LIFE

Γιατί τόση bitchiness στα social media ρε παιδιά;

Το βράδυ της Κυριακής που πέρασε, η τηλεόραση έδειχνε το "High Fidelity" με τον John Cusack. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, δεδομένου ότι πλέον δύσκολα θα πετύχεις ενδιαφέρουσα ταινία στην τηλεόραση και μάλιστα σε ώρα που δεν κοιμάσαι. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Άνοιξα το Twitter για να γράψω μια από τις αστείες ατάκες που ακούγονται στην ταινία, η οποία έχει βασιστεί στο (πολύ χαριτωμένο) ομώνυμο βιβλίο του Nick Hornby. Κι άλλοι στο timeline μου συζητούσαν για τη συγκεκριμένη ταινία. Μετά από λίγη ώρα ανάγνωσης είδα ότι κάποιος αναρωτήθηκε:

“Πώς και δεν έχει βγει κανένας να πει ότι το High Fidelity είναι υπερεκτιμημένο; Χάλασε και το twitter”.Ήταν μια πολύ εύστοχη παρατήρηση. Όποιος το έγραψε είχε επισημάνει το μοτίβο της σοσιαλμιντιακής συμπεριφοράς πολλών χρηστών. Πράγματι, κάπου υπήρχε ένα tweet που έλεγε ότι το “High Fidelity” είναι υπερεκτιμημένο, συγκρίνοντάς το μάλιστα με ένα άλλο πράγμα, εξίσου υπερεκτιμημένο για τον συγκεκριμένο χρήστη, προς χάριν πρόκλησης γέλιου και άγρας retweets.

Προφανώς και δε μπορούμε όλοι να συμφωνούμε για όλα. Αυτό δε χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Είναι, όμως, περίεργο το πώς πολύ συχνά καταλήγουμε να διαφωνούμε στα social media, απλά για το “σπορ” της διαφωνίας και την καλλιέργεια εδάφους για τρολλάρισμα (sic). Και εντέλει, απλά για το bitchiness.

Τι είναι το bitchiness;;;

To bitchiness στα social media είναι η επιθετική συμπεριφορά των χρηστών, που βρίσκει την λεκτική της έκφραση σε Facebook status, σε tweets και εν γένει σε σχόλια του χρήστη, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο αναρτήσεων άλλων χρηστών. Να τονίσουμε ξανά, πως bitchiness δεν είναι η απλή διαφωνία με ένα περιστατικό ή την παράθεση της είδησής του. Αλλά η υπέρμετρη λεκτική αντίδραση απέναντι σε μια άποψη που εκφράζεται στο ίντερνετ.

 

Η υπέρβαση του μέτρου επιδέχεται, βέβαια, πολλών ερμηνειών. Αν, για παράδειγμα, γράψω σε ένα Facebook status ότι “Δε μ’ αρέσουν οι Rolling Stones, μου αρέσουν οι Beatles” και κάποιος απαντήσει “Δεν έχεις δίκιο”, παρότι δε νομίζω ότι μπορείς να δώσεις “δίκιο” σε κάποιον, ως προς τις μουσικές του προτιμήσεις, δε θα κρίνω την αντίδρασή του υπερβολική. Θεωρώ, όμως, ότι υπάρχει υπέρβαση του μέτρου, στην περίπτωση π.χ. που παρακολουθείς (διαδικτυακά ή ζωντανά) μια εκδήλωση οποιουδήποτε περιεχομένου και εισφέρεις στα social media αρνητικά σχόλια γι’ αυτήν και τους συμμετέχοντές της, τα οποία είναι δηλητηριώδη και στα όρια του μίσους, χωρίς κάποιον προφανή λόγο. bitchiness Σαφώς και μπορεί να μη σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις. Δε θα σου πω να φύγεις από κει ή να αλλάξεις κανάλι ή να πατήσεις άλλο tab και να δεις το “Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι”. Ίσως, όμως, θα έπρεπε να σκεφτείς για ποιο λόγο παρασύρεσαι στην online συνεισφορά λεκτικού μίσους απέναντι σε ένα γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα δε σε ενδιαφέρει ή που αύριο θα έχεις ξεχάσει.

Η “δημοκρατία του ίντερνετ”, από άποψης ισότητας στην πρόσβαση και τη χρήση των μέσων έκφρασης, σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις δημόσια για ο,τιδήποτε. Θέλεις να πεις τη γνώμη σου για το πέναλτι που έχασε ο Φάνης Γκέκας, για το κλείσιμο των πανεπιστημίων, για ένα διάσημο διαζύγιο ή για τη νέα κολλεξιόν της Donna Karan; Μπορείς. Αυτό, όμως, που παρατηρείται όλο και πιο συχνά στην έκφραση απόψεων στα social media είναι η υπερβολή: να μην τολμήσει να γυρίσει ο Γκέκας πίσω στην Ελλάδα, αφού έχασε το πέναλτι, “ψόφος” στους Πρυτάνεις, που δημιουργούν προβλήματα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, “να πάνε να πνιγούν” (κάτι πιο χοντρό, για την ακρίβεια) οι διάσημοι που χωρίζουν, τι μας νοιάζει εμάς τι κάνουν σπίτι τους, αίσχος τα καινούργια ρούχα της κυρα-Donna, κ.λπ.

Μην τυχόν και χάσει κανείς πέναλτι, χάθηκε!

 

Η επιθετικότητα της διατύπωσης οφείλεται στη διάθεση πίσω από αυτήν. Π.χ. στους περισσότερους δεν είναι ευχάριστο το ότι η Ελλάδα δεν πέρασε στην επόμενη φάση του Μουντιάλ, λόγω του συγκεκριμένου χαμένου πέναλτι. Προφανώς και μπορείς να συγχύζεσαι. Κι ακόμα προφανέστερα μπορείς να γράψεις δημόσια την άποψή σου, εφόσον αυτήν πιστεύεις. Αυτός που θα αναπαράξει, όμως, μια τέτοια άποψη με μια ακραία διατύπωση, απλά και μόνο για να τον προσέξουν όσοι τον διαβάζουν στο Facebook ή το Twitter, είναι ο πρωτεργάτης του bitchiness, που εκθέτει με “αθώο” τρόπο την κακιούλα του εκεί έξω, μήπως “τσιμπήσει” κάποιος άλλος δυσαρεστημένος και τον επιβραβεύσει με ένα σχόλιο, ένα retweet, ένα like ή μια περαιτέρω αναδιατύπωση της κακιούλας. bitchiness 2

Εκ των πραγμάτων, τα social media δε μπορούν (και δε χρειάζεται) να είναι μια μικρογραφία του Συμποσίου του Πλάτωνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, λιγότερο μίσος και περισσότερος εποικοδομητικός διάλογος θα έκαναν τη διαδικτυακή συνύπαρξη τουλάχιστον πιο ξεκούραστη.

Για να το θέσω και με πολύ απλά λόγια: Πού τη βρίσκουν την όρεξη ώρες ώρες.