ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Αντρέας Μπάρκουλης: Ένα αντίο στο ζόρικο αρσενικό

Καλλονός. Ωραίος  μάγκας. Καλός ηθοποιός. Αντιστάρ. Αντισυμβατικός και σχεδόν πάντα οργισμένος. Έζησε δυό ζωές: μια σαν λαμπερός κινηματογραφικός Πρίγκηπας. Κι άλλη μία σαν ζόρικο Αρσενικό, σαν νουάρ ήρωας σε σκοτεινά «υπόγεια», παρέα με τους δαίμονές του.

Έπαιξε κι έχασε. Σηκώθηκε, έπεσε, έζησε με το τίποτα. Φτωχός, άρρωστος, ξεχασμένος – σχεδόν – απ’όλους . Τα media τον «ξέγραψαν» πολλές φορές. Έζησε μέχρι τα 80 του, «ρουφώντας» αχόρταγα τις μέρες μέχρι το μεδούλι τους. «Κατάπιε» λεφτά, περιουσίες ολόκληρες, γυναίκες, δόξα, ουσίες, έρωτες, αλκοόλ. Έκανε τρεις γάμους. Τρία παιδιά. Κάμποσες ταινίες.  Αφήνει πίσω του τις μνήμες του ταλέντου του και της δοξαστικής του ομορφιάς  που έγινε μύθος, ιστορία, σλόγκαν…

«Κορίτσια, ο Μπάρκουλης»

Είναι περίεργο αλλά κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς βγήκε το περίφημο «Κορίτσια ο Μπάρκουλης» – η ίδια η ιστορία, είναι ένας νεφελώδης θρύλος που πίσω του «σέρνονται» πίσω του, μια, δυό, τρείς διαφορετικές ιστορίες.

Ο άντρας που κάποτε αρνήθηκε το ρόλο του James Bond – από ανασφάλεια, γιατί δεν γνώριζε, καλά αγγλικά – στο φινάλε του, είχε δίπλα του μόνο μια γυναίκα: την τελευταία του σύντροφο Μαρία.

Κατά μία εκδοχή, ακούστηκε για πρώτη φορά σε μια παρέλαση κι έγινε πανζουρλισμός – οι μαθήτριες «έσπασαν» τις γραμμές για να δουν τον Αντρέα. Ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης μετέφερε μια άλλη ιστορία, που του είχε διηγηθεί ως αληθινή, ο συγχωρεμένος σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος. Πως τάχα – εκεί στα τέλη του ’50 -ένα γυμνάσιο θηλέων έκανε επίσκεψη σε ένα studio για να δουν οι μαθήτριες πως γυρίζονταν οι ταινίες. Κι εκεί που συνωστίζονταν στο καμαρίνι της Βουγιουκλάκη για να πάρουν αυτόγραφο, ακούστηκε μια κραυγή υστερική («Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!»), οπότε όλες, παράτησαν σύξυλη την Αλίκη κι έτρεξαν, φρενιασμένες, να τον δουν από κοντά.

Ο ίδιος ο Αντρέας Μπάρκουλης, σε μια παλιά του συνέντευξη είχε πει πως το σύνθημα «γεννήθηκε» στον Πειραιά, σε ένα γυμνάσιο της οδού Τζαβέλλα, στη γειτονιά του. Το φώναζαν οι «γαμπροί» της περιοχής, που μαζεύονταν στις πόρτες του σχολείου όποτε περνούσε απέξω ο Αντρέας με το σπορ αμάξι  με την κομμένη εξάτμιση  – και τα κορίτσια παρατούσαν το μάθημα και «κρέμονταν» στα παράθυρα, για να κλέψουν μια ματιά από κείνον. Τον Γόη. Τον Άντρα. Τον «εμβληματικό Εραστή» του ελληνικού σινεμά. Τα ίδια κορίτσια, όποτε ο Αντρέας έπαιζε στο θέατρο, μαζεύονταν στην πλατεία τρέμοντας και του πετούσαν πάνω στη σκηνή λουλούδια, σοκολάτες, χαρτάκια με το τηλέφωνό τους. Καμιά φορά και ολόκληρη τη σχολική τους τσάντα.

«Καταραμένος» από κούνια

Γεννήθηκε  στον Πειραιά, στις 4 Αυγούστου του 1936, παρέα με τη δικτατορία του Μεταξά. Ο ίδιος διηγόταν πως όταν ο πατέρας του,  Βασίλης – ένας αυστηρός δάσκαλος, με καταγωγή από το Παρθένι Αρκαδίας – προσπάθησε να πάει να τον δει, στο μαιευτήριο, συνελήφθη από τους στρατιώτες και οδηγήθηκε στο Φρουραρχείο. Έμεινε μέσα δύο εικοσιτετράωρα. «Αυτός ο καταραμένος γεννήθηκε για να μπω φυλακή εγώ» φώναξε όταν τον άφησαν ελεύθερο και πήρε το γιό του αγκαλιά. «Καταραμένος» –  αυτή ήταν η πρώτη «ευχή» που πήρε ο Αντρέας.

Όποτε περνούσε απέξω ο Αντρέας με το σπορ αμάξι  με την κομμένη εξάτμιση τα κορίτσια παρατούσαν το μάθημα και «κρέμονταν» στα παράθυρα, για να κλέψουν μια ματιά από ‘κείνον.

Κατά βάθος τον πείραζε – όσο και αν γελούσε – όποτε έλεγε αυτή την ιστορία. Κατάρες και αγκαλιές – έτσι ήταν η ζωή του, για πολλά χρόνια. Από τη μια ένας βλοσυρός πατέρας και από την άλλη, η ασφυκτική αγκαλιά της μάνας του, που επέμενε να τον ντύνει με κοριτσίστικα ρούχα (!) «Βίωσα πολύ μικρός τον αιφνίδιο θάνατο της αδερφής μου, σε ηλικία 6 μηνών, μέσα στο πλοίο, από τη Θάσο όπου υπηρετούσε ο πατέρας, προς τον Πειραιά όπου και μέναμε» , εξομολογείται ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. «Οι μεταμφιέσεις του φύλου μου γίνονταν με φορεματάκια της που η μητέρα μου αρνούνταν πεισματικά να πετάξει. Το σημαντικό ήταν η ταύτιση με την χαμένη μου αδερφή και η ηδονική τάση της μάνας να μην δεχθεί την απώλεια».

Μέτριος μαθητής, όταν κάποτε τόλμησε να πει στον πατέρα του πως ήθελε να γίνει ηθοποιός, εισέπραξε άλλη μια «ευχή». «Π..στη θα σε κάνω μωρέ;». Έφυγε από το σπίτι. Άρχισε να παίζει στο θέατρο πριν κλείσει τα 15 του χρόνια, σε παραστάσεις στον Πειραιά. Πήγε και στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Το ’56 πήρε άδεια ως εξαιρετικό ταλέντο και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Θέατρο, στον “Κορυδαλλό” του Ανούιγ, στο θέατρο Ρεξ- Κοτοπούλη. Αμέσως τον άρπαξε και ο ελληνικός κινηματογράφος –  η πρώτη ταινία που γύρισε ήταν η “Μαρία Πενταγιώτισσα”, ως συμπρωταγωνιστής της Αλίκης, το 1957.

 

Συνολικά πρωταγωνίστησε σε πάνω από 100 ταινίες, τόσο σε δραματικούς ρόλους, όπως στις ταινίες «Κοινωνία ώρα Μηδέν» (1966) , «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), αλλά και σε κωμικούς ρόλους, όπως στις ταινίες «Διακοπές στην Αίγινα» (1958), «Η Μουσίτσα»(1959), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), «Το Δόλωμα» (1964), «Τζένη Τζένη» (1965), «Ησαΐα μη Χορεύεις» (1969), «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970) και η «Θεία μου η χίπισσα» (1970).

Έπαιξε λίγο στην τηλεόραση (Οι έμποροι των εθνών, Το δίλημμα, Το μυστικό του Άρη Μπονσαλέντη). Όσο για το θέατρο, στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, που κράτησε τέσσερις δεκαετίες, εμφανίστηκε σε περίπου 80 θεατρικά έργα. Από τους σπουδαιότερους ρόλους του ήταν αυτός του «Κυρίου» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου, στο θέατρο «Στοά» (1986), η εμφάνιση στο «Σλουθ» , στο πλευρό του Βασίλη Διαμαντόπουλου στο θέατρο «Αλάμπρα» (1988) και το «Σπίτι του σπαραγμού» του Μπέρναρντ Σω ως Έκτωρ Χασάμπαϊ (Εθνικό Θέατρο, 1983-84) . Όλοι οι συμπρωταγωνιστές του λένε πως «με έκπληξη» ανακάλυπταν πίσω από τον μύθο του «εραστή» έναν εξαιρετικό ηθοποιό, με πάθος, χιούμορ, ανοιχτή καρδιά και ταλέντο.

Π…στης, μια φορά, δεν έγινε.

Ο «λατρεμένος» των γυναικών

«Οι γυναίκες είναι για μένα ένα λουλούδι – όταν το έχω, θέλω να το μυρίσω», είχε πει στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, σε μια παλιά τηλεοπτική συνέντευξη. Λάτρεψε τα θηλυκά, συνδέθηκε με ηθοποιούς, χορεύτριες, κοσμικές, πρωταγωνίστριες, ανώνυμες γυναίκες. Τις ήθελε, τις είχε, τις αγάπησε. Σε καμία δεν ήταν πιστός.

«Τον Μπάρκουλη τον πρωτοείδα σε ένα γύρισμα, στη γωνία κάτω από το σπίτι μου. Αν δεν κάνω λάθος ήταν για την ταινία «Έγκλημα στο Κολωνάκι». Εγώ τότε ήμουνα δεκατριών. Μου τη βάρεσε κατακούτελα» – μου είχε εξομολογηθεί η Ματούλα, σε μια παλιά συνέντευξη στο Down Town. «Ο Αντρέας ήταν κούκλος για εκείνη την εποχή. Ηταν Ο Αντρέας Μπάρκουλης». Πήγε όπως τ’ άλλα πιτσιρίκια να ζητήσει αυτόγραφο. Ήταν ψηλή, αδύνατη αλλά σχηματισμένη, ολόκληρη γυναίκα. «Κοριτσάκι τι κάνεις τέτοια ώρα έξω από το σπίτι σου;» τη ρώτησε. «Δεν πίστευα ότι έβλεπα από κοντά έναν άνθρωπο που ως τότε τον χάζευα στον κινηματογράφο». Τον ξαναείδε σε ένα ακόμα γύρισμα και ύστερα και σε ένα τρίτο στον Πανελλήνιο. «Εγώ δεν ήξερα ότι γινόταν γύρισμα στον Πανελλήνιο, πήγα να κάνω εφαλτήριο, εκείνος ήταν με τον Κακκαβά σε ένα τραπέζι, μπαίνω εγώ και πέφτω πάνω τους. Συγκινήθηκα που τον είδα πάλι, είχα όμως πια αποκτήσει οικειότητα μαζί του».

Όλοι οι συμπρωταγωνιστές του λένε πως «με έκπληξη» ανακάλυπταν πίσω από τον μύθο του «εραστή» έναν εξαιρετικό ηθοποιό, με πάθος, χιούμορ, ανοιχτή καρδιά και ταλέντο.

Μετά απ’αυτό, την κοπανούσε από το σχολείο και πήγαινε στα ράλι, να δει τον Μπάρκουλη να τρέχει στην Πάρνηθα με το MG. Τον ακολουθούσε στα θέατρα όπου έπαιζε, χωνόταν στο καμαρίνι του. Αυτός της έλεγε να διαβάζει, να μη βγαίνει από το σπίτι της.  Μια φορά πήγε ο ίδιος και την πήρε από το σχολείο και τότε βγήκαν οι μαθήτριες στην πόρτα και φώναζαν «κορίτσια, ο Μπάρκουλης». «Με ήξερε, του είχα πει ότι είχε πεθάνει η μητέρα μου. Σαν φίλοι ήμασταν. Ο Αντρέας βέβαια με καταλάβαινε, ήξερε ότι για μένα αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο, έβλεπε πως τον θαύμαζα, πως ήμουνα ερωτευμένη μαζί του. Αλλά τότε δεν κάναμε τίποτα. Στα 15μιση κάναμε έρωτα – ήταν ο πρώτος μου. Μετά είχα τραβήγματα, με πήγε ο πατέρας μου στην Αστυνομία, να μαρτυρήσω πως με αποπλάνησε. Τρεις μέρες έμεινα στα κρατητήρια στη Μπουμπουλίνας. Δεν είπα λέξη. Ήμασταν ωραία μαζί, δεν ήταν όμως η σχέση που θα μπορούσα να έχω εγώ εκείνα τα χρόνια. Ούτε ήταν σχέση με τη σημερινή της μορφή. Να πεις ότι τον έβλεπα κάθε μέρα; Όχι. Τον έβλεπα μια φορά το μήνα.  Αλλά μέσω του Αντρέα γνώρισα όλο το ελληνικό σινεμά…»

Η Αλέκα, η Καίτη Γκρέι και η «πρωταγωνίστρια»

Ο ίδιος, στην αυτοβιογραφία του, μίλησε για τους άγνωστους έρωτές του – ανάμεσα σ’αυτούς ήταν και μια σύντομη, θερμή σχέση με την Τζένη Καρέζη. «Το 1966 έπαιξα στην ταινία «Τζένη Τζένη». Η ταινία είχε εκπληκτική επιτυχία εισπρακτικά κόβοντας πάνω από 560.000 εισιτήρια κατά τις πρώτες προβολές της. Στην ταινία ερωτεύτηκα και ενώθηκα  με την Τζένη στην σπηλιά του Μπεκίρη. Το κινηματογραφικό της όνομα είναι σπηλιά της νεράιδας. Κούκλα μου, κούκλα μου… Τρύπωνα στο σκάφος και έλιωνα στα χείλη της και στις ματάρες της, πέρασαν έτσι κάποιοι μήνες και κυκλοφορούσαμε σαν ζευγάρι και το παραμύθι ζωντάνευε. Όταν έφυγε στην Γαλλία για σπουδές ηθοποιίας απομακρυνθήκαμε».

 

Το κοινό μπορεί να τον ήθελε εραστή της Τζένης ή της Αλίκης (σ.σ. για την οποία, σημειωτέον έχει πει πως όλα τα φιλιά που αντάλλαξαν στις ταινίες που γύρισαν μαζί, ήταν αληθινά), αλλά εκείνος είχε άλλη γνώμη. Η γλυκιά, χαριτωμένη Αλέκα Στρατηγού έγινε η πρώτη του σύζυγος. «Καλό κορίτσι, μεγάλη Αγάπη, τα πάθη μας χώρισαν… Έζησα καλά με την Αλέκα, ήταν από τους νεανικούς έρωτες αυτούς που ξυπνάς και πιστεύεις πώς όλα είναι αγνά, όμορφα και μεθαύριο θα καλυτερεύσουν κι άλλο. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Την λάτρεψα την Αλέκα! Μετά την ταινία “Η χαρτοπαίχτρα” άρχισε να μοιάζει με την καθημερινότητά μας. Η Αλέκα έπαιζε μερόνυχτα κι εγώ βολτάριζα με γκομενίτσες, αθώα φλερτ, χωρίς να επιδιώκω το σεξ, μήπως και την ταρακουνήσω…. Ένα βράδυ το τελευταίο μας, την προσκάλεσα για φαγητό, της ανακοίνωσα πώς δεν αντέχω άλλο να αναμετριέμαι με την τράπουλα κι έφυγα» αναφέρει στην βιογραφία του. Στο ίδιο βιβλίο κάνει λόγο και για μια ακόμα σχέση με συνάδελφό του, γνωστή πρωταγωνίστρια, της εποχής. Έναν έρωτα ολέθριο – ιδιαίτερα για κείνη. 

«Την έσπαγα στο ξύλο καθημερινά, κάτι που δεν είχα ξανακάνει σε άλλη γυναίκα. Είχε δικό της κρεβάτι στον Ερυθρό Σταυρό, πότε με σπασμένο χέρι και πότε με σπασμένο κεφάλι. Ερχόταν μπαταρισμένη και έβριζε μέχρι και τον πατέρα μου. Τελικά, τις ξανάτρωγε».

Η Καίτη Γκρέυ, στη δική της αυτοβιογραφία «Αυτή είναι η ζωή μου», που κυκλοφόρησε το 1983, αποκάλυψε πως ο δεσμός της με τον Μπάρκουλη ξεκίνησε από μια παρεξήγηση, Είχε μάθει, λέει, ότι ο Μπάρκουλης διέδιδε πως τα είχε μαζί της, κι έξαλλη, του παρήγγειλε μέσω του κοινού τους φίλου Κώστα Κακκαβά πως «δεν είναι άντρας». Και μια βραδιά, την εποχή που η Γκρέυ τραγουδούσε στο κέντρο «Καλαμίτσα» της Θεσσαλονίκης, μπήκε ξαφνικά στη σάλα, εκείνος.

«Μόλις είχα τελειώσει την παράσταση με πλησίασε ένας σερβιτόρος και μου είπε πως ο Μπάρκουλης με περίμενε στο αμάξι του να μου μιλήσει» γράφει η τραγουδίστρια. «Βγήκα έξω από το κέντρο και πήγα κοντά στο αμάξι του. Έσκυψα πάνω από το παράθυρο και του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατί είπε αυτό το πράγμα στον Κακκαβά. «Δεν είμαι ανθρωποφάγος» είπε εκείνος «έλα μέσα στο αυτοκίνητο να καθίσεις και τα λέμε». Μόλις άνοιξα την πόρτα και δεν είχα καθίσει καλά-καλά, έβαλε μπρος -είχε ένα MG- και έφυγε από το μαγαζί. Επειδή είχα ακούσει  πολλά για τον Μπάρκουλη, ότι δέρνει γυναίκες και άλλα τέτοια, φοβήθηκα. Είδα ότι με έβγαζε έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη. Σταμάτησε σε μια ερημιά κι εκεί μιλήσαμε. Τον ρώτησα γιατί διαδίδει τέτοια πράγματα για εμένα και μου είπε ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου. Κι επειδή μου έδειξε στοργή και αγάπη, τα φτιάξαμε»

 

Έζησαν μαζί ένα χρόνο. Μετά πήγε και την ζήτησε από την μητέρα- κι ας ήταν ακόμα στα χωρίσματα, από τον προηγούμενό του γάμο «Ο αρραβώνας μας αποτέλεσε μεγάλο γεγονός της εποχής. Μέχρι που οι επόμενες ασωτίες μου μας απομάκρυναν πλέον οριστικά. Πριν οριστικοποιηθεί αυτή μου η απόφαση το «ναι» της Καίτης και το διαζύγιό μου, με συνέλαβαν με την γνωστή κατηγορία του χασίς».

Το χασίς, η Αμερική, ο πάτος

Οι «ασωτίες» του, λίγο πολύ είναι γνωστές. Για μεγάλο διάστημα δούλευε πολύ (συχνά ακόμα και σε δευτερότριτους ρόλους, σε ασήμαντες ή κακές ταινίες), έπινε πολύ, σκορπούσε χρήματα δεξιά και αριστερά, -σε γλέντια, σε δώρα, σε φίλους, δανεικά και αγύριστα. Σιγά σιγά το άστρο του άρχισε να θαμπώνει.

«Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά με συντηρούσαν στην άγνοια… Εκείνη την χρονιά έκανα μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου στο θέατρο. Τον “Έρωτα των Τεσσάρων συνταγματαρχών” του Ουστίνοφ. Ο επιχειρηματίας μου έλεγε θα μας έκλειναν μέσα… Είχα πολλά χρωστούμενα ως αντιστασιακός. Πέραν τούτο η υπογραφή μου το 71 για την αμνηστία των εξοριζομένων, κάτι τα γκομενικά που τα είχα κάνει μπάχαλο, μία που είχαν πάρει φόρα και με τις κατηγορίες στο στρατό που είχαν αποδώσει την πάτησα. Μου την έστησαν. Βρέθηκε πάνω μικροποσότητα χασίς.

 

Η πρώην ιερόδουλος Ελένη Καραγιαννίδου -Ντρέβις ομολόγησε εμπόριο ναρκωτικών, τους οδήγησε σε εμένα. Η αστυνομία ήρθε στο θέατρο την ώρα που έμπαινα στο αυτοκίνητό μου, με συνέλαβαν. Βρήκαν πάνω μου δυο τσιγαριλίκια κι ένα μικρό κομμάτι χασίς στο καμαρίνι μου. Παρόλο που μετέπειτα (η Καραγιαννίδου -Ντρέβις) είπε πως εν αγνοία μου άφησε τα ναρκωτικά, δεν μέτρησε. Όσο άφησε η τύπισσα, τόσο παρέδωσα στους αστυνομικούς, οπότε καμία απόδειξη χρήσης. Ήμουν όμως ο Μπάρκουλης ήταν επιτυχία να με βάλλουν στο εδώλιο. Ο επίλογος αυτής της ιστορίας ήταν πώς προφυλακίστηκα στα κρατητήρια της Αίγινας, βγήκα με εγγύηση 50.000 δραχμών και στις 16-041974 έφυγα στο εξωτερικό», έγραψε ο ίδιος για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Εκείνα τα 3,17 γραμμάρια χασίς τα πλήρωσε ακριβά. «Έφτασα εντελώς στον πάτο», δήλωνε. «Αλλά βγήκα καθαρός, ευπρεπής και μάγκας».

Στην Αμερική όπου κατέφυγε, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τραγούδι – έπρεπε κάπως να ζήσει. Εκεί, στην εξορία, στη «φυλακή» μιας ξένης χώρας, εκείνος – τι περίεργο! –  βρήκε την ελευθερία του. «Εκεί μόνο αισθάνθηκα άντρας. Έμπαινα στη μαυράδικη ντισκοτέκ και δεν γύριζε κανένας να δει τον “Κορίτσια ο Μπάρκουλης”. Γύριζαν να δουν αυτόν που ήμουνα, και είχα, δόξα τω Θεώ, πολύ νταλαβέρι εκεί. Όταν ζούσα στην Αμερική έκανα παρέα σχεδόν αποκλειστικά με έγχρωμους. Τότε φορούσα ακόμα περούκα και όλοι με αποκαλούσαν “silver man”. Ένα βράδυ, λοιπόν, που έπινα σε ένα μαγαζί, βλέπω ένα υπέροχο θηλυκό με ξυρισμένο κεφάλι να με παίζει. Δεν τολμούσα να πλησιάσω μη βρεθώ ξαφνικά με κανένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη μου. Στο τέλος μου κάνει νόημα και πάμε στην τουαλέτα. Της είπα πως ήταν κούκλα και πως θέλω να της κάνω έκπληξη. Τράβηξα την περούκα και τα έχασε. Την έβαλα στην τσέπη και από τότε δεν την ξαναφόρεσα ποτέ. Άρχισα να βρίσκω κάτι βαθύτερο μέσα μου, μάλλον έναν εαυτό που μόλις μου συστηνόταν. Γεια σου μάγκα μου. Είσαι πιο πολλά από όσα νόμιζες».

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1983, κατέθεσε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές ερμηνείες του. Μετά τον πήρε ξανά η κάτω βόλτα. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και οικονομικά προβλήματα –  κάποια στιγμή, φιλοξενήθηκε με την οικογένειά του και στο “Σπίτι του Ηθοποιού”. Ο άντρας που κάποτε αρνήθηκε το ρόλο του James Bond – από ανασφάλεια, γιατί δεν γνώριζε, καλά αγγλικά – στο φινάλε του, είχε δίπλα του μόνο μια γυναίκα: την τελευταία του σύντροφο Μαρία, από την οποία έχει αποκτήσει έναν γιο, τον Νικόλα. Ένα όμορφο αγόρι, που του μοιάζει πολύ.

Αντίο

Αντί επιλόγου, σκόρπιες σημειώσεις από το οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του:

 «Ο Αντρέας Μπάρκουλης, αυτό το δοξαστικό ρεμάλι, έπαιξε και έχασε ό,τι ήταν να χαθεί στην ίδια του την παρτίδα. Κάθισε σε θρόνο με την ίδια άνεση όπως άλλοι κάθονται σε καρέκλες. Ήπιε ό,τι πινόταν, γ..σε ό,τι απαγορευόταν να περάσει από δίπλα του, κατρακύλησε στους δρόμους που επέλεξε με τα μούτρα σπασμένα. Ταλαντούχος, γυναικάς, αλητοπρίγκηπας, σαρκαστικός και καταστροφικός όσο δεν έπαιρνε άλλο. Ένας σταρ που πληρώθηκε αδρά και ξόφλησε ξοδεύοντας την πάρτη του. Στα μεθύσια του, στην μοναξιά του και στον όλεθρο αχόρταγος. (…) Ο Αντρέας έδωσε της ζωής από όλες τις μεριές της λύσσας και κατάλαβε…»

Κορίτσια, μην τον κλαίτε.