. Με το κεφάλι ψηλά. Σαν να µη σας καίγεται καρφάκι».
Με κοίταξε.
«Αυτό µου το έµαθε κάποτε ένας φίλος. Ο άντρας για τον οποίο δούλευα. Μου είπε να φορέσω το ριγέ καλσόν µε περηφάνια».
«Ποιο πράγµα να φορέσεις;»
«Μου είχε… Τέλος πάντων, µου έλεγε ότι δεν πειράζει να είµαι διαφορετική από τους άλλους. Κυρία Γκόπνικ, είστε εκατό φορές ωραιότερη από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εδώ µέσα. Είστε εκπληκτική. Και το φόρεµα είναι εντυπωσιακό. Σκεφτείτε, λοιπόν, ότι είναι σαν να σηκώνετε ένα τεράστιο δάχτυλο σε όλους αυτούς. Καταλάβατε; Σαν να λέτε Θα φοράω ό,τι γουστάρω».
Με κοίταξε προσεκτικά. «Αλήθεια το λες;»
«Και βέβαια».
Πήρε βαθιά ανάσα. «Δίκιο έχεις. Θα γίνω τεράστιο δάχτυλο». Ίσιωσε τους ώµους. «Κι έτσι κι αλλιώς, κανένας άντρας δεν κοιτάζει τι φόρεµα φοράς, ναι;»
«Ούτε ένας».
Χαµογέλασε και µου έριξε ένα βλέµµα γεµάτο γνώση. «Τους νοιάζει µόνο τι είναι από κάτω».
«Εντυπωσιακό φόρεµα, κυρία µου», είπε ο Τζόσουα και εµφανίστηκε στο πλάι µου. Μας έδωσε από ένα ψηλόλιγνο ποτήρι. «Σαµπάνια. Το µοναδικό κίτρινο ποτό ήταν ένα Σαρτρέζ και ανακατεύτηκα λιγάκι και µόνο που το είδα».
«Ευχαριστώ». Πήρα ένα ποτήρι.
Άπλωσε το χέρι στην Άγκνες. «Τζόσουα Γουίλιαµ Ράιαν ο Τρίτος».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αληθινό αυτό το όνοµα».
Γύρισαν και οι δύο και µε κοίταξαν.
«Μόνο στις σαπουνόπερες έχουν τέτοια ονόµατα», είπα κι έπειτα συνειδητοποίησα ότι αυτό έπρεπε να το σκεφτώ, όχι να το πω δυνατά.
«Καλά, λοιπόν, εσύ µπορείς να µε λες Τζος», είπε καλοδιάθετα.
«Λουίζα Κλαρκ», είπα κι έπειτα πρόσθεσα: «Η Πρώτη».
Τα µάτια του µισόκλεισαν ελάχιστα.
«Κυρία Λέοναρντ Γκόπνικ. Η Δεύτερη», είπε η Άγκνες. «Μάλλον, όµως, το ήξερες αυτό».
«Πράγµατι. Σας συζητά όλη η πόλη». Τα λόγια του θα µπορούσαν να ηχήσουν σκληρά, µα εκείνος τα είπε µε θέρµη. Είδα τους ώµους της Άγκνες να χαλαρώνουν λίγο.
Ο Τζος, όπως µας είπε, είχε έρθει µε τη θεία του γιατί ο σύζυγός της έλειπε σε ταξίδι κι εκείνη δεν ήθελε να παραστεί µόνη. Εργαζόταν σε µια χρηµατιστηριακή εταιρεία, µιλούσε µε οικονοµικούς διαχειριστές και αντισταθµιστικά κεφάλαια σχετικά µε την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων. Ειδικευόταν, είπε, σε κοινές µετοχές και δάνεια.
«Δεν έχω ιδέα τι σηµαίνουν όλα αυτά», είπα.
«Συνήθως ούτε κι εγώ».
Φυσικά ήθελε απλώς να φανεί γοητευτικός. Ξαφνικά, όµως, ένιωσα ότι ο χώρος είχε ξεπαγώσει λίγο. Ο Τζος ήταν από το Μπακ Μπέι της Βοστόνης, µόλις είχε µετακοµίσει σε ένα διαµέρισµα στο Σόχο, το οποίο ο ίδιος περιέγραψε ως λαγούµι, και είχε πάρει δύο κιλά από την ηµέρα που είχε φτάσει στη Νέα Υόρκη επειδή τα εστιατόρια του κέντρου ήταν πολύ καλά. Είπε κι άλλα πολλά, µα δεν τα θυµάµαι όλα γιατί δεν µπορούσα να σταµατήσω να τον κοιτάζω.
«Εσείς, δεσποινίς Λουίζα Κλαρκ η Πρώτη; Με τι ασχολείστε;»
«Είµαι…»
«Η Λουίζα είναι φίλη µου. Ήρθε από την Αγγλία για να µε δει».
«Και πώς σας φαίνεται η Νέα Υόρκη;»
«Την έχω λατρέψει», είπα. «Νοµίζω ότι το κεφάλι µου γυρίζει διαρκώς».
«Και ο Κίτρινος Χορός είναι από τις πρώτες κοσµικές υποχρεώσεις σας. Επιτρέψτε µου να πω, κυρία Γκόπνικ η Δεύτερη, ότι δεν ασχολείστε µε µικροπράγµατα».
Η βραδιά κύλησε σαν νερό µε τη βοήθεια ενός δεύτερου ποτηριού σαµπάνια. Στο δείπνο µε έβαλαν ανάµεσα στην Άγκνες και σε έναν άντρα που δε µου είπε ποτέ το όνοµά του. Μου µίλησε µόνο µία φορά: ρώτησε το στήθος µου ποιους γνώριζε εκεί κι όταν έγινε σαφές ότι τελικά δε γνώριζα πάρα πολύ κόσµο, µου γύρισε την πλάτη. Παρακολουθούσα πόσο έπινε η Άγκνες κατ’ εντολή του κυρίου Γκόπνικ κι όταν τον έπιασα να µε κοιτάζει, άλλαξα το γεµάτο ποτήρι της µε το σχεδόν άδειο δικό µου, νιώθοντας ανακούφιση όταν είδα το µαλακό χαµόγελό του να το εγκρίνει. Η Άγκνες µιλούσε αρκετά δυνατά στον άντρα στα δεξιά της, το γέλιο της ήταν µάλλον πολύ έντονο, οι χειρονοµίες της ευέξαπτες και ανάστατες. Κοίταξα τις άλλες γυναίκες στο τραπέζι: ήταν όλες πάνω από σαράντα και είδα τον τρόπο µε τον οποίο την κοιτούσαν, είδα τα βαριά βλέµµατα που έριχναν η µία στην άλλη, σαν να ήθελαν να επιβεβαιώσουν κάποια σκοτεινή γνώµη που εξέφραζαν µεταξύ τους. Ήταν φρικτό”.