ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Μόνη με τον Αιμίλιο Χειλάκη

Κάθε φορά το ίδιο συναίσθημα. Δεν ξέρω τι να φορέσω, δεν ξέρω αν θα πρέπει να είμαι σοβαρή, ανάλαφρη, ο εαυτός μου. Να ξεκινήσω κατευθείαν με τις ερωτήσεις που έχω στο μυαλό μου ή μήπως να αφήσω τη συζήτηση να κυλήσει μόνη της και όπου μας βγάλει; Κάθε συνέντευξη και ένα ακόμα ραντεβού στα τυφλά. Σε όλο αυτό τον μίνι πανικό που με πιάνει κάθε φορά ας προσθέσουμε και το γεγονός ότι απέναντι μου, σε αυτή τη συνέντευξη σε ένα από τα τραπέζια του καφέ του Μουσείου Μπενάκη θα έχω τον Αιμίλιο Χειλάκη. Τον ηθοποιό, που αυτή τη στιγμή παίζει και τους 9 ρόλους του Άμλετ στην παράσταση “Μόνος με τον Άμλετ” - αυτό μεταφράζεται και ως: ΣΚΛΗΡΟ. Τον άντρα, που πολλές γυναίκες έχουν ερωτευτεί μόνο και μόνο ακούγοντάς τον να βάζει λέξεις στη σειρά. Τελικά τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα απ' όσο νόμιζα, γιατί ο Αιμίλιος έχει τόσα πράγματα να πει όσοι 9 άνθρωποι μαζί. Μπορεί και 9 χιλιάδες. Και ναι, ρε κορίτσια, είπε και για τη φωνή του.

Είμαι ακόμα 15 χρονών. Όπως τότε πήγαινα στο γήπεδο να δω την ομάδα μου με πάθος. Έτσι και τώρα πάω να κάνω θέατρο.

Πέρα του υπέροχου της σκέψης του, ο Άμλετ είναι ένα παιδί κακομαθημένο. Βαθιά σκεπτόμενο μεν, αλλά μέσα στην γκρίνια. Σε κάνει να αναρωτιέσαι “μα καλά δεν ντρέπεται;”. Κι όμως δεν ντρέπεται. Γιατί είναι άνθρωπος. Και τα μεγαλύτερα μυαλά έχουν τη μικρότητά τους. Αυτή η μικρότητα ενός μεγάλου μυαλό με οδήγησε να κάνω το “Μόνος μου με τον Άμλετ”. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης αποδείχθηκε πολύ μικρός άνθρωπος και διαλύθηκε μία συνεργασία και έτσι αφού αρχικά είπα ανθρώπινο είναι μωρέ, μετά μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνω κάτι άλλο. Το “Μόνος μου με τον Άμλετ” γεννήθηκε μέσα σε πέντε λεπτά.

Κάποιος διαβάζει τον Άμλετ και παίζει όλους τους ρόλους μέσα στο μυαλό του. Πώς είναι αυτό να γίνεται επί σκηνής; Είναι κ****. Δεν είναι μονόλογος. Είναι η χαρά του ηθοποιού. Είναι σαν να είσαι λαίμαργος και να σε βάζουν σε ένα ζαχαροπλαστείο με τούρτες.

Είμαι εκπαιδευμένος στα ποιητικά κείμενα. Ξέρω να τα αναγιγνώσκω και ξέρω πώς αυτά μπορούν να πάνε ένα βήμα παρακάτω. Κατά τα άλλα παναθηναϊκός είμαι. Μου αρέσει να πηγαίνω να βλέπω μπάσκετ και ποδόσφαιρο.

Το να ζει κανείς ή να μη ζει είναι ένα ερώτημα υπαρξιακό σε περιόδους ευμάρειας. Να ζεις άπραγος ή να πεθάνεις πράττοντας; Το πρώτο είναι εύκολο το δεύτερο είναι δύσκολο. Εμείς επιλέγουμε το δεύτερο. Από εκεί και πέρα τι θα πει αυτό στην πράξη μεταφράζεται διαφορετικά για τον καθέναν.Οι καλλιτέχνες είμαστε ένα αντάρτικο πόλεων. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ευήκοα ώτα, γιατί ώτα υπάρχουν, αλλά αυτός ο ένας ευήκοος ους που θα καταλάβει κάτι, ίσως μπορέσει να μιλήσει και στον διπλανό του. Στην περσινή παράσταση είχα την τύχη, στην “Αγία Ιωάννα των Σφαγείων”, να κάνω έναν αδίσταχτο καπιταλιστή. Κάποια στιγμή σε έναν μονόλογο που είχα και αφορούσε το σύνδεσμο μεταξύ καπιταλισμού και θρησκείας και πόσο ανάγκη έχουμε να φοβόμαστε και να προστατευόμαστε από το δυνατό, κάποιος από το κοινό πετάχτηκε και άρχισε να βρίζει. Αναρωτήθηκα για τη χοάνη, η οποία άνοιξε στη ψυχή του, που αναγνωρίζοντας ότι βλέπει κάτι παραστατικό ως θέατρο αυτός φώναξε τη γνώμη του.

Δεν είμαι Ελληνάρας. Είμαι Ελληνάρας με άλλη αίσθηση. Αν θέλουμε να λεγόμαστε πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων ας τους διαβάσουμε τουλάχιστον. Αν είχες διαβάσει τον Επίκουρο, δεν θα ήσουν φασίστας. Δεν μπορείς να είσαι φασίστας. Δεν μπορείς, δηλαδή, να είσαι κλειστή κοινωνική κάστα, όταν αυτοί που γέννησαν τον πολιτισμό ήταν μία ανοιχτή δημοκρατία.

Το μίσος είναι το πιο εύκολο συναίσθημα, γιατί σε κυριεύει και δεν σε ενδιαφέρει να μάθεις τι σημαίνει. Ενώ η αγάπη είναι δύσκολη. Σε κυριεύει και είναι κάτι που θέλεις να το εξηγήσεις. Το μίσος δεν θέλεις να το εξηγήσεις. Και ο πιο βλάκας μπορεί να έχει μίσος. Αγάπη πρέπει να είσαι μορφωμένος για να έχεις. Η αγάπη θέλει μόρφωση. Γιατί η αγάπη σε ρωτάει “γιατί αγαπάς;”.

Μία μέρα έπιασα τον εαυτό μου να λέω ως θέση μου μία θέση της Αθηνάς, για την οποία μάλιστα είχαμε τσακωθεί το προηγούμενο βράδυ. Και ξαφνικά λέω “με έπεισε”. Τι ωραίο που κοιμήθηκα ξύπνησα και έχω την άποψη της Αθηνάς. Είμαι πια και ο άνθρωπός μου. Γι αυτό υπάρχουμε οι άνθρωποι. Για να συνομιλούμε.Θέλω να ακούω την ανάσα του άλλου όταν σκέφτεται. Στην ανάσα σου καταλαβαίνω το δισταγμό σου ή τη λαχτάρα σου να μιλήσεις. Η ίδια εγκοπή υπάρχει. Αλλά στο εκπαιδευμένο αυτί, η αντίληψη είναι πολύ πιο βαθιά και εγώ ως εκπαιδευμένο αυτί, λόγω της δουλειάς μου, το καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να διαβάζω quotes.

Δεν έχω κάνει κάτι για τη φωνή μου. Την είχα. Έτυχε. Είναι όπως η θεωρία των μπλε ματιών.

Το ωραίο της ζωής είναι να λες “γεια σας θέλω να πάω εκεί και πηγαίνω”. Και όχι να ρωτάς “να πάω; πώς να πάω; μήπως να διαβάσω αυτό το βιβλίο που λέει τον σωστό τον τρόπο για να πάω;”. Είμαι ο πρώτος τύπος. Είμαι ο τύπος που κάνει μόνος του παραγωγές, όχι μόνο γιατί θέλω να έχω την τελική λέξη, αλλά για να μπορέσει να γίνει δουλειά.

Μου αρέσουν οι γυναίκες που είναι όμορφες και καλλωπισμένες, γιατί δείχνουν γυναίκες που ενδιαφέρονται για τους άλλους. Η γυναίκα που βάφεται ενδιαφέρεται για τους άλλους, γιατί θέλει να την προσέξουν. Πέρα όμως του όμορφου πρέπει να υπάρχει και κάτι περαιτέρω. Ακόμα και στα one night stands θέλεις κάτι περαιτέρω. Θέλεις μία ατάκα να σου πει.

Μου δίνουν τους προβληματικούς ρόλους, λόγω αρχετυπικού προφίλ. Πάντα γελάγαμε με τον Μαρκουλάκη λέγοντας του “ρε συ πάντα τον αδικημένο κάνεις. Σου κλέβουν τη μάνα, σου κλέβουν την γκόμενα”. Και εκείνος μου απαντούσε “φταίνε τα γκρίζα μου μάτια”. Και όντως έχει δίκιο. Έχουμε εγκλωβιστεί να παίζουμε τέτοιου ρόλους. Ευτυχώς μεγαλώσαμε και μπορούμε να διεκδικούμε κι άλλα πράγματα. Γιατί όταν είσαι 25 δεν μπορείς. Και ήμασταν και πολύ τυχεροί γιατί αυτά που μας δόθηκαν ήταν εξαιρετικά. Στα 40 μου όμως γκόμενος; Είναι γελοίο. Είναι σαν να βλέπεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη να παίζει τη Μελωδία της Ευτυχίας στα 65 της.

Παλιά ντρεπόμουν και σκεφτόμουν ότι είναι λάθος μου να λέω ότι δεν μου αρέσει η τηλεόραση. Τώρα πια το λέω. Και δεν είναι ότι δεν μου αρέσει επειδή είναι και η Τατιάνα Στεφανίδου μέσα. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που γυρίζεται ένα σήριαλ. Και στο κάτω κάτω η τηλεόραση είναι για τη Στεφανίδου και τη Μενεγάκη. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που πρέπει σε ένα λαϊκό μέσο να υπάρχουν, γιατί κάνουν λαϊκής κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία χρειάζονται. Δεν τα μέμφομαι. Τα κάνουν πάρα πολύ καλά.

Ένας από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Γιατί ο Μάρκος δεν λέει ψέματα. Ο Μάρκος είναι εκεί. Πέντε ώρες. Κάνει επιθεώρηση. Παίρνει την ευθύνη του εαυτού του. Και γεμίζει κάθε βράδυ. Δεν έχει πει ποτέ ψέμματα ο Μάρκος. Μπορεί να διαφωνώ στο τι παίζει, αλλά δεν μπορώ να μη θαυμάσω τον άνθρωπο που είναι εκεί επί σκηνής και παίρνει πάνω του το βάρος του αν θα είναι αυτό καλό ή κακό.

Δουλεύω για να ονειρεύομαι.

Η παράσταση “Μόνος με τον Άμλετ”  παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.